Εντάξει, ο περί ου ο λόγος ίσως να το παρακάνει. Είναι επίσης βλακεία να

αλλάζεις εκδότη αφού και τον έλεγχο των παλιότερων βιβλίων σου χάνεις και

κυρίως γιατί σπανίως σου φταίει ο εκδότης που οι αναγνώστες αρνούνται να σε

αγοράσουν – στην Ελλάδα τουλάχιστον που ακόμα τα περισσότερα βιβλιοπωλεία δεν

ελέγχονται πλήρως από τους εκδοτικούς κολοσσούς εξορίζοντας τους μικρούς. Αυτό

που με εντυπωσίασε ήταν η ανενδοίαστη απαξία που χρωμάτιζε τα σχόλια. Φαίνεται

ότι o συγγραφέας που επιθυμεί να ζήσει (ή να βγάλει χρήματα) από τη δουλειά

του ήταν και παραμένει ένα οξύμωρο στην ελληνική κοινωνία.

Θυμόσαστε τις ελληνικές ταινίες: Ο ποιητής, φοράει πατομπούκαλα, φουλάρι και

γράφει στίχους του τύπου «κύλαγε κύλαγε το ποταμάκι». Αυτό όμως που δικαίωνε

την καλλιτεχνική του φύση ήταν το γεγονός ότι παρέμενε άφραγκος και ως εκ

τούτου τρακαδόρος. Ζούσε από τη συμπόνια του καπιταλιστή της ταινίας – ένα

κατάλοιπο ίσως της εποχής των αυλικών καλλιτεχνών ή ένας προάγγελος της

αυριανής εποχής του sponsoring. Λεφτά δικά του πάντως απαγορευόταν να έχει.

Πόσο μάλλον να διεκδικήσει – ακόμα και σήμερα. Όσοι συνάδελφοι είναι

απαιτητικοί στις οικονομικές διαπραγματεύσεις βγάζουν αμέσως τη φήμη του

αδίστακτου ή του φραγκοφονιά.

Ο Τύπος και το σινάφι έφτασαν να σχολιάσουν δυσμενώς μια χαμηλόφωνη και

εκλεκτή κυρία της ποίησης απλώς και μόνο επειδή άλλαξε εκδοτικό οίκο, σαν να

μην ήταν αναφαίρετο δικαίωμά της αυτό. Σε τέτοιες αλλαγές σέρνεται μια βαριά

μυρωδιά οικονομικής συναλλαγής που ακολουθεί τον συγγραφέα παντού. Πολύ

ενδεικτικά ο Τύπος και οι παροικούντες την εκδοτική Ιερουσαλήμ τις ονομάζουν

«μεταγραφές» – και δεν πρόκειται για γλωσσική αφέλεια… Κανένας φυσικά δεν

φαίνεται να αγανακτεί ακούγοντας τα αμύθητα ποσά που διεκδικούν και παίρνουν

τα χρυσά πόδια των γκολτζήδων ή οι καλλονές των πρωινάδικων στις πραγματικές

μεταγραφές.

Τηλεόραση και γήπεδα θεωρούνται προφανώς χώροι εκμαυλισμού και το

κυνήγι του χρήματος αυτονόητο. Τα πόδια ή το στήθος είναι εγγύτερα στο

στομάχι. Η ψυχή όμως κείται μακράν και πέραν αυτών και ο συγγραφέας, ως

γνωστόν, γράφει για την ψυχή του. Ή, όπως λέει κι ένας φίλος ζωγράφος, «για

τον μοδάτο καναπέ τα δίνουν όσο όσο, για τον πίνακα βογκάνε. Με πληρώνουν σαν

να μου κάνουν μεγάλη χάρη. Με ρωτάνε συνέχεια ποιο είναι το κόστος (!)».

Εις επίρρωσιν της επιμονής αυτού του φαινομένου σάς θυμίζω τι σάλος έγινε στη

Μεγάλη Βρετανία, μια αγορά πολύ εξαμερικανισμένη σε σύγκριση με τη δική μας,

το 1995, που ο διαβόητος Martin Amis κατόρθωσε να πουλήσει την «Πληροφορία»

του έναντι 500.000 λιρών, ποσόν πρωτοφανές και πρωτάκουστο μέχρι τότε. Ο Τύπος

τον περιέλαβε, ζηλόφθονοι συνάδελφοι μετρούσαν τα αντίτυπα ελπίζοντας να

αποδειχτεί φούσκα το βιβλίο, η τέως σύζυγός του έκανε πικρόχολα σχόλια περί

της μεγαλομανίας του. Από τότε βέβαια πολύ νερό έχει χυθεί στο αυλάκι. Μέσα σε

εφτά χρόνια η κίνηση του Amis θεωρείται πλέον αυτονόητη και από πολύ πιο

χαμηλού προφίλ συγγραφείς όπως ο G. Swift που προσφάτως έβγαλε σε δημοπρασία

το νέο του μυθιστόρημα μαζί με τα παλιά.

Το κλίμα αλλάζει υπόγεια και στην Ελλάδα. Τα τελευταία δέκα χρόνια

έχουμε πια αρκετούς επαγγελματίες συγγραφείς, ανθρώπους δηλαδή που προσπαθούν

να ζήσουν γράφοντας και μόνο. Αυτό είναι ηρωισμός σε μια πιάτσα όπου κανένα

σχεδόν περιοδικό ή εφημερίδα ή σχολείο ή οτιδήποτε δεν θεωρεί αυτονόητο ότι θα

πληρώσει τον συγγραφέα για το άρθρο, τη διάλεξη κ.λπ. Εγώ η ίδια έμεινα

εμβρόντητη όταν η διεύθυνση του γερμανικού «λογοτεχνικού σπιτιού» που

παρουσίασε στο Βερολίνο και το Μόναχο τα βιβλία μου επέμενε να με πληρώσει γι’

αυτό – τη στιγμή που μια φωνή μέσα μου μού εύρισκε φυσιολογικότερο να τους

πληρώσω εγώ. Βέβαια όσο κι αν εκσυγχρονιζόμαστε στην πατρίδα, θα αργήσουμε

πολύ νομίζω να δούμε φαινόμενα τύπου Zadie Smith, της προικισμένης πιτσιρίκας,

που απέσπασε 250.000 λίρες προκαταβολή δείχνοντας στους εκδότες μόνο 100

σελίδες απ’ το πρώτο της μυθιστόρημα!

Η Smith τα έβγαλε τα λεφτά της πουλώντας τελικά 1 εκατομμύριο αντίτυπα του

White teeth («Λευκό χαμόγελο σε άσπρο φόντο», όπως μεταφράστηκε κακόγουστα στα

ελληνικά). Το ίδιο επιθυμώ και δι’ Υμάς που το επιθυμείτε αργυρώνητοι

συνάδελφοι (και ασφαλώς ουχί δι’ εμέ που ως γνωστόν είμαι καλλιτεχνική ψυχή

και επιβιώνω ως πετεινόν του ουρανού).