Το Κυπριακό ήταν επίκεντρο και αιτία σφοδρής ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης στο

δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Μήπως, στον 21ο αιώνα, είναι δυνατό να

αποτελέσει τον παράγοντα εκείνο που θα οδηγήσει όχι μόνο στην εξομάλυνση και

φυσιολογικοποίηση των σχέσεων αλλά και σε μια νέα εποχή;

Η απάντηση είναι κατηγορηματικά θετική. Αν η λύση Ανάν γίνει, τελικά, αποδεκτή

με τις όποιες βελτιώσεις και η Κύπρος ενταχθεί επανενωμένη στην Ευρωπαϊκή

Ένωση θα δημιουργηθεί μια καλπάζουσα δυναμική στις σχέσεις Ελλάδας και

Τουρκίας. Τα υπόλοιπα εκκρεμή προβλήματα (υφαλοκρηπίδα, χωρικά ύδατα, εναέριος

χώρος κ.λπ.), των οποίων τη λύση επιτάσσουν – ούτως ή άλλως – και οι «ουρές»

της συμφωνίας του Ελσίνκι, θα μοιάζουν, πλέον, «παιχνιδάκια».

Συνολικά, δεν θα πρόκειται απλώς περί δυναμικής αλλά περί θετικής σπείρας. Η

λύση δεν θα τροφοδοτήσει μόνο τη ριζική βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων

αλλά η προώθηση και υλοποίησή της θα τροφοδοτηθεί απ’ αυτή τη βελτίωση. Οι δύο

κοινότητες δεν θα καλούνται να συμβιώσουν ενώ Ελλάδα και Τουρκία θα βρίσκονται

σε αντιπαράθεση αλλά σε μια φάση κατά την οποία θα επιλύουν και άλλα

προβλήματά τους. Η λύση δεν θα προωθείται σε «συνθήκες εργαστηρίου» ενός

απομονωμένου νησιού αλλά στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ό,τι αυτό

σημαίνει τόσο από την πλευρά της «υλικής βάσης», η οποία θα τη στηρίζει, όσο

και απ’ αυτήν των θεσμικών διαδικασιών, εντός των οποίων θα σφυρηλατηθούν

περαιτέρω τα συμβιωτικά της στοιχεία. Τέλος, η λύση θα υλοποιείται καθ’ ο

διάστημα θα εξελίσσεται η σχέση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα

που σημαίνει ότι και αυτή θα έχει να κερδίσει από την ομαλή συμβίωση των δύο

κοινοτήτων στην Κύπρο αλλά και αυτές θα ευνοούνται από την πρόοδο του

εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας.

Τα προηγούμενα καταδεικνύουν την απόλυτη ορθότητα της διατύπωσης «ιστορική

ευκαιρία» για το Σχέδιο Λύσης του Κόφι Ανάν. Δεν σημαίνει αυτό πως είναι

τέλειο. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό όταν πρόκειται για μια πληγή

που έχει «κακοφορμίσει» και στην οποία απαιτούνται χιλιάδες περίτεχνοι

συμβιβασμοί;

Ακριβώς γι’ αυτό, όμως, το σχέδιο πρέπει να αντιμετωπισθεί με μια

διαπραγματευτική τακτική που να εισηγείται μεν βελτιώσεις αλλά με φειδώ και με

περιεχόμενο τέτοιο, ώστε να μην καταστρέφονται οι λεπτές ισορροπίες που έχουν

επιτευχθεί. Ακριβώς γι’ αυτό δεν χωρούν μεμψιμοιρίες, π.χ. περί ασφυκτικών

χρονοδιαγραμμάτων, αφού για ένα θέμα που είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης επί

28 χρόνια, δεν χρειάζονταν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια, με τίμημα, μάλιστα, την

απώλεια του momentum. Ακριβώς γι’ αυτό δεν χωρούν μεμψιμοιρίες ούτε επί της

ουσίας. Για παράδειγμα, οι έντονες κριτικές περί δυσλειτουργικότητας των

προτεινόμενων θεσμών μπορεί, ίσως, να έχουν διαπραγματευτική χρησιμότητα αλλά

δεν πρέπει να αγγίζουν τα όρια της άρρητης αμφισβήτησης της ομοσπονδιακής

λύσης, η οποία συνεπάγεται αρκετές απ’ αυτές τις περιπλοκότητες και άρα

δυσλειτουργικότητες.

Τέλος, ακριβώς γι’ αυτό η υποστήριξη στη λύση Ανάν διά της «εις άτοπον

απαγωγής» και ως αναγκαστικής επιλογής, αφού διαφορετικά θα επέλθει και η de

jure διχοτόμηση, πρέπει να χρησιμοποιείται ως τελευταίο και επικουρικό και όχι

ως το πρώτο επιχείρημα. Η υποστήριξη στην ομοσπονδιακή λύση, την οποία

υπηρετεί η λύση Ανάν, πρέπει να δίνεται ως θετική εθνική-πολιτική-πολιτισμική

επιλογή αλλά και ως άρρητη αυτοκριτική – από το ’77 μάλιστα – για τις

ελληνικές και ελληνοκυπριακές ευθύνες για όσα συνέβησαν προ του ’74.

Αντίστοιχα, όσον αφορά την τουρκοκυπριακή πλευρά για όσα συνέβησαν μετά το

’74.

Δεν αναφερόμαστε με τα προηγούμενα σ’ εκείνους τους – τελικά – περιθωριακούς

με τις ενωσιακές ονειρώξεις, οι οποίες δύσκολα υποκρύπτονται πίσω από

εθνοπρεπείς ρητορείες-ανοησίες.

Το ευτύχημα είναι ότι η ανοησία παραμένει, προς το παρόν, περιθωριακή. Και σε

κάθε περίπτωση θα σαρωθεί αν – και μέσω της τελικής εξέλιξης για τη λύση Ανάν

– οι δύο κοινότητες απαντήσουν θετικά στο μείζον και πρωταρχικό ερώτημα που

είναι αν θέλουν να συμβιώσουν. Η θετική απάντηση που αναπόδραστα σημαίνει και

κριτική επανεκτίμηση της ιστορικής τους πορείας, είναι η βασική προϋπόθεση για

να ‘ρθουν καλύτερες μέρες στην Κύπρο αλλά και στην περιοχή.

Ο Θανάσης Γεωργακόπουλος είναι δημοσιογράφος και μέλος της Γραμματείας

της Α.Ε.Κ. της Αριστεράς.