Σία Κυριακάκου, Δ. Ρότσιος, «Intron», ελληνική συμμετοχή στην 50η Biennale

της Βενετίας, με υπότιτλο «H δικτατορία του θεατή»

Στο κοινότοπο ερώτημα «πού πηγαίνει η σύγχρονη τέχνη;» δεν θα μπορούσα παρά να

απαντήσω εξίσου κοινότοπα: «όπου πηγαίνει ο κόσμος». Δεν χρειάζεται μεγάλη

προσπάθεια για ν’ αντιληφθεί κανείς ότι όποια απάντηση και να διαθέτει

εξαρτάται αποκλειστικά από το προνομιακό σημείο θέασης που διαλέγει κατά

περίπτωση.

Να γιατί λοιπόν ο υπότιτλος της φετινής 50ής Biennale «H δικτατορία του θεατή»

μοιάζει περισσότερο ερεθιστικός από τον κεντρικό πολυδιαφημισμένο τίτλο:

«Όνειρα και συγκρούσεις». Συνηγορώντας σε μια τέτοια υπόθεση ο ίδιος ο Φρόυντ

μάς προειδοποίησε κάποτε ότι τα όνειρα μπορεί να είναι βαρετά.

Είναι προφανές ότι ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής της Biennale, ο Francesco

Bonami, χρησιμοποίησε τα «όνειρα» προκειμένου να διαφοροποιηθεί από τον μεγάλο

αντίπαλο της ιταλικής διοργάνωσης, την 11η Documenta του Κάσελ, η οποία πέρυσι

επικεντρώθηκε στην εξαντλητική τεκμηρίωση των συγκρούσεων της

παγκοσμιοποίησης. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνει «H δικτατορία του θεατή»; Ο

ίδιος ο Bonami διαλέγει μια συμβολική εξήγηση: «Τελείωσε η αυτοαναφορική

δικτατορία του μοναδικού επιμελητή, όπως του Harald Szeeman, και συγχρόνως

έκλεισε ο κύκλος των κολοσσιαίων θεματικών εκθέσεων που ξεκίνησαν στη δεκαετία

του 1960».

Δεν είναι ωστόσο τυχαίο ότι ο Bonami αναφέρεται στον «θεατή» (και όχι, για

παράδειγμα, στον επισκέπτη) διατηρώντας ανέγγιχτο τον πυρήνα του μεγάλου

θεαματικού γεγονότος και ό,τι συνδέεται με αυτό. Παραφράζοντας τη λενινιστική

«Δικτατορία του προλεταριάτου», ο κομψός καλλιτεχνικός διευθυντής της Biennale

– ο οποίος δεν διαθέτει χαρίσματα κριτικού ή ιστορικού της τέχνης αλλά μάλλον

ευφυούς οργανωτή – χρησιμοποιεί τον όρο για να περιγράψει το νέο ιστορικό

πεπρωμένο του φιλοπερίεργου θεατή-τουρίστα των μεγάλων διοργανώσεων.

Αν θα θέλαμε όμως να είμαστε περισσότερο ακριβείς «δικτατορία του θεατή»

σημαίνει υπεροχή της ερμηνείας επί της δημιουργίας. Μιλώντας με σύγχρονους

όρους, μια τέτοια κατεύθυνση θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί

«μετα-εννοιακή», που θα πει ότι στο επίκεντρο βρίσκεται μια θεώρηση της

τέχνης, η οποία απαιτεί διανοητική διέγερση και επεξηγητικό λόγο. Αν ο

παντογνώστης επιμελητής αποσύρεται από την κυκλοφορία και οι καλλιτέχνες

γίνονται ολοένα πιο υποκειμενικοί, ο θεατής αντιμετωπίζει την πρόκληση να

γίνει ο ίδιος «δικτάτορας» του βλέμματος και του χρόνου του: δηλαδή να

ανασυντάξει πληροφορίες και εικόνες και να επανασυναρμολογήσει όσα στοιχεία

πρόλαβε να επιλέξει. Δεν πρέπει όμως να υποτιμάμε τον παράγοντα της κόπωσης

που συνεπάγεται η δαπάνη μιας τέτοιας εποπτείας: εξαντλημένος και αμήχανος ο

θεατής μερικές φορές αρχίζει να αντιδρά όπως το σκυλί του Παυλόφ.

Έχουμε άλλωστε να κάνουμε με μια αχανή έκθεση στην οποία συμμετέχουν 380

καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο, τους οποίους επέλεξαν οι 12 επιμελητές για τις

ισάριθμες ενότητες της κεντρικής έκθεσης, και άλλοι 170 στις 63 εθνικές

αντιπροσωπεύσεις. Συγκριτικά και μόνο υπενθυμίζω ότι οι καλλιτέχνες που

συμμετείχαν στη γερμανική Documenta μόλις ξεπερνούσαν τους 100. Αυτό το είδος

λοιπόν της «δικτατορίας του θεατή» που δοκιμάζει η 50ή Biennale περισσότερο

τείνει στον θρυμματισμό της ενιαίας εκθεσιακής συνείδησης και στην εξαφάνιση

της κεντρικής πυρηνικής ιδέας. Επικρατέστερος προσανατολισμός αποδεικνύεται εν

τέλει η αφθονία των διαθέσιμων χώρων και το γοητευτικό appeal μιας πόλης σαν

τη Βενετία που απολακτίζει καθετί σύγχρονο.

Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, ο Bonami αντελήφθη ένα πραγματικό γεγονός – τον

μαρασμό του πανίσχυρου επιμελητή – μεγιστοποιώντας την κύρια από τις

επιπτώσεις του: τον εκθεσιακό γιγαντισμό. Μέσα σ’ αυτό το διογκωμένο

αρχιπέλαγος υπάρχουν νησίδες και έργα που θα πρότεινα στον περιπλανώμενο θεατή

να αναζητήσει: τους Λατινοαμερικάνους καλλιτέχνες, τον Robert Smithson και τον

Ηιlio Oiticia στη «Δομή της επιβίωσης» του Carlos Basualdo, την ασιατική «Ζώνη

έκτακτης ανάγκης» του Κορεάτη Hou Hanrou, τις «Σύγχρονες αραβικές

αναπαραστάσεις» της Chaterine David και προ πάντων τη συναρπαστική αναγωγή των

μικρών ουτοπικών σπαραγμάτων σε κοινωνικό καταλύτη στον «Σταθμό της ουτοπίας»

που έστησαν οι Μ. Nesbit, Η.U. Obrist και R. Tiravanija.

Το στοίχημα της ελληνικής συμμετοχής

Μου είναι δύσκολο να καταλάβω γιατί μερικοί ανακάλυψαν ακόμη μια φορά την

«επιστροφή στη ζωγραφική». Πιο σωστό θα ήταν να λέγαμε ότι μια νεώτερη γενιά

καλλιτεχνών επεκτείνει παντού την έννοια της οθόνης και διεκδικεί μια

διαφορετική αντίληψη του χώρου. Υπό αυτήν την έννοια, ιδεώδης «ζωγραφική» της

έκθεσης αποδεικνύεται η σχέση με την αρχιτεκτονική και την πόλη.

Είναι άραγε τυχαίο ότι μερικά από τα καλύτερα έργα ποντάρουν σε μια τέτοια

επαναδιαπραγμάτευση: Thomas Bayrle, Gabriel Orozco, Carsten Ηφler, Jennifer

Pastor, Rirkrit Tiravanija – για να μην αναφερθώ στη συμμετοχή καθαρόαιμων

αρχιτεκτόνων όπως ο Yona Friedman, ο Rem Koolhaas, o Arata Isozaki και ο

Stefano Boeri με τους Multiplicity.

Να γιατί αξίζει να επαινεθούν ανεπιφύλακτα τόσο η ελληνική συμμετοχή

(επίτροπος Μαρίνα Φωκίδη) όσο και η κυπριακή (επίτροπος Henry Meyric Hughes),

που κινήθηκαν σε μια παρόμοια κατεύθυνση, όπου το τελικό αποτέλεσμα αναδύεται

υπό μορφήν σχέσης με τον χώρο. Ο Δημήτρης Ρότσιος, συμβαδίζοντας με την τάση

της ρευστής αρχιτεκτονικής, δημιούργησε ένα ενεργό πτυχωτό δάπεδο πάνω στο

οποίο προβάλλονταν παραληρηματικά οι αφηγήσεις ονείρων που συνέλεξε η Σία

Κυριακάκου. Ο Νίκος Χαραλαμπίδης αξιοποίησε υποδειγματικά, στην πυκνή

εικονοποιία και στις συμβολικές αναφορές του, το υποβλητικό σκοτεινό φως των

διαμορφώσεων που έκανε ο Carlo Scarpa στη Fondazione Querini Stampalia.

INFO

12 Ιουλίου – 2 Νοεμβρίου, http: //www.labiennaledivenezia.net.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Τμήμα

Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.