Βάλε κι άλλη λάμπα στο τραπέζι,

βάλε και το άστρο στο κουτί,

το παιδί σταμάτησε να παίζει…

Το παιδί σταμάτησε να παίζει, κατέβασε τα μούτρα μέχρι το πάτωμα, ζαλώθηκε τη

σάκα και, σέρνοντας τα βηματάκια του, ξαναπήγε στη στάση για το σχολικό. Με

ένα βλέμμα σαν να του έχεις σκοτώσει τη μάνα και τον πατέρα. Οι οποίοι μάνα

και πατέρας ­ ξεχνώντας τα δικά τους τα παιδικά τα χρόνια ­ φλομώνουν τα

βλαστάρια τους με τα ανερυθρίαστα και τα τετριμμένα:

­ Μην κάνεις έτσι, ωραία θα περάσεις, δεν χαίρεσαι που θα ξαναδείς τους φίλους

σου, ύστερα από δεκαπέντε μέρες;

Είδες ένα περίεργο πράγμα! Δεν χαίρονται που θα ξαναδούν τους φίλους τους

ύστερα από δεκαπέντε μέρες. Δεν χαίρονται που τέλειωσαν οι διακοπές. Δεν

χαίρονται που αντί να παίζουν, να γελάνε, να τιτιβίζουν όλη μέρα ­ θα

ξαναμπούν στο ίδιο τριπ. Δεν χαίρονται που θα σηκώνονται μες στη νύχτα,

χαράματα με το πρώτο λεωφορείο. Να πηγαίνουν στο σχολείο. Να τα σηκώνουν στο

μάθημα. Να επιστρέφουν πτώματα στο σπίτι. Να έχουν να μελετήσουν κατεβατά, τον

ατελείωτο μιλάμε, του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά: Ορθογραφίες, μαθηματικά,

ιστορίες, επαναλήψεις, αγγλικά, γαλλικά.

Και περνάει η ώρα πάνω στο μάταιο των πελοποννησιακών πολέμων. Και κλείνουν τα

μάτια. Γέρνουν τα βλέφαρα. Καταρρέει το κεφαλάκι πάνω σε μουντζούρες και

ορνιθοσκαλίσματα. Κι αφού τα τελειώσουν όλα αυτά; Αφού την ολοκληρώσουν τη

διδακτέα, την ακατονόμαστη, το πασάλειμμα το άνευ προηγουμένου;

Ντους, φαγητό και ύπνος. Ξεραίνονται ερείπια, πάνω σε μαξιλαροθήκες με Μίκι

Μάους. Χρόνος για παιχνίδι, μηδέν! Μηδέν εις το πηλίκον για αυτούς τους

πρόσφυγες της παιδικής ηλικίας. Τους λαθρομετανάστες της χαράς. Και να ‘χουν

καπάκι και τον άλλο. Τον «μεγάλο». Τον ηλίθιο. Τον ξερόλα. Τον μπαμπά και τη

μαμά. Αυτά τα τέρατα που σου γανώνουν τα κέρατα:

«Δεν χαίρεσαι που ξανανοίγουν τα σχολεία;».

Λες κι αυτοί δεν υπήρξαν ποτέ παιδιά. Λες και γεννήθηκαν κατευθείαν γονείς.

Κατευθείαν βλήματα γεννήθηκαν. Τα ξεχάσανε τα δικά τους. Την ύστατη μέρα των

διακοπών ­ κλάματα, νεύρα, απελπισία ­ τη διαγράψανε από τη μνήμη τους.

Και δεν τους πιάνει κάποιος από το πέτο. Κάποιος να τους πει δυο κουβεντούλες

στο αυτί. Να τους ενημερώσει αρμοδίως ότι, σύμφωνα με έρευνες που έγιναν, το

παιδί σήμερα εργάζεται σκληρότερα από οποιονδήποτε άλλον επαγγελματία. Από τις

εξίμισι το πρωί μέχρι τις εννέα τη νύχτα, δουλεύει ασταμάτητα. Χωρίς ανάσα.

Χωρίς χαμόγελο!

Βγάλε κι άλλο αστέρι από το δέντρο,

Κρύψε το αγγελάκι στο κουτί…

Δεν είναι μόνο τα παιδιά. Ούτε κι εμείς οι ενήλικες τη βγάζουμε καθαρή. Τόσοι

και τόσοι ειδικοί στο αναλύουν το φαινόμενο:

«Μεθεόρτιο στρες»!

Αυτή η μελαγχολία, αυτό το κενό, αυτό το μουρόχαβλο; «Μεθεόρτιο στρες» να το

ονομάζεις από τούδε. Επενδύουμε, λέει, στις γιορτές περισσότερα από όσα

εισπράττουμε. Και η προσδοκία αποδεικνύεται ισχυρότερη από το ίδιο το γεγονός.

Γι’ αυτό, αμέσως μετά, τρως την κατάθλιψη σαν χαστούκι στη μούρη. Εν μια

νυκτί, από τη λάμψη στον ζόφο. Από το προεόρτιο στο μεθεόρτιο. Από το στρας

στο στρες. Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα…

Και για να παρηγορηθούμε, μας διαβεβαιώνουν. Όχι, δεν είμαστε μόνοι μας σε

αυτό το συναίσθημα. Όλοι το ίδιο νιώθουν. Εγχώριοι και ξένοι. Ημεδαποί,

αλλοδαποί και αλλόθρησκοι. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι. Όλοι το ίδιο. Το ίδιο,

το φτυστό και το απαράλλαχτο.

Όλοι, οι πάντες, ανεξαιρέτως.

Έλα όμως που «οι πάντες ανεξαιρέτως» δεν βρίσκονται στο σαλόνι μου την ώρα που

αποκαθηλώνω το έλατο; Τι έγινε παιδιά; Πού πήγαν όλοι; Πότε την έκανε η

υπόλοιπη παρέα των μανιοκαταθλιπτικών; Εγώ μόνη μου με βλέπω. Μόνη το βιώνω το

σύνδρομο. Ολομόναχη. Τετ α τετ με ένα δέντρο που το παρέλαβα μες στην πούλια,

στο πλουμίδι και στην καλή χαρά και το ‘κανα σαν τα μούτρα μου. Στέκεται κι

αυτό και με κοιτάζει. Έρημο, σκοτεινό, ημιθανές. Κλαδιά απλώνει καταπάνω μου

και με μουντζώνει.

Και γύρω γύρω οι κούτες. Του μεθεόρτιου στρες τα μνήματα. Ξεκρεμάς τη

γυαλιστερή μπάλα, την τυλίγεις προσεκτικά με μπόλικο χαρτί, της κάνεις ολική

νάρκωση, της μπήγεις το νυστέρι στην καρδιά και όποιον πάρει ο χάρος.

Εξαφανίστηκαν τα στολίδια, τα γκι, τα ου, τα χριστολούλουδα, τα φωτάκια, οι

γιρλάντες, οι φάτνες, τα χρώματα κι αρώματα, το τζάντζαλο, το μάντζαλο. Πάρ’

το γεράνι μου, πάρ’ το στεφάνι μου, στο μεθεόρτιο πια δεν έχουμε ζωή. Ήρθε κι

άδειασε το τόπος…

Κάθομαι τώρα εγώ. Κάθομαι μες στη μέση. Κοιτάζω γύρω μου και προσπαθώ να

καταλάβω. Το σαλόνι μεγάλωσε; Ή εγώ μίκρυνα;

Βάλε κι άλλη μπάλα στο τραπέζι,

βάλε και το άστρο στο κουτί,

το παιδί σταμάτησε να παίζει…

Άσε μην το ψάχνεις. Το ξέρω το έργο, το έχω δει. Ξέρω ποιος είναι ο δολοφόνος.

Εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε!