Είπε «γεια σας, κυρία μου, είμαι ο αρχιφύλακας Αχμέτ». Έτσι, χωρίς επώνυμο,

κατά την τουρκική παράδοση, ένας από τους λόγους της οποίας είναι ότι ο νόμος

περί απόκτησης επωνύμων θεσπίστηκε αργά, το 1936. Φορούσε πολιτικά, μπεζ

παντελόνι και γαλάζιο πουκάμισο – όχι ό,τι συνηθέστερο για Τούρκο δημόσιο

υπάλληλο. Είχε έρθει από το απέναντι κεφαλονήσι των Πριγκιποννήσων να ψάξει

για δακτυλικά αποτυπώματα.

Τούρκοι αστυνομικοί περιπολούν στις όχθες του Βοσπόρου

Τι θα συνέβαινε αν δήλωνε κανείς την κλοπή μιας συσκευής κινητού τηλεφώνου κι

ενός χρυσού δαχτυλιδιού σε νυχτερινή διάρρηξη στο σπίτι του, λόγου χάριν, στην

Αίγινα; Δεν ξέρω. Δεν μου έτυχε ποτέ. Μας συνέβη, όμως, εδώ, στη Χάλκη. Μπήκαν

διαρρήκτες, νύχτα, την ώρα που κοιμόμασταν κι έκλεψαν τα πρώτα δύο πράγματα

που βρήκαν. Το πήραμε είδηση το πρωί.

Ας πάμε στο Τμήμα αποφασίσαμε, η Νετζιλέ κι εγώ, χωρίς πολλές προσδοκίες: σιγά

μην ασχολιόντουσαν μ’ ένα κινητό κι ένα δαχτυλίδι. Χρειάζεται να καταθέσετε,

μας είπαν. Περάσαμε στο διπλανό γραφείο – τρία γραφεία είναι όλο κι όλο το

Τμήμα της Χάλκης -, ο νεαρός αστυφύλακας κάθισε μπρος σ’ έναν πεπαλαιωμένο

υπολογιστή, πήρε την ταυτότητα της παθούσας Νετζιλέ, κατέγραψε το συμβάν. Κι

εσείς ως μάρτυρας, λέει μετά σ’ εμένα. Δεν είχα μαζί μου ταυτότητα. Δεν

πειράζει, θα συμπληρώσουμε τα στοιχεία σας «κατά δήλωσή σας»! «Είναι η

Ελληνική Αστυνομία διαφορετική από εμάς;» με ρώτησε στο τέλος και εκείνη τη

στιγμή σκάλωσε το χαρτί στον εκτυπωτή, η ερώτηση έμεινε να αιωρείται. «Θα

έρθει η σήμανση, να είστε στο σπίτι», μας είπε.

Τα σενάρια. Σε μισή ώρα ήρθαν τρεις ένστολοι με αντίγραφα των

καταθέσεών μας στο χέρι. Συνόδευαν τον αρχιφύλακα. Του είπαμε το σενάριό μας –

ο διαρρήκτης είχε παραβιάσει την πόρτα χωρίς να αφήσει σημάδια παραβίασης,

είχε αρπάξει τα πρώτα πράγματα που είχε βρει… Το άκουσε με συγκατάβαση. Ήταν

φανερό πως δεν τον ικανοποιούσε. «Ήταν το παράθυρο της κουζίνας ανοιχτό;»

ρώτησε ύστερα από πεντάλεπτο γύρο στο σπίτι και τον κήπο. Ναι… «Σωστά, σωστά

υποθέτετε», μου είπε με μια υποψία ενθουσιασμού, «μπήκε από το παράθυρο και

βγήκε από την πόρτα». Ύστερα, άνοιξε τη μαύρη τσάντα του, ζήτησε ένα μπολ,

έριξε μέσα μια μαύρη σκόνη κι άρχισε να περνάει κάσες, παράθυρα και πόρτες μ’

ένα βουρτσάκι που βουτούσε στη σκόνη.

«Φέτος στα νησιά είχαμε μέσα σ’ ένα μήνα τόσες καταγγελίες κλοπών όσες έχουμε

συνήθως σ’ ένα χρόνο», είπε κι έκανε την πρώτη ερώτηση: «Γίνονται και στην

Ελλάδα τέτοια;». Είχε άπειρες απορίες. Πόσα λεφτά παίρνουν οι Έλληνες

αστυνομικοί (εκείνος με δώδεκα χρόνια υπηρεσίας παίρνει ένα δισεκατομμύριο

λίρες, κάπου εξακόσια ευρώ, «λίγα, ε; η Ελλάδα, όμως είναι μέλος της

Ευρωπαϊκής Ένωσης»), ποιο είναι το κατά κεφαλήν εισόδημα, πόσο πληθυσμό έχει η

Ελλάδα, τι σκέφτονται οι Έλληνες για τους Τούρκους, με ποια τουρκική μοιάζει η

εφημερίδα που γράφετε, ζητούσε να μάθει. «Κι έχει σ’ εσάς η Αστυνομία

συνδικαλιστικό όργανο; Θα έρθει κι εδώ η δημοκρατία – η Ελλάδα είναι μέλος της

Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Το χαμόγελο. Είχε ρίξει πια μαύρη σκόνη παντού. «Θα γράψετε για το

συμβάν στην εφημερίδα σας;». «Μπορεί. Ναι, θα το γράψω». Βρήκε «ύποπτα» δύο

καθαρά δακτυλικά αποτυπώματα, τα πήρε πιέζοντας πάνω τους ένα διαφανές

αυτοκόλλητο. «Δεν θα μας ξεφύγουν για πολύ οι κακοποιοί», μας βεβαίωσε. «Δεν

θα αργήσετε να πάρετε τα πράγματά σας πίσω». Κοντοστάθηκε. «Θα γράψετε για το

συμβάν, ποιος ξέρει τι θα σκεφτούν οι Έλληνες», μονολόγησε. «Μπορεί όμως και

να το ξανασκεφθείτε, αφού λέτε πως τα ίδια συμβαίνουν κι εκεί σ’ εσάς».

Χαμογέλασε. Το χαμόγελο δεν ανέβηκε στα μάτια του…