Τη μαντίλα ανέδειξε η τουρκική προεκλογική περίοδος σε μείζον πολιτικό

ζήτημα, αποδεικνύοντας πως οι απαγορεύσεις στις επιθυμίες και τις ανάγκες της

ανθρώπινης ψυχής προκαλούν σύγχυση ως προς τα σύμβολα της ελευθερίας και της

δημοκρατίας

Η Καντριέ και η Χούλια είναι φοιτήτριες της Νομικής. Σπουδάζουν, διαβάζουν,

μιλούν για ελευθερία. Μια ελευθερία που μας φαίνεται παράξενη. Την ελευθερία

να κρύβουν το κεφάλι τους με μαντίλα. Μια θρησκευτική παράδοση, που οι νεαρές

Τουρκάλες θέλουν να συντηρήσουν με τον φανατισμό της πίστης τους,

αναδεικνύεται σε σύμβολο ελεύθερης ζωής. Η προεκλογική εκστρατεία των

τουρκικών πολιτικών κομμάτων την ανέδειξε σε μείζον πολιτικό ζήτημα.

Το ρεπορτάζ της Μαρίας Καρχιλάκη στους «Φακέλους» του Αλέξη Παπαχελά,

μας αποκαλύπτει μια πτυχή του σύγχρονου γειτονικού κράτους, που φαντάζει

αλλόκοτη για τις δικές μας συνήθειες και πεποιθήσεις.

«Η δημοκρατία μάς επιτρέπει να ζούμε ελεύθερα», λέει με ελπίδα η Καντριέ και

το νεανικό της βλέμμα φλογίζεται πάνω από τα ατσαλάκωτα μάγουλα. Είναι άραγε

μια ακόμη γυναίκα που μπερδεύει τη σκλαβιά μιας υποχρεωτικής παράδοσης με την

ελευθερία μιας ζωής χωρίς δεσμεύσεις, όπως την μάθαμε στη Δύση; Μπερδεύει την

παγιδευμένη στην «κουκούλα» γυναικεία της φύση και φιλαρέσκεια, με τη

δυνατότητα της γυναίκας να διαθέτει τον εαυτό της όπως εκείνη επιθυμεί, με τα

μαλλιά λυτά στους ώμους, κοντοκουρεμένα, οτιδήποτε εκτός από παγιδευμένα κάτω

από ομοιόμορφα τσαντόρ; Είναι αλήθεια έτσι;

Οι εικόνες μας ξενίζουν. Είναι εύκολο να χαρακτηρίσουμε τη στάση των κοριτσιών

αναχρονιστική.

Πώς να χαρακτηρίσουμε, όμως, εκείνη του παπα-Τσάκαλου, στη χθεσινή εκπομπή του

Γιάννη Λοβέρδου (ΝΕΤ) που κλήθηκε να πει τη γνώμη του για το θέμα της νόμιμης

συμβίωσης ομοφυλοφίλων, η οποία θα επιτρέψει τουλάχιστον να απολαμβάνουν οι

σύντροφοι τα βασικά νομικά προνόμια μιας επίσημης σχέσης και εκείνος προτίμησε

να ουρλιάζει «ε, δεν θα επιτρέψουμε και τον γάμο στους Ντιντήδες»!

Με ψυχραιμία ο κ. Βαλιανάτος απέναντί του προσπαθούσε να εξηγήσει ότι,

από τη στιγμή που υπάρχουν αυτές οι σχέσεις, θα έπρεπε να αναγνωρίζονται

τουλάχιστον από τους νόμους ενός δημοκρατικού κράτους. Οι ερωτικές προτιμήσεις

δεν μπορεί να αποτελούν κριτήριο για το αν κάποιος θα απολαμβάνει τα πλήρη

δικαιώματά του ως πολίτης ή όχι.

Μπορεί οι δύο περιπτώσεις, η μαντίλα της ισλαμικής παράδοσης και η νομική

αναγνώριση της συμβίωσης των ομοφυλοφίλων, να μοιάζουν διαφορετικές, ωστόσο η

θρησκευτική επιχειρηματολογία υπέρ της μίας και εναντίον της άλλης αναδεικνύει

το βαθύ πολιτικό ζήτημα κοινωνιών που δεσμεύονται από παραδόσεις, οι οποίες

θέτουν φραγμούς στα δικαιώματα των πολιτών τους.

Για μας η μαντίλα είναι σύμβολο της γυναικείας καταπίεσης, της υποταγής στην

εξουσία του άντρα, που τη δική του γυναίκα την θέλει αθέατη από τους άλλους,

να ‘χει μόνον αυτός το δικαίωμα της θέασης των θηλυκών χαρακτηριστικών της.

Τόση είναι η εμμονή ορισμένων κοριτσιών στην απέναντι του Αιγαίου όχθη

στο σύμβολο-μαντίλα, που την σκεπάζουν με περούκα. Ο φακός των «Φακέλων» μας

δείχνει σκηνές που μοιάζουν με κωμωδία. Μια νεαρή έχει σκεπάσει τα μαλλιά της

με σφιχτοδεμένη μαντίλα και επάνω από αυτή φοράει μια περούκα. Με συνθετική

τρίχα φυσικά, γιατί το Ισλάμ απαγορεύει τη φυσική. «Η περούκα αυτή ζεσταίνει

πολύ το κεφάλι» μας εξηγεί ο κομμωτής που κάνει χρυσές δουλειές.

Οι απαγορεύσεις οδηγούν στην προσποίηση. Και αν αυτή είναι που τροφοδοτεί το

θέαμα με τις παραδοξότητές της, είναι η ίδια που παγιδεύει την ανθρώπινη ψυχή

στις ταπεινές επιλογές μιας μόνιμης υποκρισίας, αφυδατώνοντας τη συνείδηση.

Αυτός κι αν είναι ο τρόμος της δημοκρατίας.