Οκτώ δεκαετίες στην πλάτη ίσως φαντάζουν πολλές για κάθε άνθρωπο, πολύ

περισσότερο για έναν πολιτικό με πλούσια δράση. Όταν όμως πρόκειται για έναν

παλαίμαχο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου, τον Βάσο Λυσσαρίδη, ο

οποίος τόσες φορές βρέθηκε στο στόχαστρο ακόμα και πληρωμένων δολοφόνων ­ και

την εποχή του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου το ’74 ­, σε ξενίζει όταν τον

ακούς να λέει ότι αποσύρεται από την προεδρία του κόμματος που ίδρυσε.

Σοσιαλιστής και στη …σύνταξη, φαίνεται ακατανόητο. Πολύ περισσότερο όταν

μετά την αλλαγή του ονόματος του κόμματός του από ΕΔΕΚ (Εθνικοαπελευθερωτικό

Κίνημα) σε ΚΙΣΟΣ (Κίνημα Σοσιαλδημοκρατών) δεν λέει να το βάλει κάτω κι ας

αποσύρθηκε από την προεδρία του κόμματος. Ζητάει μάλιστα με επιμονή να

ξαναγυρίσει η παλιά ονομασία! Προέχει γι’ αυτόν ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας

­ σύγχρονος και σε σύγχρονες συνθήκες ­ μέχρι να δικαιωθεί η Κύπρος.

Πόσες και πόσες φορές ­ ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου ­ δεν είπαν ότι αν ο

Βάσος ήταν πολιτικός στην Ελλάδα, στη δεκαετία του ’50 και του ’60, θα είχε

μία διαφορετική, καλύτερη τύχη, και το κόμμα του δεν θα «καρφωνόταν» για

δεκαετίες εκεί κοντά στο 10%…

Ο γιατρός και στενός συνεργάτης του Μακαρίου, ο οποίος έβγαλε στις 15 Ιουλίου

του ’74 στους δρόμους της Κύπρου τις ένοπλες ομάδες του κόμματός του για να

αποτρέψει το πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακαρίου, προτίμησε εδώ και

λίγες μέρες να αποσυρθεί από τα ηγετικά κλιμάκια της πολιτικής ζωής της

Κύπρου. Και ανέβηκε στον Πενταδάκτυλο για να ξαποστάσει για λίγο.

Φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις κάνει τον απολογισμό του, «πού πήγαμε καλά

και πού στραβά στον αγώνα της Κύπρου». Και αναπολεί:

«Θυμάμαι τον Μακάριο να ραγίζει γιατί ράγισε η Κύπρος… Θυμάμαι τον Νέτο στο

σπίτι του στη Λουάντα. Τον Γκαμπράλ στο σπίτι μου να ονειρεύεται μία λεύτερη

Αφρική. Τον Μοντλάνε να δολοφονείται, έχοντας δίπλα του το κυπριακό

ψημολοφίτικο αυτόματο που του χάρισα. Τον Αραφάτ στην πρώτη μυστική μας

συνομιλία στη Βηρυτό. Τον Κάστρο στο αεροδρόμιο να συζητά για την

παγκοσμιοποίηση χωρίς παγκόσμιο κοινό. Θυμάμαι τα παιδιά που φυλούσαν καραούλι

στο σπίτι μου. Θυμάμαι τον Ανδρέα του ΠΑΚ στο Παρίσι. Θυμάμαι στα Χανιά τον

βρακοφόρο να μου λέει: Φτάνουν τα λόγια. Όπλα έχουμε. Καράβια έφερες για να

μας πάρεις κάτω; Θυμάμαι που μου ζήτησαν ­ χωρίς να το πετύχουν ­ να απολογηθώ

γιατί ως φοιτητής αγωνίσθηκα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με

αποτέλεσμα την απαγόρευση εισόδου μου στην Αθήνα… Γιατί αγωνιζόμουν να

ενωθεί μαζί της η μικρή, αγαπημένη, σκλαβωμένη πατρίδα μου».

Όταν λες στον Βάσο Λυσσαρίδη πως άλλαξαν οι καιροί και πως υπάρχουν κι αυτοί ­

και δεν είναι λίγοι ­ που λένε «βαρέθηκα πια με την Κύπρο», αντιδρά.

«Κάποιοι προσπαθούν να δολοφονήσουν το όραμα. Κάποιοι ζητούν να προσπαθούμε σε

στεγνά ρεαλιστικά δεδομένα. Κάποιοι προσπαθούν να πουν πως οι αριθμοί είναι

υπέρτεροι των ιδεών. Αλλά πρόοδος χωρίς όραμα, χωρίς νέες ιδέες, χωρίς νέα

καθήκοντα, δεν υπάρχει».

Ονειροπόλος και αγωνιστής, ο Βάσος Λυσσαρίδης, ίσως ο πιο διάσημος Έλληνας στα

εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, από την Ινδονησία του Σουκάρνο του ’60 και την

Κούβα του Τσε του ’59 έως του Ζαπατίστας του ’90, απεχθάνεται τους

πλαστογράφους της Ιστορίας. «Κάποιοι πάντα θα ανακαλύπτουν τους

Μακρυγιάννηδες», λέει με σιγουριά και προσθέτει: «Κανενός δεν θα γίνουμε

παράρτημα. Παρά δορυφόροι, καλύτερα πολιτικά νεκροί!».

Συναισθηματικός, αγύριστο κεφάλι, ο Λυσσαρίδης, που πολέμησε με λύσσα τις

συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου ­ του ’58 και του ’59 ­ με βάση τις

οποίες η Τουρκία έγινε συγκυρίαρχη στην Κύπρο μαζί με την Ελλάδα και τη

Βρετανία, θέλει, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία, να παραμείνει μαχητής. Άλλωστε,

«ο αγωνιστής όσα πιο πολλά έχει προσφέρει τόσα πιο πολλά χρωστάει».