Τα παιδιά των φαναριών ή παιδιά του δρόμου, υπολογίζονται περίπου σε 100

εκατομμύρια και αποτελούν μια πραγματικότητα των σύγχρονων κοινωνιών. Το

κοινωνικό αυτό φαινόμενο το οποίο εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της παιδικής

εργασίας και της εργασιακής τους εκμετάλλευσης, προσλαμβάνει παγκοσμίως

εκρηκτικές διαστάσεις απειλώντας την κοινωνική συνοχή. Στην Ελλάδα, ειδικότερα

τα τελευταία χρόνια, γινόμαστε μάρτυρες της ανάπτυξης μιας κατάστασης στην

οποία ανήλικα παιδιά, ωθούνται στην εργασία. Είναι παιδιά που εγκαταλείφθηκαν,

διώχθηκαν, απήχθησαν ή «επέλεξαν» να ζουν με τον τρόπο αυτό και αποτελούν ένα

κρίσιμο κοινωνικό πρόβλημα, ένα στίγμα για τον σύγχρονο πολιτισμό.

Τα παιδιά αυτά αν και υπάρχουν δίπλα μας, είτε προσφέροντας την εργασία τους

(λουλούδια, χαρτομάντιλα, πλύσιμο παρμπρίζ), είτε ασκώντας επαιτεία, αποτελούν

για την κοινή γνώμη «μυστήριες», «απροσδιόριστες», οριακές κοινωνικές

υπάρξεις, οι οποίες μόνο περιστασιακά μάς απασχολούν. Είτε ασχοληθούμε όμως με

αυτά τα παιδιά είτε όχι, αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν και να καταδεικνύουν τα

πιθανά αδιέξοδα και το πραγματικό πρόσωπο των σύγχρονων κοινωνιών, όπου τα

φαινόμενα της περιθωριοποίησης και της κοινωνικής αποξένωσης και εκμετάλλευσης

γνωρίζουν τρομακτική όξυνση.

Τα παιδιά αυτά πιστοποιούν και αναδεικνύουν το αληθινό πρόσωπο των σύγχρονων

κοινωνιών, αποτελώντας τον καθρέπτη ενός τύπου κοινωνίας η οποία

αυτοσαρκαζόμενη επιζητεί την τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη, αδιαφορώντας

ή υποτιμώντας για τις επιπτώσεις που δημιουργεί η άνιση κατανομή του πλούτου

στο μέλλον της.

Η οικονομική διάσταση του φαινομένου αναδεικνύεται από τα ακόλουθα αριθμητικά

μεγέθη. Στην Ελλάδα ζουν στους δρόμους 6.000 – 6.500 παιδιά, ηλικίας από 3 έως

15 χρόνων. Αν αναλογιστούμε ότι το καθημερινό ατομικό εισόδημά τους είναι γύρω

στις 7.000 δρχ, τότε το ποσό που διακινείται μηνιαίως είναι περίπου 1 δισ., το

οποίο φυσικά δεν καταλήγει στο μεγαλύτερο μέγεθός του στις τσέπες αυτών των

παιδιών (1). Θύματα στις περισσότερες περιπτώσεις μιας πρωτόγνωρης μορφής

εκμετάλλευσης (τόσο από οργανωμένα κυκλώματα όσο και από τις οικογένειές τους)

τα παιδιά των φαναριών αποτελούν την «αθώα» πρόσοψη μηχανισμών και δικτύων που

δρουν ανεξέλεγκτα.

Στην Ελλάδα το φαινόμενο προσλαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις και εν μέρει

οφείλεται στο γεγονός ότι η χώρα μας ήταν απροετοίμαστη να δεχθεί τα

μεταναστευτικά κύματα. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου της μετανάστευσης η

οποία συνδέεται άμεσα με τα παιδιά των φαναριών (περίπου 50% των παιδιών αυτών

είναι αλλοδαποί²) για αρκετά χρόνια ακολουθήθηκε μια πολιτική χωρίς σχέδιο,

χωρίς προτεραιότητες και στόχους ­ ασπόνδυλη και αντιφατική ­ η οποία εκινείτο

στην εξ ανάγκης αποδοχή των αλλοδαπών και στην καταστολή τους, με αποτέλεσμα η

μετανάστευση και η εργασία των παιδιών στα φανάρια από συγκυριακά φαινόμενα να

μετεξελιχθούν σε οξύτατα κοινωνικά προβλήματα.

Σήμερα η αμηχανία, η ανέξοδη ρητορεία, η υποκρισία, οι στιγμές φιλανθρωπικής

έξαρσης καθώς και τα ημίμετρα που κυριαρχούν πρέπει να αντικατασταθούν από ένα

ολοκληρωμένο σχέδιο πολιτικής και κοινωνικής δράσης με στόχο τη ενσωμάτωση των

παιδιών αυτών. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να στοχεύει στην αντιμετώπιση της

οικονομικής διάστασης του προβλήματος, της φτώχειας δηλαδή και συμπληρωματικά

της αποκόμισης κέρδους για κάποιους τρίτους. Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της

φτώχειας είναι η εφαρμογή και υλοποίηση πολιτικής ελαχίστου εγγυημένου

εισοδήματος αλλά και προνοιακών πολιτικών τόσο για τις οικογένειες που έχουν

τέτοια παιδιά όσο και για τα παιδιά χωρίς οικογένειες. Παράλληλα, τα μέτρα

αυτά θα πρέπει να συμπληρωθούν με ολοκληρωμένες πολιτικές εκπαίδευσης,

κατάρτισης, απασχόλησης, στέγασης και υγείας, οι οποίες θα επιχειρούν την

κοινωνική ενσωμάτωση και διαπαιδαγώγηση των παιδιών αυτών. Σημαντική κρίνεται

για την επιτυχημένη εφαρμογή των μέτρων η διαμόρφωση των αναγκαίων διαύλων

επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ συλλογικών φορέων, μη κυβερνητικών –

εθελοντικών οργανώσεων και Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τέλος, για τη σφαιρική

αντιμετώπιση του προβλήματος κρίνεται απαραίτητη και η διαμόρφωση πολιτικών

εξάρθρωσης των οργανωμένων κυκλωμάτων εκμετάλλευσης των παιδιών.

Κοινή συνισταμένη των προτάσεων αυτών αποτελεί η δημιουργία μιας νέας μορφής

πολυ-πολιτισμικής εκπαίδευσης που θα στηρίζεται στη λειτουργία ενός «Σχολείου

για τα Παιδιά των Δρόμων» το οποίο θα αποτελεί μέσο κοινωνικής ενσωμάτωσης,

όπου τα παιδιά θα μπορούν αφενός να εκπαιδεύονται και να καταρτίζονται και

αφετέρου να μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα. Το «Σχολείο για τα Παιδιά των

Δρόμων» αποτελεί μια πειραματική προσπάθεια, η οποία από μόνη της φυσικά δεν

μπορεί να αντιμετωπίσει στην ολότητά του το φαινόμενο των παιδιών των

φαναριών. Αποτελεί όμως μια φιλόδοξη προσπάθεια η οποία αν λειτουργήσει, θα

καταφέρει να συμβάλει στην αντιμετώπιση ενός τόσο ευαίσθητου κοινωνικού

προβλήματος.

Διατηρώντας στη μνήμη το γεγονός ότι ο κόσμος δεν μάς ανήκει αλλά τον έχουμε

δανειστεί από τα παιδιά μας, οφείλουμε να πράξουμε ό,τι είναι δυνατόν γι’ αυτά

­ άλλωστε τους το οφείλουμε.

1. Τα στοιχεία είναι από την έρευνα «Τα Παιδιά του Δρόμου», την οποία

διεξήγαγε η ΑΛΚΟ για την UNICEF.

2. Βλέπε έρευνα ΑΛΚΟ.

Ο Λάμπρος Κανελλόπουλος είναι πρόεδρος της UNICEF.