Ο συνάδελφος εν «Τρίτη απόψει» κ. Θ. Γεωργακόπουλος επέλεξε ως θέμα στο σχόλιό

του, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 15ης Φεβρουαρίου, μια γενική αποτίμηση του

εξελισσόμενου αναθεωρητικού διαβήματος, που εξαρχής παίρνει τη μορφή

ολομέτωπης επίθεσης. Δεν είναι, φυσικά, ο πρώτος που επιλέγει αυτόν τον δρόμο

ούτε ο μόνος ούτε καν ο πρώτος ή ο μόνος, κατά τη δική του παραδοχή, «μη

ειδικός». Η ενασχόληση ενός μη επαγγελματία του Συνταγματικού Δικαίου με την

αναθεώρηση δεν αποτελεί μόνο δικαίωμα του καθενός αλλά και γεμίζει, πιστεύω,

με χαρά τούς κατά τεκμήριο ειδικούς, όταν ασκείται, με την απαραίτητη

αυτοσυγκράτηση, από σκεπτόμενους πολίτες. Επειδή ο κ. Γεωργακόπουλος έχει

αποδείξει με την αρθρογραφία του ότι είναι σκεπτόμενος πολίτης και επειδή

γράφει καλά και, συνήθως, εύστοχα, άρα η γνώμη του διαθέτει, φαντάζομαι,

ειδικό βάρος στα μάτια των αναγνωστών, θα ήθελα διαβλέποντας ακριβώς κίνδυνο

αποπροσανατολισμού αυτών των αναγνωστών να διατυπώσω ορισμένες κριτικές

σκέψεις επί των εν λόγω απόψεών του.

1. Δεν υπάρχει αμφιβολία (ή, μάλλον, επειδή σε όλα τα επιστημονικά

θέματα η αμφιβολία είναι συστατικό στοιχείο, θα ήταν σωστότερο να λέγαμε «έχει

υποστηριχθεί ευρέως») ότι η εξελισσόμενη αναθεώρηση παρουσιάζει προβλήματα.

Προβλήματα φιλοσοφίας, εστίασης, διατύπωσης, ακόμα και σκοπιμότητας της

μεταρρύθμισης ορισμένων διατάξεων, όπως εξάλλου και ο ίδιος πρόσφατα πάλι

επεσήμανα. Ας μη της φορτώνουμε τουλάχιστον κάτι που σίγουρα δεν είναι, δηλαδή

προσχηματική και αποφασισμένη «χωρίς να γνωρίζουμε τον λόγο». Ο λόγος είναι η

εξίσου παγκοίνως αποδεκτή από την πολιτική και πανεπιστημιακή κοινότητα

ανάγκη, στοίχισης ενός Συντάγματος που αποτυπώνει τους κοινωνικοπολιτικούς

συσχετισμούς του 1975 με τη σημερινή, εντελώς διαφορετική, πραγματικότητα. Δεν

νομίζω δε ότι αρκεί για να θεωρηθεί πρόσχημα, ιδίως εν όψει της τόσο

μακρόχρονης διαδικασίας, συνοδευόμενης από τόσο πρωτόγνωρου εύρους δημόσιο

διάλογο, η συγκλίνουσα πολιτική πρόσληψη και επιβεβαίωση της παραπάνω ανάγκης

από τα δύο, τόσο διαφορετικά κατά τα άλλα, μεγάλα ελληνικά κόμματα.

2. Δεν είναι επίσης δίκαιο, πάντα κατά την άποψή μου, να αδικούμε

εξαιτίας των σημερινών προβλημάτων και το προηγούμενο αναθεωρητικό διάβημα του

1986. Γιατί εκείνο το διάβημα ξεπήδησε μεν πράγματι, αντίθετα από το σημερινό,

από τις ανάγκες της πολιτικής συγκυρίας της εποχής, είχε όμως ως αποτέλεσμα να

εξισορροπήσει και να «κοινοβουλευτικοποιήσει» το πολίτευμα, αφαιρώντας από

πολιτειακά όργανα χωρίς άμεση νομιμοποίηση εξουσίες που αποδυνάμωναν ­ που

μπορούσαν τουλάχιστον να αποδυναμώσουν ­ τον ίδιο τον πυρήνα της δημοκρατικής

αρχής. Η γνωστή ρήση περί «ακραία πρωθυπουργοκεντρικού πολιτεύματος» αγνοεί το

επιστημονικό γεγονός ότι κάθε κοινοβουλευτικό πολίτευμα είναι κατ’ αρχήν, εκ

της φύσεώς του, «πρωθυπουργοκεντρικό».

3. Ισχυρίζεται ο κ. Γεωργακόπουλος ότι «το ΠΑΣΟΚ δεν διακρίθηκε στην

ιστορική του διαδρομή από την προσήλωσή του σε θεσμικές λειτουργίες» και

ανακαλύπτει, για το ζήτημα αυτό, μια διαχωριστική τομή, την εκλογή του

σημερινού Πρωθυπουργού το 1996. Ως κάποιος που έχει ειδικά ασχοληθεί ως

ερευνητής με τα θεσμικά «πεπραγμένα» του ΠΑΣΟΚ από τότε που ανήλθε στην

εξουσία και έχει, ως εκ τούτου, προσπαθήσει να εντοπίσει τόσο τις κατακτήσεις

όσο και τις υστερήσεις, αισθάνομαι υποχρεωμένος να καταθέσω την άποψη ότι

κανένα ιστορικό, πολιτικό και, κυρίως, επιστημονικό δεδομένο δεν δικαιολογεί

να μιλούμε για ένα «μη θεσμικό» (προ του ’96) και ένα «θεσμικό» ΠΑΣΟΚ. Για

συγκεκριμένα μέτρα, επιλογές, ακόμα και «νοοτροπίες», μπορεί και πρέπει να

γίνει λόγος και, ίσως, διάκριση. Όχι όμως για διαφορετική στάση απέναντι στη

δημοκρατία και τους θεσμούς.

4. Το διπολικό, όπως εγώ το συνάγω, επιχείρημα που οδηγεί στη φυσική

της κατάληξη ­ είδαμε ποια είναι αυτή ­ την αξιολόγηση της αναθεώρησης από τον

αρθρογράφο, συγκροτείται αφενός από την παράλειψη ουσιωδών διατάξεων μεταξύ

των αναθεωρητέων και αφετέρου από την επικράτηση μιας «διεκπεραιωτικής

λογικής» από την οποία «λείπουν οι τομές». Και στα δύο αυτά σημεία δεν υπάρχει

διαφωνία στη διαπίστωση, αλλά στο συμπέρασμα. Πράγματι έμειναν αρρύθμιστα

κρίσιμα θέματα (όπως οι σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας), αλλά αυτό δεν μπορεί,

ούτε καν λογικά, να σημαίνει ότι χάνουν έτσι τη σημασία τους και όσες

διατάξεις τελικά αποφασίσθηκε να αναθεωρηθούν. Πράγματι λείπουν οι τομές, αλλά

ποιος είπε ότι ένα Σύνταγμα βελτιώνεται μόνο με τομές; Η δε υιοθέτηση του

χαρακτηρισμού της αναθεώρησης ως «επικίνδυνης» δεν θα πρέπει, κατά την άποψή

μου, να γίνεται τόσο αβασάνιστα. Αφενός γιατί ο εμπνευστής της είναι μεν

αναμφισβήτητα (εδώ ο όρος ακριβολογεί) ένας από τους κορυφαίους Έλληνες

συνταγματολόγους, αλλά η συγκεκριμένη άποψή του δεν αποτελεί κοινό ούτε καν,

εξ όσων γνωρίζω, πλειοψηφικό πόρισμα της επιστήμης. Αφετέρου, και είναι το

σπουδαιότερο, γιατί η έκφραση αυτή αφορμάται και επικεντρώνεται σε

συγκεκριμένες αναθεωρητικές προτάσεις, οι οποίες από τότε που διατυπώθηκαν

αυτές και άλλες αντιρρήσεις έχουν σημαντικά μεταβληθεί.

5. Επικαλείται, τέλος, ο αρθρογράφος, επίσης ως επιστημονικό θέσφατο,

μια προσωπική άποψη ενός άλλου μεγάλου Δασκάλου όλων όσων φοιτήσαμε στη Νομική

Αθηνών, η οποία όμως, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αδικεί τη βέβαιη αγωνία του

για την πρόοδο της δημοκρατίας και του πολιτεύματος. Η «πρόταση», εν όψει των

διαπιστωμένων υπαρκτών προβλημάτων να αυτοακυρωθούν οι βουλευτές και η Βουλή

κωλυσιεργώντας επίτηδες ώστε να λήξει ατελέσφορα η αναθεωρητική διαδικασία, θα

οδηγούσε σε πλήρη εξευτελισμό τόσο την κορυφαία αυτή θεσμική στιγμή όσο και

τον μόχθο, επιτυχή ή λιγότερο επιτυχή, των εκπροσώπων δύο διαφορετικών Βουλών.

Οι λύσεις στη δημοκρατία είναι πάντα μπροστά, όχι πίσω.

Τελικά, αν πρέπει κάτι να ευχηθεί κανείς για την αναθεώρηση (καλύτερα θα ήταν

να προσπαθήσει να συμβάλει στην πιθανή ακόμα βελτίωσή της) μήπως θα ήταν να

αποφεύγονται οι υπεραπλουστεύσεις;