«Οι Έλληνες δεν διαβάζουν πρωινές εφημερίδες». Αυτό το «κλισέ» το ακούω από

τότε που πρωτομπήκα στο (τότε) άβατον της δημοσιογραφίας. Πότε, όμως, να

διαβάσουν την πρωινή εφημερίδα; Όταν πρωί-πρωί πίνουν στο πόδι έναν καφέ

ξεροσφύρι; Ή όταν τρέχουν, με την τσίμπλα στο μάτι, να προλάβουν αξημέρωτα το

λεωφορείο;

«Θα πρέπει οι γονείς να παίρνουν πρωινό μαζί με τα παιδιά τους», συμβουλεύει

μέσω της εφημερίδας – και πολύ σωστά – η διαπρεπής καθηγήτρια της

Παιδιατρικής. Το πρακτικό ερώτημα είναι όμως: Πότε θα γίνεται αυτό; Μέσα στον

πρωινό πανικό της ελληνικής οικογένειας;

Και λίγη ώρα μετά, όλο το εργατικό δυναμικό αυτής της πόλης να «μποτιλιάρεται»

στο κακοσχεδιασμένο οδικό της σύστημα, ακούγοντας από τα ραδιόφωνα τα

«πολεμικά ανακοινωθέντα»: «Μην πλησιάζετε την Κατεχάκη! Είναι απροσπέλαστη!

Προσέξτε τη Συγγρού! Δεν θα φθάσετε ποτέ! Χάος η Κηφισίας!».

Και αμέσως μετά, ουρές, ουρές, ουρές… Στις Εφορίες, στις τράπεζες, ακόμα και

στις ιδιωτικές εταιρείες. Για να προλάβουμε όλοι να τελειώσουμε τις δουλειές

μας έως τις δυόμισι, το πολύ στις τρεις το μεσημέρι. Γιατί μετά όλα

νεκρώνουν… Ξαναστοιβαζόμαστε όλοι, σε λεωφορεία, τρόλεϊ, ταξί, μετρό και

Ι.Χ. για να πάρουμε την αντίστροφη πορεία.

Όταν οι άλλοι Ευρωπαίοι πίνουν βασιλικά το πρωινό τους, μαζί με ολόκληρη την

οικογένεια, διαβάζοντας την εφημερίδα που βρίσκουν στην πόρτα τους.

Φθάνουν σε λογική ώρα στη δουλειά τους, για να κάνουν διάλειμμα το μεσημέρι ­

για ελαφρύ φαγητό ­ και να συνεχίσουν να εργάζονται έως το απόγευμα. Χωρίς

τόσο άγχος και στριμωξίδι. Με καλύτερο στομάχι και μυαλό για τον εργαζόμενο,

αλλά και με καλύτερη εξυπηρέτηση για τον πολίτη και τον καταναλωτή.

Μήπως μαζί με το ευρώ πρέπει να εισάγουμε στη ζωή μας άλλα ωράρια κι άλλους ρυθμούς;