«Το θέμα είναι η φόρμα να βρίσκεται λίγο πιο μπροστά από την εποχή της αλλά

να μη χάνει και το ανθρώπινο πρόσωπό της. Η εποχή έχει ανάγκη περισσότερο τη

συγκίνηση και την ευαισθησία από την πολλή εξυπνάδα και τη μεγάλη ιδέα και τη

δυνατή φόρμα», λέει ο Στάθης Λιβαθινός

Καλλιτέχνης με γνώσεις, με σπουδές άριστες, με γούστο, με πάθος. Προικισμένος

με το Τάλαντο. Δάσκαλος ταμένος, με μέθοδο αλλά και με τη δεξιοσύνη να την

εφαρμόσει, δύσκολος, απαιτητικός αλλά με μαθητές πιστούς, με νέους ηθοποιούς

να ομνύουν στις ικανότητές του. Σκηνοθέτης που σέβεται τον λόγο του συγγραφέα,

είναι σε θέση, όμως, και να τον φρεσκάρει, να τον κάνει σημερινό, άμεσο. Χωρίς

σκηνοθετισμούς αλλά με ευρήματα. Χωρίς εύκολους εξυπνακισμούς αλλά με σκέψη

και δουλειά σε βάθος. Ιδού ο Στάθης Λιβαθινός!

Εδώ και κάποια χρόνια μιλούσαν για έναν ανιψιό του Μάνου Κατράκη – ήταν

αδελφός της γιαγιάς του από τη μητέρα του -, ταλαντούχο ηθοποιό που σπούδαζε

στην Μόσχα. Γεννημένος το ’60 στην Αθήνα, με ρίζες στην Πόλη και στην Κρήτη,

είχε μεγαλώσει στα Εξάρχεια, είχε κάνει σπουδές ηθοποιού στη Σχολή Κατσέλη –

απόφοιτος του ’83 – και είχε συνεργαστεί, μαθητής ακόμα, με το Ελληνικό Λαϊκό

Θέατρο του θείου του Μάνου Κατράκη, στο Ηρώδειο, στη «Λειτουργία κάτω από την

Ακρόπολη» του Βρεττάκου και με το Έβδομο Θέατρο του Κοραή Δαμάτη.

Το ’84, με τα λίγα ρωσικά που διαθέτει, φεύγει για τη Μόσχα με

υποτροφία, για να συνεχίσει τις σπουδές του. Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της

Μόσχας – τότε Λουνατσάρσκι -, και στην πορεία ανακαλύπτει τη σκηνοθεσία που

τον γοητεύει. Αλλά, σε μια συναυλία στην Αίθουσα Τσαϊκόφσκι, ανακαλύπτει και

την πιανίστα Μάσα Αϊβαζόβα, που δίνει εκεί μια συναυλία, θα του τη γνωρίσουν

και θα γίνει η σύντροφός του στη ζωή – «ένας υπέροχος άνθρωπος» – και η μάνα

για τις δυο κόρες τους.

Τα έξι χρόνια στην Μόσχα θα τον σημαδέψουν. Η διπλωματική εργασία του – θα

πάρει διπλώματα και υποκριτικής και σκηνοθεσίας – θα είναι το ανέβασμα του

έργου του Στόπαρντ «Ο Ρόζενκραντς και ο Γκίλντεστερν είναι νεκροί» στο Θέατρο

Μαγιακόφσκι. Μεγάλη επιτυχία!

Καθόμαστε στο κυλικείο του Εθνικού. Ξυρισμένο κεφάλι, από πάνω περασμένο

κολλητά ένα μπλε σκουφάκι, γκριζαρισμένο, κοντοκουρεμένο μούσι, βλέμμα γαλανό,

τόνοι πάντα χαμηλοί, ευγενής…

Όταν γυρίσει στην Ελλάδα, ο Αντώνης Αντύπας θα του δώσει την πρώτη

ευκαιρία να παίξει – στο «Ρόσμερσχολμ» του Ίψεν. Θα κάνει λίγους ρόλους, που

«γράφουν» όμως. Ο Γιάννης Χουβαρδάς θα του δώσει την ευκαιρία να κάνει την

πρώτη του σκηνοθεσία στην Ελλάδα: «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη. Η

επιτυχημένη συνεργασία του με τον Δημήτρη Τάρλοου στον νεοπαγή Δόλιχο με «Το

κτήνος στο φεγγάρι» τον κάνει ευρύτερα γνωστό. Η συνέχεια είναι αλματώδης:

«Φρεναπάτη», «Οι ρομαντικοί» στην Πάτρα, «Η νοσταλγός», «Οικόπεδα με θέα»… –

παραστάσεις, οι περισσότερες, εξαιρετικές.

Ο Νίκος Κούρκουλος τού προτείνει να αναλάβει την Πειραματική Σκηνή του

Εθνικού. Η πρώτη του σκηνοθεσία εκεί – «Αγάπης αγώνας άγονος» του Σαίξπηρ –

είναι ένας θρίαμβος. Η καλύτερη παράσταση της περσινής χρονιάς, που

επαναλαμβάνεται και φέτος.

«Με το «Αγάπης αγώνας άγονος» ήθελα να συστηθούμε στο κοινό. Ένιωθα ότι ήταν

το κατάλληλο έργο για τη συγκεκριμένη ομάδα. Το έργο που θα μας ένωνε για την

καινούργια στιγμή και με έναν καινούργιο για μας χώρο. Πόσο μάλλον που θα

χρειαστεί να ζήσουμε με «νηστεία τρία χρόνια», που λέει και το έργο, και να

αφιερωθούμε στην τέχνη χωρίς να «ακούμε» τη ζωή – κάτι πολύ επικίνδυνο.

Υπήρχαν στο έργο πολλές αναλογίες με τις οποίες ήθελα να γελάσουμε αλλά και να

συγκινηθούμε».

«Η μεγαλύτερη τύχη είναι να περιστοιχίζεται από ανθρώπους που

θαυμάζεις», λέει για τους ώς τώρα συνεργάτες και τους ηθοποιούς του. «Σου

δίνει χαρά και περηφάνια». Δεν ξεχνάει να μιλήσει και για τον Νίκο Κούρκουλο,

πόσο ανοιχτός είναι σε προτάσεις.

Παράλληλα, έχει ιδρύσει στο Εθνικό το Εργαστήριο Υποκριτικής και Σκηνοθεσίας,

με την πρόθεση «να εξελιχθεί σε μια Ακαδημία που να μην είναι μόνο κέντρο

μετεκπαίδευσης ηθοποιών και εκπαίδευσης σκηνοθετών αλλά να βγάζει και

κατευθείαν ηθοποιούς, που να μεταφέρουν από την αρχή το στίγμα της». Κίνηση

ιδιαίτερα σημαντική σε μια χώρα που δεν διαθέτει σχολή σκηνοθεσίας θεάτρου.

Αυτή τη στιγμή ο σκηνοθέτης ετοιμάζει με την ομάδα της Πειραματικής και

με τη συνεργασία του ποιητή και σπάνιου μεταφραστή Στρατή Πασχάλη την

καινούργια του παράσταση. Πάνω στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα. «Έχουμε

συγκεντρώσει δυο χιλιάδες ποιήματα και επιλέγουμε. Η παράσταση θέλουμε να

είναι μια κρυφή συνομιλία του ελληνικού 20ού αιώνα με την ελληνική ποίηση. Να

ανακαλύψουμε πόσο θέατρο κρύβεται μέσα σ’ αυτήν και πόσα άντλησε απ’ αυτήν το

θέατρο. Τι θα βγει; Φαντάζομαι κάτι που θα φανερώνει με διαφορετικούς τρόπους

αυτό που δεν τελειώνει. «Αυτό που δεν τελειώνει» θα είναι και ο τίτλος της

παράστασης».

Η μεγάλη του είδηση: από τον Ιανουάριο αρχίζει την οκτάμηνη ετοιμασία της

«Μήδειας» του Ευριπίδη, που προορίζεται για την Επίδαυρο, σε καινούργια

μετάφραση του Στρατή Πασχάλη και με την Ταμίλα Κουλίεβα στον επώνυμο ρόλο.

«Νηστεία τρία χρόνια»

Αντέχουν, όμως, πια οι ηθοποιοί του 2002 στη «νηστεία τρία χρόνια» που τους

ζητάτε και στην εξοντωτική δουλειά και στις συνθήκες, τις ανάλογες με εκείνες

που ζητούσε ένας Κάρολος Κουν, σαράντα και πενήντα χρόνια πριν;

«Νομίζω ότι ορισμένα πράγματα για τη ζωή στο θέατρο δεν έχουν αλλάξει. Το

να αφιερωθεί ο ηθοποιός έχει να κάνει με τη νοητή «κόκκινη γραμμή» που χωρίζει

τα επαγγέλματα από το θέατρο. Το οποίο δεν είναι χώρος απλώς επίδειξης

ταλέντου αλλά και ανάγκης, βαθύτερης αφιέρωσης – ένας χώρος αυτοθυσίας. Η

πολλή δουλειά δεν είναι αυτοσκοπός αλλά ένα μέσον για να ξεπεράσει κανείς όσα

κουβαλάει από την καθημερινότητα και να δει το πρόσωπό του.

Αυτό, βέβαια, πρέπει να το φροντίζει η σχολή αντί να δημιουργεί ανέργους.

Να προετοιμάζει τους ηθοποιούς για ένα παιχνίδι πολύ σοβαρό, πολύ μακρύ σε

διάρκεια, πολύ επικίνδυνο αλλά και πολύ γοητευτικό. Στο οποίο θα χρειαστεί να

κάνουν τεράστιες θυσίες. Τουλάχιστον, αυτό είναι το θέατρο που με ενδιαφέρει

εμένα. Με ακολουθούν όσοι μπορούν. Φυσικά χρειάζεται χρόνος, επιμονή και

τεράστια υπομονή».