Η μαύρη ­ που λέει ο λόγος ­ αλήθεια είναι πως το παγωτό ποτέ δεν μου άρεσε,

παρά σαν… ιδέα. Η έξοδος της τρίκυκλης καρότσας με το κλειστό ψυγειάκι και

τον μπαρμπα – Γιάννη ­ πάντα με άσπρη ποδιά ­ στα πετάλια σήμαινε την έναρξη

του καλοκαιριού. Διαλαλούσε στους δρόμους της γενέτειρας τη δροσιά της

πραμάτειας του, έβαζε φειδωλάτη δόση στο χωνάκι, τα παιδιά ευτυχούσαν

στρογγυλεύοντας με τη γλώσσα την ­ όχι και τόσο παγωμένη δα ­ ποσότητα που

εξείχε. Το τρίκυκλο, η άσπρη μπλούζα, το χωνάκι, προανήγγελλαν ότι όπου να

‘ναι το σχολείο τελειώνει και πως η θάλασσα, εκεί στα πόδια μας, περιμένει. Το

ίδιο ­ πάντα ως ιδέα ­ επαναλαμβανόταν αργότερα, όταν κατέφθανε ο παγωτατζής ­

γύρω στα τέλη Απριλίου ­ στη μάντρα του σχολείου στο Ελληνικό και λάθρα

τρέχαμε για το «ξυλάκι» στο μεγάλο διάλειμμα. Ε, δεν έσκαζα για το παγωτό,

χαμογελούσα, όμως στη θάλασσα που στραφτάλιζε στον ήλιο, λίγα μέτρα από την

πύλη με τα παλαιϊκά φανάρια και τον άγρυπνο θυρωρό που δεν άφηνε να ξεμυτίσει

καμιά μας.

Και σήμερα, ακόμη λιγότερο νοιάζομαι για το παγωτό, έχω χάσει και… πάσα

ιδέα. Χειμώνα καιρό, το παγωτό σερβίρεται παντού, δεν συμβολίζει πια τον

ερχομό καμιάς ελευθερίας. Είναι διαθέσιμο σε χιλιάδες ποικιλίες, αλλά δεν

υπόσχεται τίποτα. Γενάρη μήνα ή Οκτώβρη ή Μάρτη ή όποια τέλος πάντων στιγμή

και εποχή, είναι απλώς μια γεύση δίχως προσμονή. Αχ, και να ‘βγαινε πάλι ο

μπαρμπα – Γιάννης με την τρίκυκλη καρότσα.