Έτσι κι αλλιώς, πολύ σύντομα όλοι θα πεθάνουμε. Κι αν δεν μας σκοτώσει το

ουράνιο ή οι τρελές αγελάδες, θα αυτοκτονήσουμε προληπτικά. Ας προλάβουμε

τουλάχιστον να διαβάσουμε τους μεγάλους ποιητές.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε. «Είμαι τόσο μόνος και εγκαταλελειμμένος…» (από τη «Ρεπούμπλικα»)

«24 Αυγούστου. Δεν έχω σχέση με τους ανθρώπους, δεν ανήκω σε κανέναν κύκλο, σε

κανένα κίνημα: είμαι εγώ ο κύκλος μου κι είμαι ένα κίνημα που κατευθύνεται

προς το εσωτερικό. Κάπως έτσι ζω…». Τον Αύγουστο του 1902, ο Ράινερ Μαρία

Ρίλκε εγκαταλείπει το σπίτι του στο Βέστερβεντε, κοντά στη Βρέμη, αφήνει τη

γυναίκα του και τη νεογέννητη κόρη τους, και πηγαίνει στο Παρίσι για να γράψει

ένα βιβλίο για τον Ροντέν. Ο Αυστρογερμανός ποιητής περνά μια περίοδο

υπαρξιακής κρίσης και ενός ακατανίκητου φόβου για τα πάντα. Όπως θα

εμπιστευθεί αργότερα στη γυναίκα που τον σημάδεψε, τη Λου Αντρέας-Σαλομέ:

«Αισθάνομαι σαν να με παρασέρνουν οι άμαξες στο πέρασμά τους, δεν προσπαθούν

να με αποφύγουν, αλλά περνούν με μεγάλη ταχύτητα από πάνω μου, σαν να είμαι

μια λακκούβα με βρώμικο νερό…». Στη γαλλική μητρόπολη θα γνωρίσει τη

φτώχεια, το κρύο και την απόλυτη μοναξιά. Η θλίψη τον κατακλύζει. Μα δεν τον

εμποδίζει να δει τα πάντα ­ κήπους, μουσεία, μνημεία ­ με το μάτι του ποιητή.

Και να τα περιγράψει σ’ ένα ημερολόγιο μόλις 44 σελίδων, που εκδόθηκε για

πρώτη φορά αυτές τις ημέρες στη Γερμανία με την ευκαιρία της 125ης επετείου

από τη γέννηση του ποιητή.

Στις αρχές Νοεμβρίου, ο Ρίλκε πληροφορείται ότι η Βίλμα Ίλλινγκ, που επρόκειτο

να είναι η πρωταγωνίστρια του θεατρικού του έργου «Η λευκή πριγκίπισσα», είναι

βαριά άρρωστη. «13 Νοεμβρίου. Η Βίλμα φτάνει στο τέλος. Είμαι αναστατωμένος

μέχρι την τελευταία μου ίνα. Ίσως να πεθαίνει σήμερα, αυτή τη στιγμή. Μόνη,

ξεχασμένη, τυφλή: ο θάνατος της κωμωδού. Θα ήθελα να είμαι πλούσιος, να έχω

κήπους γεμάτους ανοιγμένα τριαντάφυλλα. Και να της στείλω χίλια ρόδα του

Νοέμβρη για να πεθάνουν μαζί της…».

Διαβάζει Ντάντε, Μπωντλαίρ, Φλωμπέρ και Νίτσε, αναζητώντας την έμπνευση. Η

άφιξη της Κλάρα δεν αλλάζει τη διάθεσή του. Δύο μέρες πριν από τα γενέθλιά

της, γράφει: «19 Νοεμβρίου. Αχ, να είχα μια δουλειά, κάτι καθημερινό, κοντινό,

αντί να περιμένω συνεχώς πράγματα μακρινά». Και την επομένη: «Είμαι σαν ένα

χαμένο πράγμα. Σαν ένα ζώο που δεν ανήκει σε κανέναν, σαν μια σημαία που

κυματίζει σε ένα άδειο σπίτι. Έτσι είμαι: τόσο μόνος, τόσο αθεράπευτα μόνος

και φτωχός. Κάνει κρύο και χιονίζει συνεχώς». Η Κλάρα θα φύγει ξανά, αυτή τη

φορά οριστικά. Μα η έμπνευση θα έλθει. Ο Ρίλκε θα κλείσει το ημερολόγιο και θα

αρχίσει να γράφει τους στίχους που θα περιληφθούν αργότερα στο Βιβλίο των ωρών

και το Βιβλίο των εικόνων. Αισθάνεται και πάλι ζωντανός. «Σε μια ποίηση που

μου αρέσει υπάρχει περισσότερη πραγματικότητα απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε

ανθρώπινη σχέση», θα εξομολογηθεί αργότερα. «Είμαι αληθινός μόνον όταν δημιουργώ».