Και λέω το Πάσχα μας, γιατί μιλάω για μια γιορτή με τη βούλα ελληνική, κομμένη

και ραμμένη στα μέτρα μας, με άρωμα ρίγανης του κοκορετσιού, άνηθου της

μαγειρίτσας και βιολέτας του Επιταφίου, όλα αυτά μαζί, αξεχώριστα ανακατωμένα,

όπως ήταν πάντα στα μέρη μας τα ζητήματα ψυχής και σώματος.

Πέρσι έκανα Πάσχα στην Αγγλία κι ούτε που το κατάλαβα. Η ειδοποιός διαφορά με

την καθημερινότητα ήταν κάτι λαγουδάκια στα παιδικά καταστήματα και κάτι

κρυμμένα αυγά στους (ωραιότατους, δεν λέω…) κήπους όπου υποτίθεται θα

έψαχναν τα πιτσιρίκια να τα βρουν. Κρύα πράματα, άνοστα. Κάθε λαός, βλέπεις,

τα φέρνει όλα στα μέτρα του και πολύ καλά κάνει.

Όλα τα λεφτά για τους Βορείους είναι τα Χριστούγεννα, γι’ αυτό και τα

γιορτάζουν επί τρεις μήνες με όλα τα φωτάκια τους αναμμένα. Γι’ αυτό και

αυτοκτονούν τα Χριστούγεννα, από τη μεγάλη προσδοκία. Το Πάσχα όμως παραμένει

απολύτως υποβαθμισμένο, ούτε οι έμποροι δεν μπορούν να το αξιοποιήσουν να

φανταστείτε. Ίσως γιατί η άνοιξη δεν περνάει από κείνα τα υγρά μέρη να φωτίσει

λιγάκι, ίσως γιατί το σώμα είναι πολύ θαμμένο κάτω από το βαρύ πανωφόρι του

προτεσταντισμού οπότε περισσεύει ο εορτασμός της ανάστασής του. Ίσως γιατί ο

ίδιος ο θάνατος θάβεται, λησμονιέται τεχνηέντως σ’ αυτή την κοινωνία. Ο νεκρός

εξαφανίζεται σε ένα ψυγείο, ξαναεμφανίζεται επτασφράγιστος εντός φερέτρου και

καίγεται ή θάβεται διακριτικά σαν να μην πέθανε (δηλαδή σαν να μην έζησε).

Απαγορευμένα τα δάκρυα, αδιάκριτα τα βογκητά, απρεπείς οι λυγμοί.

Όλα τελειώνουν με ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι με μεζεδάκια εις μνήμη του

τεθνεώτος. Σε μερικά από αυτά έχεις την αίσθηση ότι ο μεταστάς δεν μετέβη στην

κοιλάδα των δακρύων αλλά στο Ακαπούλκο, τόσο εκτός μόδας είναι η φανερή οδύνη

της απώλειας, η έκφρασή της. Η τρύπα της απώλειας μένει μέσα και μεγαλώνει

ύπουλα βεβαίως, σαν τις σφαίρες εκείνες που όσο βαθύτερα θάβονται τόσο

μεγαλύτερη τρύπα αφήνουν στο σώμα.

Στον Νότο της Ευρώπης τα πράγματα είναι πιο ανοιχτά και πιο ευφρόσυνα φυσικά,

αλλά πάλι αλλιώς. Δεν θα ξεχάσω, λόγου χάριν, μια Μεγάλη Παρασκευή στη

Μαδρίτη. Είχα ακουστά για την περίφημη πένθιμη procession, έμαθα και πότε

ακριβώς βγαίνει ο Επιτάφιος και στήθηκα σε στρατηγική θέση να παρακολουθήσω

την πορεία. Το θέαμα που παρήλασε από μπροστά μου ήταν τόσο βαθιά ισπανικό που

με άφησε με ανοιχτό το στόμα. Άρχισε αναμενόμενα: φοβερές και χιλιοστολισμένες

πομπές παπάδων με αστραφτερά άμφια να ακολουθούνται από πλήθος ανθρώπων. Μέχρι

εδώ όλα καλά και γνώριμα. Έλα όμως που μεγάλο κομμάτι του πλήθους ήταν κάτι

κυρίες πολύ σέξι, με τις ψηλοτάκουνες γόβες τους, τα στενά τους μίνι (μαύρα,

βεβαίως, εις ένδειξιν πένθους), τα τρομερά χτενίσματα και λοιπά. Κι αυτό

κανονικό, θα μου πείτε.

Οι Ισπανίδες δεν έχουν μόνο το όνομα αλλά και τη χάρη. Αυτές όμως είχαν

περασμένες στον κομψότατο αστράγαλο κάτι αλυσίδες με μπάλες τύπου φυλακισμένου

στο Σιγκ Σιγκ. Τρελάθηκα όπως καταλαβαίνετε. Ένας Ισπανός φίλος με καθησύχασε:

οι μπάλες ήταν πλαστικές, το ίδιο και το θεατρικό πένθος των κυριών, οι οποίες

απλούστατα διεκπεραίωναν ένα τάμα πολύ συνηθισμένο, λέει. Αναπαριστούσαν ή

μάλλον καλύτερα συμμετείχαν στο δράμα του Θεανθρώπου με την πλαστική μπάλα.

Αμέσως μετά έπαψα να αναρωτιέμαι από πού αντλεί ο Αλμοδόβαρ τις εμπνεύσεις του

(ταινίες όπου ο ήρωας ψάχνει τον χαμένο του πατέρα που αποδεικνύεται ότι ήταν

η φίλη του η τραβεστί και λοιπά).

Γι’ αυτό σπάνια ταξιδεύω τις μέρες του Πάσχα στο εξωτερικό. Γι’ αυτό συνήθως

το γιορτάζω στα Λεχώνια, στο Ανατολικό Πήλιο, σ’ ένα σπίτι αγαπημένο μέσα στις

πορτοκαλιές, στις λεμονιές και στην ανάσα της θάλασσας. Ξεχορταριάζω κλέβοντας

μεροκάματα από τους φουκαράδες τους Αλβανούς, κλαδεύω τριαντάφυλλα, παίζω με

αδερφές, ανίψια, φίλους και σκυλιά, τραγουδάω μαζί με τα παπαδάκια «Η ζωή εν

τάφω», μαυρίζω απ’ τον ήλιο και το κάρβουνο και το καλύτερο: μαζί με τον Φάνη

κάνουμε ένα άτεχνο αλλά νοστιμότατο κοκορέτσι που κάθε χρονιά βελτιώνεται –

ειδικά τώρα που είναι απαγορευμένο!

Η Λένα Διβάνη είναι συγγραφέας και αναπληρώτρια καθηγήτρια Νομικής.