Το θυμάμαι σαν τώρα. «Βασίλη, ο Γιουκσέλ κι εγώ θα ‘ρθούμε να μείνουμε τη

νύχτα μαζί σας», είχε πει στον πατέρα μου ο γείτονάς μας Χαϊρίμπεης, αρχές

Δεκέμβρη του 1967, σ’ άλλο ένα αποκορύφωμα της διένεξης για το Κυπριακό.

Υπήρχε φόβος παρεκτροπών. Η νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955 ήταν ακόμη

φρέσκια στις μνήμες.

Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ανάμεσα σε ερείπια καμένης εκκλησίας

Δεν είμαι βέβαιη, αλλά, δεν νομίζω πως ο πατέρας μου του είχε αποκαλύψει ότι

τα σεντούκια με τα πράγματά μας είχαν ήδη φορτωθεί στο τρένο για την Αθήνα κι

ότι εμείς, οι τέσσερις κόρες, η μαμά μου και η θεία μου θα τα ακολουθούσαμε σε

λίγες μέρες. Οι γονείς μου, γενικώς, δεν μας μιλούσαν για βιαιότητες. Δεν

ήθελαν να μας τρομάζουν. Στη Χάλκη, εξάλλου, μικρό μέρος, δεν είχαν σημειωθεί

ιδιαίτερα έκτροπα το ’55. Άγνωστοι είχαν ξυλοκοπήσει τον ηγούμενο της σκήτης

του Αγίου Σπυρίδωνα, μια πέτρα είχε σπάσει το ρολόι της εκκλησίας του Αγίου

Νικολάου…

Η βία όμως, έστω και έμμεση, σε σημαδεύει έτσι κι αλλιώς. Τον Ταϊφούν Μάτερ

τον γνώρισα το 1987, τη χρονιά που είχε βγει από τη φυλακή όπου τον είχε

κλείσει η χούντα του Εβρέν. Το 1955, μόλις είχε αρχίσει Δημοτικό. Άκουσα τα

δικά του «σημάδια» στην περιγραφή του:

«Τη νύχτα εκείνη της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου, ξύπνησα από τον κρότο τζαμιών

που έσπαγαν, μακρινούς αλαλαγμούς και τη μυρωδιά φωτιάς. Στο Μακροχώρι

(Μπακίρκιοϊ) μέναμε ανάκατα Τούρκοι, Ρωμιοί, Αρμένιοι κι Εβραίοι. Πήγα στο

παράθυρο. Ανάμεσα στους άντρες της γειτονιάς που φυλούσαν τον δρόμο ήταν κι ο

πατέρας μου με τη στολή του (ο αξιωματικός πατέρας του, Ρεσάτ Μάτερ, διετέλεσε

αρχηγός της Αεροπορίας μεταξύ 1968-1971).

Οι εικόνες. Το πρωί η μητέρα μου με πήρε μαζί της στον μπακάλη. Τα

σπίτια τα είχαν προφυλάξει οι κάτοικοι, στην αγορά όμως η κατάσταση ήταν

φρικιαστική. Όλες οι βιτρίνες ήταν σπασμένες, τα μαγαζιά λεηλατημένα. Μερικά

είχαν καεί. Μας είπαν να πάμε σπίτι, είχε κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος. Όταν

ξαναρχίσαμε να βγαίνουμε στον δρόμο για παιχνίδι, ύστερα από καιρό, ήμασταν

πια λιγότερα παιδιά…

Το ραδιόφωνο μετέδιδε συνέχεια ειδήσεις. Η γιαγιά μου πήγε τ’ απόγευμα

επίσκεψη στην κυρία Τασούλα, που έμενε δίπλα μας και γύρισε φέρνοντας το νέο

που μετέδιδε το αθηναϊκό ραδιόφωνο, «τη βόμβα στο σπίτι του Ατατούρκ στη

Θεσσαλονίκη, την είχαν τοποθετήσει Τούρκοι». Οι δικοί μου δεν το πίστεψαν.

Έπρεπε να περάσουν πέντε χρόνια για να το πιστέψουν. Η αλήθεια ξεσκεπάστηκε σε

μεγάλο βαθμό το 1961, στις δίκες των μελών του Δημοκρατικού Κόμματος στη

Γιασίαντα (την Πλάτη των Πριγκιποννήσων). Τα γεγονότα είχαν οργανωθεί εν

γνώσει του Προέδρου της Δημοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ, του πρωθυπουργού Αντνάν

Μεντερές και του υπουργού Εξωτερικών Φατίν Ζορλού.

Η χαλκευμένη είδηση της δήθεν καταστροφής του πατρικού σπιτιού του Ατατούρκ, η

δημοσίευσή της στην εφημερίδα «Εξπρές» του βουλευτή του Δημοκρατικού Κόμματος

Μιτχάτ Περίν, που είχε διανεμηθεί δωρεάν σε διακόσιες χιλιάδες αντίτυπα το

απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου… Τελικά, επιβλήθηκαν μικροποινές σε κάποιους

συλληφθέντες. Οι «ήρωές» μας, όμως, προόδευσαν. Ο «βομβιστής» φοιτητής Οκτάι

Ενγκίν έγινε νομάρχης. Οι αρμόδιοι του προξενείου της Θεσσαλονίκης ολοκλήρωσαν

τις καριέρες τους σε ανώτερες βαθμίδες του υπουργείου Εξωτερικών. Εκείνοι

προάχθηκαν, εγώ έχασα τους φίλους μου».

7 Σεπτεμβρίου 1955. Κατάστημα Ελλήνων κατεστραμμένο από τους βανδαλισμούς

Τα «γεγονότα της 6/7 Σεπτεμβρίου» έγιναν διαρκούσης της Τριμερούς Διάσκεψης

για το Κυπριακό στο Λονδίνο. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Άντονι Ήντεν «είχε

θεωρήσει σκόπιμη μια εκδήλωση της δύναμης των τουρκικών αισθημάτων», όπως

στοιχειοθετεί ο Χριστόφορος Χρηστίδης στο έξοχο βιβλίο «Τα Σεπτεμβριανά»

(Εκδόσεις Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2000). Η «έμπρακτη ενέργεια»

που ζητούσε ο Ζορλού με κρυπτογραφικό τηλεγράφημα στις 28 Αυγούστου 1955 από

το Λονδίνο ανταποκρινόταν στο πνεύμα του Ήντεν.

«Δεν είναι φρονιμότερο να συλλάβομε τολμηρώς τον ταύρο από τα κέρατα και να

προσπαθήσουμε να αποσαφηνίσουμε τις εκατέρωθεν επιδιώξεις για να καταλήξουμε

ει δυνατόν εις κάποια συμφωνία;» αναρωτιόταν ο συγγραφέας των «Σεπτεμβριανών»

σε υπόμνημα που είχε υποβάλει στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών στις 29

Μαρτίου του 1955.

Κανένας, όπως γνωρίζετε, δεν έπιασε τον ταύρο από τα κέρατα. Οι καιροί

άλλαξαν. Σήμερα, η ρωμαίικη μειονότητα δεν τελεί υπό ομηρεία. Υπάρχει όμως

ίσως σήμερα κάποια «μέριμνα» για τη μειονότητα; Ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί

κάτι τέτοιο, όταν, λόγου χάρη, το ελληνικό κράτος αποστέλλει εδώ ως

μετακλητούς δάσκαλους «καθηγητές αγγλικών» (ελληνικά χρειάζεται να μάθουν τα

παιδιά, όχι αγγλικά!) και κανένας, μα κανένας, δεν έχει σκεφτεί να κάνει μια

«δημογραφική έρευνα» για να δούμε πόσα είναι τα μέλη αυτής της μειονότητας –

χίλια, δύο χιλιάδες; -, τι κάνουν, τι θα έπρεπε να γίνει. Ο λόγος, δηλαδή,

είναι για μια «πολιτική», η απουσία της οποίας είναι το δικό μου «σημάδι».