Μπορεί να μην ξέρουμε τι να τα κάνουμε, αλλά πάντως εξαρτήματα μιας

πλασματικής εικόνας του πολιτισμού μας, καταφέραμε να τα κάνουμε

Στις εποχές που δεν υπάρχουν άλλες ειδήσεις μάς απασχολεί το θέμα τού κατά

πόσο είμαστε φιλόζωοι. Αν δεν υπάρχει άλλη επίσημη γκρίνια, ξαναγυρνάμε σε

αυτή, πότε ανατριχιάζοντας με αφορμή ρεπορτάζ για κακοποίηση ζώου, πότε με

αφορμή απλώς τα αδέσποτα που έχουν γεμίσει τους αθηναϊκούς δρόμους, πότε απλώς

επιδεικνύοντας ποικίλες ζωοφιλικές υπερβολές που μετατρέπουν σε κατοικίδια

διάφορα ζώα της ζούγκλας. Κάθε φορά επαναλαμβάνονται οι ίδιες διαπιστώσεις,

ότι δηλαδή δεν δείχνουμε σεβασμό στη ζωή όποια μορφή κι αν έχει, ότι δεν

αγαπάμε τα ζώα και ότι μόλις μας στριμώξουν με τις ανάγκες τους τούς ανοίγουμε

την πόρτα και τα πετάμε στον δρόμο σαν χρησιμοποιημένα αντικείμενα.

Το θέμα αυτό ανέδειξε η πρωινή εκπομπή του Mega «Πρώτη έκδοση», όπως

και άλλες παλαιότερα, επιμένοντας στο γεγονός ότι γίνονται μόδα διάφορα

ζωάκια, ιγκουάνα, φίδια, σαύρες και άλλα παρόμοια, που τελικώς δεν μπορούν να

τα συντηρήσουν οι φιλόζωοι ή τα βαριούνται και τα εγκαταλείπουν στην ύπαιθρο.

Και δεν είναι μόνο το γεγονός ότι επιδεικνύουμε απαράδεκτη αδιαφορία για τα

καημένα τα ζωντανά, αλλά και για το ντόπιο περιβάλλον. Το επηρεάζουμε, είπε ο

κτηνίατρος που ήταν καλεσμένος στην εκπομπή, με τρόπους τους οποίους δεν

γνωρίζουμε. Για παράδειγμα, δεν ξέρουμε πόσο δηλητηριώδη είναι μερικά από τα

εν λόγω ζωντανά που αίφνης βρίσκονται στους δρόμους και τα πάρκα, τι τρώνε,

πόσο επιθετικά σε άλλα ιθαγενή είναι, αν τα εξολοθρεύουν ανατρέποντας

ισορροπίες της ελληνικής υπαίθρου – όλα αυτά που δεν υπολογίζουν οι γονείς

όταν αγοράζουν στους κακομαθημένους μπόμπιρες διάφορα ζωάκια για να κάνουν

εκείνοι το κομμάτι τους στους συμμαθητές τους.

Όσο χρήσιμες κι αν είναι αυτού του είδους οι τηλεοπτικές συζητήσεις, που

τουλάχιστον ανοίγουν ένα παράθυρο στη σκέψη για όσους διαθέτουν έστω

στοιχειώδη κρίση και πάντα σε συνδυασμό με τη συνείδησή τους, δεν αποτελούν

παρά ένα ακόμη ψευδοαντίδοτο στην καλπάζουσα ελαφρότητα που έχει καταλάβει τον

εγχώριο πολιτισμό μας. Στην πραγματικότητα αποκαλύπτουν ότι εμείς οι άνθρωποι

της πόλης είμαστε αμήχανοι απέναντι στα ζωάκια. H υποτιθέμενη αγάπη μας προς

αυτά παίρνει μια μορφή καταναλωτικής αναψυχής, καθώς αποτελεί ένα επιπλέον

είδος επένδυσης στην εικόνα του εαυτού μας. Τα αγοράζουμε για να συμπληρώσουμε

την εικόνα της ευτυχισμένης οικογένειας, του γονιού που δεν χαλάει χατίρια

στους κανακάρηδες, των μοναχικών που προσφέρουν αποθέματα τρυφερότητας σε

ζωντανές ψυχούλες και άρα δεν είναι μονόχνοτοι, του πολιτισμένου που οφείλει

να αισθάνεται ένα ρίγος ευαισθησίας απέναντι στη θέα κάθε απροστάτευτου

ζωντανού. Συγκαλύπτουμε θαυμάσια την ελαφρότητα των συναισθημάτων μας με μια

επιδεικτική φιλοζωία ή γκρινιάζοντας για όσους δεν προσχωρούν στο σπορ,

χαρακτηρίζοντάς τους αναίσθητους και απολίτιστους.

H αλήθεια είναι πως ο φιλόζωος δεν είναι απαραιτήτως και φιλάνθρωπος,

για να μην πούμε πως ορισμένους τούς χαρακτηρίζει ένα είδος μισανθρωπίας. Δεν

αντέχουν τα έλλογα, αλλά τα πάνε μια χαρά με τα άλογα όντα, επενδύουν την

τρυφερότητά τους εκ του ασφαλούς και αισθάνονται επιτέλους απαραίτητοι και

μοναδικοί. Όπως κι αν έχει η «πολιτισμένη» σχέση μας με τα ζώα, έχει ένα

στοιχείο φολκλόρ καθώς πόρρω απέχει από εκείνη τη φυσική των ανθρώπων της

υπαίθρου, που μας φαίνεται καμιά φορά πολύ σκληρή, αλλά παραμένει ειλικρινής,

μια σχέση ανάγκης που δεν βρίσκει λόγο να κρυφτεί κάτω από ένα λούστρο δήθεν

ευαισθησίας. Αυτή υπάρχει ανεξαρτήτως τόπου κατοικίας και εκδηλώνεται σε όλες

τις φάσεις της ζωής, φιλοζωικές και μη, εκείνων που την διαθέτουν και που

αποτελούν αξιοπερίεργο δείγμα όντων προς εξαφάνιση σε μια εποχή η οποία δεν

τους χρειάζεται αφού καταναλώνει ευκολότερα το θέαμα, τη σκηνοθεσία, το

λούστρο, την επιδεικτική φιλοζωία, που καταλήγει να πετάει στον δρόμο τα

ζωάκια ή να τους αλλάζει τη φύση περιορίζοντάς τα σε μικρούλικα διαμερίσματα,

αφού τα στειρώσει, τους κόψει τις ουρές και τα κουρέψει και ονομάζοντάς το

αυτό δείγμα υψηλού πολιτισμού.