Η ομιλία του διοικητή της Fed κ. Greenspan την Πέμπτη, ενίσχυσε τους φόβους

της αγοράς για το ενδεχόμενο σημαντικής επιβράδυνσης της αμερικανικής

οικονομίας. Συγκεκριμένα, ο κ. Greenspan ανέφερε ότι ο πραγματικός ρυθμός

ανάπτυξης της οικονομίας των ΗΠΑ έχει υποχωρήσει σημαντικά και πιθανώς

κυμαίνεται κοντά σε μηδενικά επίπεδα. Επίσης, απέφυγε να μιλήσει για την

επιτοκιακή πολιτική της Τράπεζας, ενώ αναφορικά με τις πληθωριστικές πιέσεις

τόνισε ότι είναι σημαντικά περιορισμένες. Ακόμα, σύμφωνα πάντα με την ομιλία

του, είναι σύμφωνος με τα σχέδια του κυβερνήτη των ΗΠΑ κ. Μπους για περικοπή

των φόρων κατά 1,6 τρισ. δολάρια το διάστημα των επόμενων δέκα ετών.

Ειδικότερα, ο διοικητής της Fed τάχθηκε υπέρ μιας φορολογικής μείωσης,

δεδομένου ότι οι τρέχουσες συνθήκες επιτρέπουν ταυτόχρονα μείωση του

ελλείμματος και φορολογικές περικοπές.

Η ομιλία του κ. Greenspan ενίσχυσε την ανησυχία για το ενδεχόμενο μιας

σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομίας των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα η προθεσμιακή

αγορά να προεξοφλεί τώρα μια μείωση των επιτοκίων κατά 50μβ στην επόμενη

συνεδρίαση της Fed στις 30/31 Ιανουαρίου, έναντι 25μβ πριν από τις δηλώσεις

του διοικητή. Η εξέλιξη αυτή επέδρασε αρνητικά στην πορεία του δολαρίου και

των αμερικανικών χρηματιστηρίων αλλά θετικά στην αγορά ομολόγων. Η ισοτιμία

ευρώ/δολ. ανέκαμψε τη Παρασκευή στα 0,93 δολ. έναντι 0,9115 δολ. την

προηγούμενη ημέρα.

Στην ευρωζώνη, σύμφωνα με ανακοίνωση της γερμανικής κυβέρνησης, αρχικοί

υπολογισμοί για την εκτίμηση του δείκτη τιμών καταναλωτή τον Ιανουάριο

ενισχύουν το ενδεχόμενο ο δείκτης να σημειώσει άνοδο έναντι αναμενόμενης

πτώσης. Επίσης, ο δείκτης προσφοράς χρήματος της ευρωζώνης σημείωσε τον

Δεκέμβριο μικρότερη από την αναμενόμενη πτώση. Οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν

την άποψη ότι η ΕΚΤ δεν προτίθεται στο άμεσο μέλλον να προβεί σε μείωση των

επιτοκίων παρά την ενίσχυση του ευρώ και τις χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου.

Η ΕΚΤ επικεντρώνεται, προς το παρόν, στην αξιολόγηση πιθανών δευτερογενών

πληθωριστικών πιέσεων από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου τους τελευταίους

μήνες, καθώς και τον ρυθμό επιβράδυνσης της αμερικανικής οικονομίας.