Χρωστώ πάντα – και δεν το ξεχνώ – σε αυτούς που με μπόλιασαν και με σφράγισαν

για να περπατήσω στη ζωή στέρεα και να μη φοβάμαι την ώρα που θα κάνω τον

τελευταίο λογαριασμό μαζί της. Χρωστώ στους γονιούς μου και στους δασκάλους

μου. Όπως πολλοί στους δικούς τους. Και το νιώθω πολύ περισσότερο, από την

ανάγκη να τους κρατώ ζωντανούς, παρόντες, όταν φεύγουν.

Τις προάλλες έφυγε, πλήρης ημερών, η μία, η μοναδική δασκάλα γενιών και γενιών

– έτσι είναι – στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων. Η Κοραλία Κροκοδείλου. Η

Κοράλι, όπως την λέγαμε χαϊδευτικά οι χιλιάδες που περάσαμε από τα δυνατά

χέρια της. Η Κροξ, όπως την έλεγαν κάποιες τάχατες θυμωμένα, όταν έδειχνε πως

δεν χάριζε κάστανα σε κανέναν. Μα στον πρώτο που δεν χάριζε ήταν ο εαυτός της.

Τον αφιέρωσε, από τα πρώτα βήματα του Σχολείου στην Ελλάδα – γιατί ήρθε από τη

Σμύρνη -, νεαρή κοπέλα τότε.

Ήταν αυτό που λέμε «το σπάνιο λουλούδι», η Κοραλία. Πενήντα χρόνια στο

Κολλέγιο, απουσίασε όλες κι όλες τρεις φορές. Ποτισμένη ώς το μεδούλι με το

πάθος της Παιδείας, που δεν σημαίνει μόνον καλά γράμματα για τα παιδιά, αλλά

συνάμα – μπορεί και κυρίως – διδαχή ήθους και συνέπειας και ευθύνης. Βαθιά

δημοκρατικός άνθρωπος, ταμένος να μάχεται για να φτιάχνει ενεργούς πολίτες, με

κρίση και ευαισθησία, τραβούσε γερά, σαν ισόβια διευθύντρια σπουδών, τη

σχολική κοινωνία πολύ πέρα από τον τύπο των σχολικών προγραμμάτων, μας άνοιγε

δρόμους γνώσης και αυτογνωσίας. Τότε ίσως ήμασταν μικρές για να καταλάβουμε

πως στην ουσία μας προίκιζε. Αυτή, οι δύο Μαρίες, η Έλλη, η Εύα, η συντροφιά

των εκλεκτών φίλων της, ο Μανώλης, ο Μίνως, ο Κώστας – τώρα τους λέω με τα

μικρά τους ονόματα, μεγάλωσα, δεν θα μου θυμώσουν.

Δεν ήμουν στο κατευόδιο της Κοράλι. Έλειπα. Με έλεγε «το παιδί από την Αιδηψό»

στο σχολείο – δεν ήμασταν και πολλές από την επαρχία. Καθώς τα χρόνια

περνούσαν, ανταλλάσσαμε τηλεφωνήματα, βλεπόμασταν πού και πού, θυμόταν πάντα

το όνομά μου, όπως θυμόταν χιλιάδες ονόματα μαθητριών της. Υπερβολή; Αλλά η

Κοραλία ήταν σε όλα της «πολύ», απίστευτα «πολύ». Από αυτό το «πολύ» έδωσε σε

όλες μας. Και το κρατάμε με σεβασμό και τιμή.