Κανένα ίχνος από απεμπλουτισμένο ουράνιο (DU) δεν εντοπίστηκε στο πρώτο

δείγμα εδάφους που εξετάστηκε στο Εργαστήριο Πυρηνικής Τεχνολογίας του Εθνικού

Μετσόβιου Πολυτεχνείου και το οποίο πάρθηκε μαζί με άλλα 19, από το στρατόπεδο

Ουρόσεβατς στο Κόσοβο, όπου εδρεύει ελληνική ειρηνευτική δύναμη.

Παρ’ όλα αυτά όμως, και σύμφωνα με στοιχεία που έδωσαν χθες στη δημοσιότητα οι

πρυτανικές αρχές του Πολυτεχνείου, μετρήθηκαν υψηλές τιμές απεμπλουτσιμένου

ουρανίου σε συγκεκριμένες περιοχές του Κοσόβου, ενώ ύστερα από αντίστοιχες

μετρήσεις που έγιναν τον Μάιο του 1999 σε μια σειρά από περιοχές της Βόρειας

Ελλάδας, από τα Ιωάννινα μέχρι τις Σέρρες, δεν προέκυψε καμία αύξηση των

επιπέδων ραδιενέργειας. Έστω όμως κι έτσι, τόσο οι πρυτανικές αρχές του

Πολυτεχνείου όσο και η Ένωση Χημικών Ελλάδας κατέστησαν σαφές ότι οι

επιπτώσεις στο οικοσύστημα και την υγεία των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής

από τη ραδιολογική, χημική και τοξική ρύπανση πρέπει να αποτελέσουν

αντικείμενο συστηματικών μελετών. «Μπορεί να χρειαστούν 5 ή και 10 χρόνια για

να καταλάβουμε το πόσο μας επηρέασε αυτού του είδους η ρύπανση. Κι αυτό επειδή

πρόκειται για πολύπλοκα συστήματα που δεν έχουμε ερευνήσει σε βάθος τη

λειτουργία τους. Χρειάζεται επαγρύπνηση», είπε στα «ΝΕΑ» ο αντιπρύτανης του

ΕΜΠ, καθηγητής στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών, Ανδρέας Ανδρεόπουλος.

Στο Ουρόσεβατς

Ειδικότερα τώρα σε ό,τι αφορά τα δείγματα από το στρατόπεδο του Ουρόσεβατς,

αυτά έφθασαν στο Εργαστήριο Πυρηνικής Τεχνολογίας του Πολυτεχνείου προχθές το

βράδυ. Το κλιμάκιο των Ελλήνων επιστημόνων απέστειλε από το Κόσοβο 80 δείγματα

και τα 20 από αυτά είχαν προορισμό το Πολυτεχνείο. Ένας από τους επιστήμονες

που μετείχε στις ολονύκτιες εργαστηριακές αναλύσεις, είπε στα «ΝΕΑ» ότι δεν

βρέθηκε κανένα ίχνος απεμπλουτσιμένου ουρανίου παρά μόνο ραδιενέργεια σε παρά

πολύ χαμηλά επίπεδα. Ο ίδιος ειδικός πρόσθεσε ότι οι τιμές της ραδιενέργειας

ήταν πιο χαμηλές από το φυσιολογικό όριο και εξέφρασε την άποψη ότι

ενδεχομένως «και τα υπόλοιπα 19 δείγματα που θα εξεταστούν τις επόμενες μέρες

να μην εμφανίσουν συγκεντρώσεις απεμπλουτισμένου ουρανίου».

Ο πρύτανης του Πολυτεχνείου κ. Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος, ο αντιπρύτανης και

καθηγητής στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών κ. Σίμος Σιμόπουλος καθώς και ο

αντιπρύτανης κ. Ανδρέας Ανδρεόπουλος, υποστήριξαν ότι τον Οκτώβριο του 2000

είχαν σαφή εικόνα των ραδιοβιολογικών επιπτώσεων που είχε υποστεί το

οικοσύστημα των βομβαρδισμένων περιοχών, εξαιτίας της συνεργασίας του

Εργαστηρίου Πυρηνικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ με αντίστοιχα γιουγκοσλαβικά. Ο

αντιπρύτανης Σ. Σιμόπουλος, που είναι επικεφαλής του Εργαστηρίου Πυρηνικής

Τεχνολογίας, στάθηκε ιδιαίτερα στη μεγάλη απόκλιση των επιπέδων ραδιενέργειας

που μετρήθηκαν πριν και μετά τη ΝΑΤΟϊκή αεροπορική επιδρομή στο Κόσοβο το

1999, καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο το βάθος τού προβλήματος.

Ούτε πανικός ούτε εφησυχασμός

Χαρακτηριστικά ανέφερε ότι προπολεμικά, οι συγκεντρώσεις σε ουράνιο που

μετρήθηκαν σε εδάφη του Κοσόβου είχαν ανώτατη τιμή τα 360Bq/Kg ενώ μετά τον

πόλεμο η ίδια τιμή εκτοξεύθηκε, σε εδάφη που βομβαρδίστηκαν, στα 2.417 Bq/Kg.

Επιπλέον στα ίδια εδάφη προπολεμικά δεν είχαν ανιχνευθεί ποσότητες

απεμπλουτισμένου ουρανίου ενώ όταν ο πόλεμος τελείωσε εντοπίστηκαν τιμές από

DU που έφθαναν τα 2.217 Bq/Kg. Ο κ. Σ. Σιμόπουλος, μεταφέροντας τη θέση του

Πολυτεχνείου, τόνισε ότι «για τη χώρα μας δεν δικαιολογείται ούτε πανικός ούτε

εφησυχασμός», πως «είναι αρεκτά δύσκολη διαδικασία το να απορρυπανθεί η

περιοχή που έπληξαν τα βλήματα του απεμπλουτισμένου ουρανίου», ότι «ο τοπικός

πληθυσμός χρειάζεται συνεχή παρακολούθηση» και πως είναι «απαραίτητο να

υποβληθούν σε ειδικά τεστ όλοι οι Έλληνες που βρέθηκαν στην περιοχή υπό

οποιαδήποτε ιδιότητα».

Οι πρυτανικές αρχές προτείνουν στην κυβέρνηση τη συγκρότηση μιας ειδικής

επιτροπής που θα διαχειριστεί σε μονιμότερη βάση το θέμα που έχει

δημιουργηθεί. Στην επιτροπή, κατά το Πολυτεχνείο, θα πρέπει να συμμετέχουν

ένας εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, τού Εθνικής Άμυνας, της Ελληνικής

Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, ένας εκπρόσωπος των σχετικών με το θέμα

πανεπιστημιακών Εργαστηρίων που θα ορισθεί από τη Σύνοδο των πρυτάνεων, και

ένας εκπρόσωπος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, κατά προτίμηση

διακεκριμένος καθηγητής Πυρηνικής Ιατρικής.