<

Η εργασία για την οποία είχε προσληφθεί πριν από είκοσι χρόνια απαιτούσε ρώμη

και, ασφαλώς, σωματική ακεραιότητα. Ήταν κυρίως χειρωνακτική. Η μεταφορά

δεμάτων και η φόρτωσή τους αποτελούσε το κύριο αντικείμενο της απασχόλησής του

στο εργοστάσιο.

Επρόκειτο για έναν από τους πιο αποδοτικούς υπαλλήλους. Έως τη στιγμή που ένα

τροχαίο ατύχημα τον καθήλωσε σε αναπηρικό καροτσάκι. Ο τραυματισμός του ήταν

βαρύτατος και επί πολλές ημέρες οι γιατροί δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν ποια

θα ήταν η εξέλιξη. Ο τραυματίας βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση χωρίς καμιά

ένδειξη βελτίωσης.

Οι αλλεπάλληλες χειρουργικές επεμβάσεις είχαν ως αποτέλεσμα να βγει ζωντανός

από το νοσοκομείο, ύστερα από πολύμηνη παραμονή, αλλά ανάπηρος. Όλο αυτό το

διάστημα οι εργοδότες του του κατέβαλλαν κανονικά τον μισθό και, λόγω του ότι

ήταν ένας από τους παλαιότερους και καλύτερους υπαλλήλους, η συμπαράστασή τους

στη γυναίκα και τα παιδιά του ήταν έμπρακτη.

Η ανάρρωση από τις επεμβάσεις υπήρξε σχετικά σύντομη και όλοι πίστευαν πως ο

άνθρωπος δεν θα ήθελε να ξαναβγεί από το σπίτι, εκείνος όμως τους εξέπληξε.

Επιθυμούσε να επιστρέψει στη δουλειά του, να βρεθεί πάλι με τους συναδέλφους

του. Οι δικοί του προσπαθούσαν να του πουν διακριτικά πως δεν θα ήταν εύκολο

να κάνει ό,τι έκανε, πως δεν είχε πια τη δύναμη που είχε… Εκείνος επέμενε.

Ήταν βέβαιος πως το αφεντικό θα έβρισκε μια λύση. Και είχε δίκιο.

Ο εργοδότης του, που τον είχε τόσα χρόνια στη δουλειά, βόλεψε τα πράγματα. Του

ανέθεσε να καταγράφει τα εμπορεύματα που έβγαιναν από το εργοστάσιο. Καθήκον

που έως τότε είχε ένας άλλος υπάλληλος. Ο οποίος, αναγκαστικά, ανέλαβε

καθήκοντα φορτοεκφορτωτή. Και το έφερε βαρέως…

Σύντομα άρχισε να υπονομεύει τον ανάπηρο συνάδελφό του, χωρίς ουσιαστικό

αποτέλεσμα. Ο εργοδότης δεν άκουγε κουβέντα. Όλα έδειχναν πως έπρεπε να λάβει

πιο δραστικά μέτρα. Κατέστρωσε λοιπόν ένα σατανικό σχέδιο για να εξοντώσει τον

συνάδελφό του και ηθικά. Σκηνοθέτησε μια κλοπή, υποδεικνύοντας τον ανάπηρο

υπάλληλο ως ύποπτο. Σε έρευνα που διενεργήθηκε στα πράγματά του βρέθηκαν

πράγματι τα κλοπιμαία. Ήταν αντικείμενα ευτελούς αξίας, αλλά αυτό δεν είχε

καμιά σημασία. Η εμπιστοσύνη του αφεντικού κλονίστηκε και μη μπορώντας να

κάνει αλλιώς απέλυσε και μήνυσε τον… κλέφτη.

Η ψυχολογική του κατάσταση ήταν ήδη βεβαρημένη από την περιπέτεια της υγείας

του, αλλά τον έπνιξε τόσο πολύ το άδικο, που αποφάσισε να παλέψει για να

δικαιωθεί. Προσέφυγε στα αστικά δικαστήρια διεκδικώντας την αποζημίωση που δεν

του κατέβαλαν. Όχι την επαναπρόσληψή του. Δεν ήθελε να γυρίσει εκεί απ’ όπου

τον έδιωξαν σαν κλέφτη. Ύστερα από τόσα χρόνια έντιμης ζωής…

Η υπόθεση εκδικάστηκε προ της ποινικής δίκης. Και όπως ήταν φυσικό ο

εργαζόμενος δεν δικαιώθηκε. Άλλωστε η κατηγορία της κλοπής τον βάρυνε ακόμη.

Και θα βαρύνει την ψυχή του όσο ζει, έστω κι αν αθωώθηκε από το δικαστήριο…

Καζίνο

Το υπογένειο του συνδικαλιστή έφερε τα πάνω – κάτω

Εργαζόταν στο Καζίνο Ρίου από το 1986. Επί δέκα χρόνια εκτελούσε καθήκοντα

κρουπιέρη και τον Δεκέμβριο του 1996 προήχθη σε επιθεωρητή των κρουπιέρηδων.

Δέκα μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1997, ιδρύθηκε το «Σωματείο Εργαζομένων

στο Καζίνο Ρίου Πατρών», του οποίου πρόεδρος εξελέγη ο εν λόγω υπάλληλος

Γεώργιος Ανδριανός.

Υπό την ιδιότητα του προέδρου λοιπόν, εξετάστηκε ­ στις 17 Ιουλίου 2000 ­ ως

μάρτυρας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πατρών, σε αντιδικία του συναδέλφου του και

αντιπροέδρου του Σωματείου Δημήτρη Καραγεωργόπουλου με την εργοδότρια

εταιρεία. Έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου προηγήθηκε της εκδίκασης της

υπόθεσης φιλική συζήτηση μεταξύ του γενικού διευθυντή της εταιρείας, των δύο

συνδικαλιστών και ενός ακόμη υπαλλήλου, παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων

των δύο πλευρών. Εκεί έγινε αναφορά σε εργασιακά προβλήματα, ενώ οι

συνδικαλιστές διατύπωσαν τις αιτιάσεις τους σχετικά με την έλλειψη συνεργασίας

μεταξύ του σωματείου και της διοίκησης της εταιρείας.

Όταν όμως ο γενικός διευθυντής της εταιρείας εξετάστηκε ως μάρτυρας,

καταφέρθηκε εναντίον των συνδικαλιστών, λέγοντας ­ μεταξύ άλλων ­ ότι

«ενδιαφέρονται για τις παροχές του σωματείου και όχι για τις παροχές των

εργαζομένων». Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Γ. Ανδριανού, ο οποίος

διεμήνυσε μέσω του γενικού διευθυντή στους υπευθύνους της εταιρείας πως το

σωματείο δεν θα μείνει άπρακτο σε ό,τι κάνει η εργοδοσία.

Οι εκφράσεις του είχαν μια οξύτητα και θεωρήθηκαν εξυβριστικές για τους

εκπροσώπους της εταιρείας. Αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης ήταν η απόλυση του

προέδρου του σωματείου «λόγω σοβαράς εξυβρίσεως». Ως ενισχυτικοί της απόλυσης

λόγοι προβλήθηκαν κάποιες απουσίες από την εργασία του, καθώς και η επίμονη

και αδικαιολόγητη άρνησή του να εκτελέσει τα καθήκοντά του.

Η επιχείρηση προσέφυγε με αίτησή της ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του

άρθρου 15 του ν. 1264/1982 προκειμένου να αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση

ότι συντρέχει νόμιμος λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου

που είχε υπογραφεί το 1986 μεταξύ της εταιρείας και του υπαλλήλου.

Η απόφαση εκδόθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 2000. Οι ισχυρισμοί της εργοδότριας

εταιρείας καταρρίφθηκαν και συνεπώς η αίτηση απορρίφθηκε. Σημασία έχει ωστόσο

το σκεπτικό των δικαστών, οι οποίοι, όσον αφορά την εξύβριση έκριναν πως «η

εξυβριστική συμπεριφορά του συνδικαλιστή δεν έγινε με πρόθεση σοβαρής

εξύβρισης των εκπροσώπων της επιχείρησης, αλλά παρασύρθηκε από τη

δικαιολογημένη αγανάκτησή του, λόγω της προηγηθείσας κατάθεσης του γενικού

διευθυντή της εταιρείας, θεωρώντας ότι αυτός προσπάθησε να σπιλώσει την

αξιοπρέπεια των μελών του Δ.Σ. του σωματείου».

Ιδιαίτερη αξία έχει όμως το σκέλος της απόφασης που αναφέρεται στις απουσίες

του συνδικαλιστή. Όπως λοιπόν κρίθηκε, ο Γεώργιος Ανδριανός έλειψε από την

εργασία του είτε λόγω ασθενείας, είτε κάνοντας χρήση της συνδικαλιστικής του

άδειας, η οποία σύμφωνα με τον ν. 1264/1982, αλλά και τη συμφωνία που είχε

επιτευχθεί μεταξύ του σωματείου και της εταιρείας, μπορεί να είναι έως και 10

ημέρες τον μήνα.

Όσον αφορά, τέλος, τις αιτιάσεις περί «της επίμονης και αδικαιολόγητης άρνησής

του να εκτελέσει τα καθήκοντά του», το δικαστήριο κατέληξε σε εντελώς

διαφορετικό συμπέρασμα. Επείσθη δηλαδή ότι δεν αρνήθηκε ο υπάλληλος να

εργαστεί, αλλά η επιχείρηση να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του. Κι αυτό εξαιτίας

του υπογενείου που διατηρεί, το οποίο ­ κατά την άποψη του τελευταίου γενικού

διευθυντή ­ δεν συνάδει με μια ευπρεπή εμφάνιση!