Μια πορτοκαλάδα με περίεργη γεύση, που του προσέφεραν οι άνδρες της

Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, σε συνδυασμό με τις απειλές και τους συνεχείς

ξυλοδαρμούς, έκαναν τον Βασίλη Τζωρτζάτο να ομολογήσει τη συμμετοχή του σε 24

ενέργειες της 17 Νοέμβρη, όπως ισχυρίζεται τώρα ο ίδιος.

Στη συμπληρωματική του απολογία, με την οποία ανασκευάζει το περιεχόμενο της

αρχικής, ο «Σταμάτης» της 17 Νοέμβρη ομολογεί ότι μόνο βοηθητικό ρόλο

διαδραμάτιζε στην οργάνωση, όπως άλλωστε έχουν κάνει και όσοι από τους

συγκατηγορουμένους του αναιρούν τις πρώτες τους ομολογίες.

Ο Βασίλης Τζωρτζάτος αποδέχεται τη συμμετοχή του μόνο σε 2-3 κλοπές

αυτοκινήτων και 3-4 κλοπές πινακίδων από άλλα αυτοκίνητα. Από τα πρόσωπα της

οργάνωσης ισχυρίζεται ότι γνώριζε μόνο τον Δημήτρη Κουφοντίνα και τον Σάββα

Ξηρό, με τους οποίους τον είχε φέρει σε επαφή το 1985-1986 ο Χριστόδουλος

Ξηρός.

Στην αρχική του ομολογία ο Τζωρτζάτος δεν είχε περιγράψει μόνο τη δική του

συμμετοχή σε τρομοκρατικές ενέργειες, αλλά είχε αναφερθεί με λεπτομέρειες στον

ρόλο που έπαιξαν σε αυτές όλα τα μέλη της οργάνωσης. Μάλιστα είχε αναγνωρίσει

και τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο στο πρόσωπο του «Λάμπρου», όπως εκείνος γνώριζε

τον αρχηγό.

Η απολογία

Το μεγαλύτερο μέρος της συμπληρωματικής του απολογίας καταλαμβάνει η περιγραφή

των βασανισμών που ισχυρίζεται ότι υπέστη στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία και

πολύ λιγότερο η αναφορά στη συμμετοχή του στη 17 Νοέμβρη.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα της συμπληρωματικής απολογίας του Βασ. Τζωρτζάτου

έχουν ως εξής:

«Μόλις φτάσαμε στην Ασφάλεια, με πήγαν στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Και

έκτοτε δεν ξαναείδα τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Τους ζήτησα δικηγόρο και

μου είπαν: «Αυτά που ξέρεις να τα ξεχάσεις. Ο αντιτρομοκρατικός νόμος έχει

αλλάξει». Με έβαλαν σε γραφείο, με έγδυσαν και με διακωμωδούσαν. Με

εξευτέλιζαν και με γρονθοκοπούσαν.

Μετά από ώρα ντύθηκα και με πήγαν σε άλλο γραφείο με άλλους υπαλλήλους της

Ασφάλειας. Με κέρασαν πορτοκαλάδα και μου έδωσαν να πιω νερό. Ζήτησα και πάλι

τον δικηγόρο μου. Άρχισαν πάλι να με απειλούν με απαγωγή και βιασμό. Μου

έλεγαν ότι και να βγω έξω με περιμένει η CIA και μου είπαν να θυμάμαι τι

έπαθαν ο Χριστόφορος Μαρίνος και ο Σορίν Ματέι. Ήπια πάλι νερό και

πορτοκαλάδα, η οποία είχε περίεργη γεύση. Κάποια στιγμή δεν άντεξα άλλο και

τους είπα ότι είχα σχέση με τη 17 Νοέμβρη, πριν από δώδεκα χρόνια. Ότι είχα

βοηθητικό και περιφερειακό ρόλο.

Μου λέγανε θα σε σκίσουμε αν δεν γράψεις αυτά που θα σου πούμε. Κοιμόμουν σε

ένα τραπέζι και με ξύπναγαν, ένιωθα εξαρτημένος και είχα αρχίσει να βλέπω με

συμπάθεια τους βασανιστές μου. Οι απειλές συνεχίστηκαν και κάποια στιγμή μου

έφεραν και υπέγραψα κάτι χαρτιά.

Με απειλούσαν να μην πάρω τίποτα πίσω από αυτά που υπέγραψα και μου

υπενθύμισαν πάλι τον Χριστόφορο Μαρίνο. Το πρωί με έκλεισαν σε ένα κελί 1 επί

2, με κτυπούσαν και με απειλούσαν ότι δεν θα ξαναδώ την οικογένειά μου αν πάρω

τίποτα πίσω και ότι αν κρατήσω αυτή τη στάση σε 3 με 4 χρόνια θα είμαι έξω.

«Καταναγκασμός»

Όλους όσους ψευδώς κατονόμασα, χωρίς τη θέλησή μου, και όσα ψευδή ομολόγησα

ήταν καταναγκασμός υπογραφών και μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας, εκβιασμών και

απειλών. Δεν έχω καμία σχέση με τις ενέργειες που μου αποδίδονται.

Ο ρόλος μου ήταν βοηθητικός και μάλιστα ενεργούσα μόνος μου, γιατί ο

Κουφοντίνας και ο Σάββας Ξηρός μού είχαν προτείνει να χρησιμοποιώ όπλα για τις

κλοπές των αυτοκινήτων και εγώ αρνήθηκα.

Όλα αυτά δεν τα είπα νωρίτερα επισήμως, αλλά περίμενα να εμφανιστώ ενώπιόν σας

(σ.σ.: ενώπιον των εφετών – ανακριτών). Δεν γνωρίζω ποιος ήταν ο συντάκτης των

προκηρύξεων, ούτε για τα κρησφύγετα της 17Ν γνώριζα. Το 1992, επειδή είχα

καταλάβει ότι αυτή η διαδικασία δεν προσέφερε τίποτα στην κοινωνία, έφτιαξα

οικογένεια και αποχώρησα».