Τάραξαν τα νερά και προκάλεσαν ποικίλα σχόλια, από πολιτικούς,

εκπαιδευτικούς και πανεπιστημιακούς, τα εθνοκεντρικά και αρκετά ξενοφοβικά

«πιστεύω» που εκφράστηκαν ειδικά από τους μαθητές μαζί με άρνηση της

πολιτικής, στην έρευνα του ΕΚΚΕ που παρουσιάστηκε χθες.

Κοινή συνισταμένη πως «ό,τι σπείραμε θερίζουμε». Πως πρέπει να κοιτάξουμε τους

νέους στα μάτια, γιατί, όπως χαρακτηριστικά είπε ο πρόεδρος της Βουλής κ. Απ.

Κακλαμάνης, «κοινωνία που φοβάται τη νεολαία της είναι άρρωστη». Πως η

πολιτική κρίνεται αφερέγγυα και το σχολείο κατάντησε «εργαλείο» επαγγελματικής

αποκατάστασης. Ότι συνειδήσεις διαμορφώνει η τηλεόραση ­ έστω κι αν δεν την

εμπιστεύονται. Ότι η έννοια της πολυπολιτισμικότητας είναι θολή. Ότι αναζητούν

τη χαμένη πνευματικότητα στη θρησκεία. Ότι δεν έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως

τις αξίες της δημοκρατίας…

Εκτός από τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν όμως, στην έρευνα εμφανίζονται και

άλλα που προβληματίζουν:

­ «Σε ορισμένες περιπτώσεις μια δικτατορία μπορεί να είναι καλύτερη από τη

δημοκρατία;» ήταν ένα ερώτημα. Τα ποσοστά καταφατικών απαντήσεων σε γονείς και

καθηγητές δεν ξεπέρασαν το 5%, όμως στους μαθητές Γυμνασίου ήταν 15% και στους

μαθητές Λυκείου 18%, δηλαδή σχεδόν ένα στα πέντε παιδιά!

­ «Σε ποιους τομείς θα επιθυμούσατε παρέμβαση της Εκκλησίας;» Ποσοστό 34-44%

των μαθητών, 31,7% των γονέων και 19,7% των καθηγητών ζητεί παρέμβαση… στην

εξωτερική πολιτική και 55-70% στην εκπαίδευση!

­ Εμφανίζονται αντιφάσεις. Η παρουσία Βαλκάνιων ειδικά μεταναστών, λ.χ., είναι

κάτι κακό για το μέλλον της Ελλάδας πιστεύει η πλειονότητα (54,6-70,6%).

Ωστόσο επίσης η πλειονότητα (68-88%) πιστεύει ότι οι μετανάστες αυτοί θα

πρέπει να γίνονται δεκτοί στην Ελλάδα με περιορισμούς. Υψηλά ποσοστά μαθητών

(57-76%) θεωρούν ότι «το σχολείο, πρώτα από όλα, πρέπει να μαθαίνει την

πειθαρχία και τη σκληρή προσπάθεια». Εντούτοις η «σκληρή δουλειά» είναι

σημαντική αξία μόλις για το 16-28%. Η ανιδιοτέλεια θεωρείται λιγότερο

σημαντική από το χρήμα για τους μαθητές, την ίδια στιγμή που η «συνεργασία»

και η «προσπάθεια για το κοινό καλό» υπερτερούν του «ανταγωνισμού» και της

«ατομικότητας».

­ Εμφανίζεται η μεγάλη πίεση ειδικά των μαθητών Λυκείου, αφού γι’ αυτούς ο

ελεύθερος χρόνος είναι το τρίτο σημαντικότερο πράγμα στη ζωή, ύστερα από

οικογένεια και φίλους, περισσότερο και από τη δημοκρατία!

­ Οι καθηγητές δείχνουν προφίλ εμφανώς πιο «προοδευτικό». Τίθεται ευλόγως

ερώτημα πώς γίνεται να μην ισχύει το «με όποιον δάσκαλο καθήσεις…».

Ο συντονιστής της έρευνας κ. Π. Καφετζής, δίνει μια ερμηνεία: «Σχολείο και

οικογένεια δεν αντιμετωπίζουν την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης και

εξακολουθούν να διαμορφώνουν «εθνικούς υπηκόους». Καθηγητές και ΜΜΕ, ειδικά η

τηλεόραση, θα έπρεπε να ξανασκεφτούν τους ρόλους τους. Υπάρχει και ζήτημα

οικογένειας, η οποία υιοθετεί ένα αμυντικό, απολιτικό πρότυπο, καθόλου

νεωτερικό και στηρίζεται στις πολύ παραδοσιακές αξίες. Έτσι όμως ο λαός

γίνεται αντιληπτός ως ομόδοξη φυλή ενώ εμφανίζονται φαινόμενα σύγχυσης στα

παιδιά, όπως λ.χ. το να απαντά 18% των μαθητών Λυκείου ότι κάποτε είναι

καλύτερη μια δικτατορία…».

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ

Απόστολος Κακλαμάνης

Πρόεδρος της Βουλής

Κάθε έρευνα κοινής γνώμης έχει πολλαπλές αναγνώσεις και, σε κάθε περίπτωση,

χρειάζεται εμβριθής μελέτη της μεθοδολογίας και των ευρημάτων της, για να

καταλήξει κανείς σε ασφαλή, κατά το δυνατόν, συμπέρασμα.

Τα δημοσιευθέντα, στις σελίδες των «ΝΕΩΝ», ευρήματα της έρευνας που διεξήγαγαν

οι επιστήμονες του ΕΚΚΕ είναι πλούσια σε αμφίσημες πληροφορίες. Σε ό,τι αφορά

ειδικότερα τη στάση των νέων απέναντι στην πολιτική, τα ευρήματα αυτής της

έρευνας όπως και άλλων ερευνών στην Ελλάδα και το εξωτερικό σημαίνουν ότι

υπάρχουν ευθύνες σε όλους όσοι, πολιτική, πνευματική ηγεσία και ΜΜΕ, έχουμε

την ευθύνη να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για ένα καλύτερο μέλλον στους νέους

ανθρώπους. Η μομφή όμως, που μας απευθύνουν οι νέοι, δεν θα πρέπει να πηγάζει

από μια γενικευμένη και ισοπεδωτική κριτική διάθεση, από την οποία έχει,

δυστυχώς, «μπολιαστεί» και η νεολαία, αλλά από την εξατομίκευση των ευθυνών,

γιατί μόνον έτσι θα καταστεί δυνατός ο επαναπροσανατολισμός των βασικών

δημοκρατικών και κοινωνικών θεσμών, με πρωτοβουλία αυτών των ιδίων που έχουν

την ευθύνη.

Ο πολιτικός κόσμος και η Βουλή των Ελλήνων που καταβάλλει, ως γνωστόν, τα

τελευταία χρόνια ιδιαίτερη προσπάθεια να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των νέων στα

κοινά αποδέχονται πλήρως την ευθύνη που τους αναλογεί. Το ίδιο όμως πρέπει να

γίνει και με κάθε άλλο θεσμό ή παράγοντα και, κυρίως, τους επιχειρηματίες και

τα διευθυντικά στελέχη των ΜΜΕ, τα οποία, αντί να προσφέρουν αξιόπιστη

ενημέρωση και να ενθαρρύνουν τα ανακλαστικά της κοινωνίας για συμμετοχή στα

κοινά και για ενίσχυση των ανθρωπιστικών έναντι των οικονομικών αξιών,

αντιθέτως συμβάλλουν και αυτά στην απαξίωση της πολιτικής και, γενικότερα, των

δημοκρατικών και κοινωνικών θεσμών, προβάλλοντας μόνο και επιλεκτικά τις

όποιες αδυναμίες και αρνητικές πλευρές.

Θα ‘θελα όμως να προσθέσω δύο λόγια για όσους «ξαφνιάστηκαν» με τα μηνύματα

που στέλνουν οι νέοι κυρίως, μέσα από την έρευνα αυτή, αλλά και για τους

ίδιους τους νέους. Πιστεύω ότι μια κοινωνία που φοβάται τη νεολαία της είναι

μια κοινωνία άρρωστη, μια κοινωνία που φοβάται τον ίδιο της τον εαυτό, μια

κοινωνία που φοβάται να κοιτάξει προς το μέλλον. Άλλωστε, δεν βλάπτει, σε κάθε

μορφής εξουσία και αξιωματούχους, να ταλαιπωρούνται λίγο και να δέχονται

κριτική. Παράλληλα, όμως, η απόδοση των ευθυνών και η άσκηση της κριτικής

πρέπει να έχουν «όνομα και ταυτότητα», για να έχουν και χρήσιμο αποτέλεσμα.

Διαφορετικά, καμία βελτίωση, καμία πρόοδος δεν πρόκειται να γίνει και οι

αδυναμίες και οι παθογένειες θα συνεχίζονται αμείωτες ή και επιδεινούμενες.

Ευάγγελος Βενιζέλος

Υπουργός Πολιτισμού

Η ανασφάλεια εκδηλώνεται πολύ συχνά ως συντηρητισμός και ως προσήλωση σε

παραδοσιακές αξίες. Η αδυναμία συμμετοχής εκδηλώνεται επίσης πολύ συχνά ως

αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και της χρησιμότητας των πολιτικών θεσμών της

αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Αναδεικνύονται έτσι τα δύο μεγάλα ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας. Ο

διαχωρισμός της, πρώτον, σε δύο ημισφαίρια: ένα της «κοινωνίας της ασφάλειας»

και ένα της «κοινωνίας της ανασφάλειας». Η δυσκολία, δεύτερον, της πολιτικής

να πείσει για τη δυνατότητά της να αλλάξει τις συνθήκες σε συγκεκριμένο και

ατομικό επίπεδο.

Όλα αυτά προσλαμβάνουν ακόμη εντονότερες διαστάσεις όταν εμφανίζονται ως

παιδικός ή νεανικός «συντηρητισμός», δηλαδή ως εσωστρέφεια που δεν είναι

τίποτε άλλο παρά όψη της αβεβαιότητας.

Γι’ αυτό έχει σημασία ο στόχος του «μη αποκλεισμού». Μόνο μια κοινωνία του μη

αποκλεισμού μπορεί να υπερβεί αυτές τις αντιδράσεις και να αναδείξει τη

δημιουργική και αισιόδοξη πλευρά της κοινωνίας μας. Αυτό είναι το μεγάλο

στοίχημα της περιόδου αυτής που συμβαδίζει και με τη μεγάλη πρόκληση του 2004.

Μια πρόκληση που όλοι οι Έλληνες πολίτες ­ ιδίως οι νέοι ­ πρέπει να τη

νιώσουν ως δική τους υπόθεση και ευκαιρία.

Για όλα αυτά χρειάζονται αποφάσεις, μέτρα, πρωτοβουλίες, τομές και αυτό

επιδιώκουμε να κάνουμε με όλα τα προβλήματα που υπάρχουν.

Χρειάζεται όμως και άλλο κλίμα. Άλλος τόνος στον δημόσιο λόγο μας καθώς η

κοινωνία αποκτά τη συλλογική της συνείδηση μέσα από τον τρόπο που προσλαμβάνει

τις καταστάσεις και τα γεγονότα.

Προκόπης Παυλόπουλος

Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας

Έχω την αίσθηση ότι αυτή η μειωμένη αξιοπιστία είναι, κατά κύριο τουλάχιστον

λόγο, αποτέλεσμα των συνεπειών και των παρενεργειών της «εικονικής

πραγματικότητας» πάνω στη νεολαία. Δηλαδή πάνω στο τμήμα εκείνο του πληθυσμού

το οποίο βρίσκεται περισσότερο από κάθε άλλο εκτεθειμένο στην ανασφάλεια και

τη συνακόλουθη αγωνία τού αύριο και, γι’ αυτό, αισθάνεται πιο πολύ την ανάγκη

της ύπαρξης οράματος και αντιστοιχίας λόγων και έργων.

Στη διαμόρφωση αυτής της «εικονικής πραγματικότητας» συμπράττουν ­ πώς άλλωστε

θα μπορούσε να είναι διαφορετικά ­ σχεδόν ισοτίμως αρκετά ηλεκτρονικά ΜΜΕ και

ορισμένοι εκπρόσωποι του πολιτικού κόσμου. Τα πρώτα διότι, όπως ήδη τόνισα,

προσαρμόζουν την είδηση και την αντίστοιχη επικαιρότητα πάνω στην προκρούστεια

κλίνη των δεικτών θεαματικότητας. Και οι δεύτεροι επειδή, για να εξασφαλίσουν

την τόσο «πολύτιμη» για την εκλογή ή την επανεκλογή τους αναγνωρισιμότητα,

ανταποκρίνονται με πειθήνια διάθεση στις ανάγκες του μέσου και όχι της

πολιτικής.

Νίκος Σοφιανός

Γραμματέας του Κ.Σ. της ΚΝΕ

Και από τη δημοσκόπηση φαίνεται η αντιφατικότητα που υπάρχει στον τρόπο που

εκφράζεται η συνείδηση της νεολαίας, αλλά και οι μεγάλες δυνατότητες που

υπάρχουν να κερδηθεί η νέα γενιά στον αγώνα για μια άλλη κοινωνία. Κατ’ αρχήν

έχουμε μεγάλη δυσπιστία για το πόσο υπερήφανοι είναι οι νέοι για τον

«ειρηνευτικό» ρόλο που παίζουν οι Ένοπλες Δυνάμεις κάτω από τις ΝΑΤΟϊκές

εντολές, για το πόσο εμπιστεύονται θεσμούς, όπως την αστυνομία και τα

δικαστήρια που πρόσφατα έδειξαν και τον παιδαγωγικό τους ρόλο, και το πόσο

υπακούουν στις «εντολές» υποταγής του Χριστόδουλου.

Αυτό όμως που είναι ιδιαίτερα σημαντικό είναι πως οι νέοι στην πλειοψηφία τους

αμφισβητούν το «όραμα» και τον «μονόδρομο» της Ε.Ε. και δεν έχουν καθόλου σε

«υπόληψη» τους «συμμάχους», ιδιαίτερα τους Αμερικάνους.

Όσο για το μέλλον τους, καταλαβαίνουν σε συντριπτικό ποσοστό πως η κοινωνία

μας είναι μια ζούγκλα, πως η πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα χειροτερεύει τη

ζωή τους και ενώ από τη μια η λογική του «εύκολου κέρδους» δεν έχει καμία

απήχηση στη νεολαία, από την άλλη αξίες όπως η αλληλεγγύη και η συμμετοχή στην

πολιτική αγγίζουν πολύ μεγάλα τμήματα των νέων.

Δημήτρης Παπαδημούλης

Μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΝ

Η ανησυχητική ένταση της ξενοφοβίας, ο ισχυρός εθνοκεντρισμός, οι συμπάθειες

σε άλλους λαούς με κριτήρια κυρίως θρησκευτικά και πολιτιστικά συμβαδίζουν με

την πτώση της αξιοπιστίας των δημοκρατικών πολιτικών θεσμών.

Καθρεφτίζουν την αδυναμία της «πολιτικής» να δώσει επαρκείς απαντήσεις στις

προσδοκίες των νέων ανθρώπων για εκπαίδευση, απασχόληση, εξέλιξη και ανάπτυξη

της προσωπικότητάς τους.

Αυτή η τάση συμβαδίζει με αντίστοιχα παγκόσμια ρεύματα όπου ο άνεμος φυσάει

προς τα δεξιά.

Αντανακλά ωστόσο, μιλώντας και για την Ελλάδα, την κάμψη παραδοσιακών αξιών

της Αριστεράς. Θέτει επί τάπητος την ανάγκη μιας νέας σύζευξης των αξιών της

αλληλεγγύης και της ισότητας με το αίτημα της ατομικότητας.

Κυρίως όμως θέτει θέμα ριζικής ανανέωσης, αποτελεσματικότητας και κυρίως

συνέπειας λόγων και έργων για την ίδια την πολιτική.

Η ανασφάλεια για το μέλλον, ο φόβος για τους «άλλους» και η επιστροφή σε

«αξίες» του παρελθόντος μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνον αν η πολιτική

αποδείξει ότι ασκείται για να λύνει προβλήματα των πολιτών και όχι των πολιτικών

ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ

Σταμάτης Αλαχιώτης

(πρόεδρος Παιδαγωγικού Ινστιτούτου)

Ένα συνεχές ζητούμενο για τους νέους είναι η κατανόηση του παιδαγωγικού

περιβάλλοντος που δημιουργούν οι μεγάλοι, και για τους μεγάλους, ο κόσμος που

παραδίδουν στην επόμενη γενιά. Γι’ αυτό καταγράφεται στη σύγχρονη κοινωνία μας

ως πρώτο χαρακτηριστικό η αμφισβήτηση αλλά και η σύγχυση. Η προτίμηση

παραδοσιακών αξιών αντανακλά την ανασφάλεια στη σύγχρονη εποχή μας, ενώ η

αμφισβήτηση σύγχρονων προσπαθειών πρέπει να ερμηνευθεί ως αγωνία για το κατά

πόσον η σύγχρονη κοινωνία μπορεί να προσεγγίσει επιτυχείς νεωτερισμούς. Γι’

αυτό υπάρχει αρνητική στάση και ως προς την πολιτική, της οποίας τη δύναμη

κοινωνικής παρέμβασης βλέπουν να μειώνεται. Γι’ αυτό και η δημοκρατία

εκλαμβάνεται με ποικίλους τρόπους και ως έννοια και ως πρακτική.

Αλέκα Κορωναίου

(επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου

Πανεπιστημίου)

Οι πολιτικοί θεσμοί κρίνονται από άποψη εμπιστοσύνης, δεν είναι φερέγγυοι κι

επομένως δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν την «πελατεία» τους. Κι αυτό είναι ένα

ισχυρό μήνυμα προς τους πολιτικούς. Οι μαθητές δεν εμπιστεύονται το σχολείο,

γιατί σε μια εποχή που περνάμε κρίση στα εργασιακά, αυτό ταυτίζεται με την

επαγγελματική αποκατάσταση. Αν το σχολείο δεν αλλάξει ρόλο και δεν δώσει

οράματα, έχει χάσει το παιχνίδι. Η στροφή προς την Εκκλησία σηματοδοτεί την

ανάγκη για πνευματικότητα, αφού η πολιτική έχει υπερνοηματοδοτήσει την

οικονομική ανάπτυξη. Τι λείπει; Ο ελεύθερος χρόνος. Κι εκεί διακυβεύεται η

δημοκρατία.

Δημήτρης Χαραλάμπης

(καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρόεδρος της

Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης)

Πρόκειται για την επιβεβαίωση μιας τάσης που διαφαίνεται στην ελληνική

κοινωνία εδώ και 12 χρόνια: η επιστροφή σε αυταρχικές παραδοσιακές αξίες και η

απομάκρυνση από την ιδέα της Ε.Ε. Ο λόγος είναι ότι οι Έλληνες έχουν έντονη

πολιτισμική αντίληψη του έθνους και όχι πολιτική, ώστε αρχή να είναι ο

πολιτισμός της Ορθοδοξίας και της παράδοσης και όχι ο συνταγματικός. Αυτή η

εθνοκεντρική αντίληψη ήταν πάντα λανθάνουσα στην ελληνική κοινωνία. Η

υποτιθέμενη απειλή της ταυτότητας και του πολιτισμού μας. Δεν πιστεύουμε σ΄

έναν πολιτισμό ανοχής και δημοκρατίας, αλλά σε μια εικόνα εθνικής υπεροχής.

Χρήστος Χρήστου

(πρόεδρος Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας)

Οι νέοι έχουν τελείως διαφορετικές απόψεις από τις αναμενόμενες.

Αναλογιστήκαμε αν έχουν ενημερωθεί για τα θετικά και αρνητικά της

πολυπολιτισμικής κοινωνίας μας, αν έχουν βιώσει τα αγαθά της Δημοκρατίας, αν

έχουν αντιληφθεί τα προνομιακά δικαιώματα της ισονομίας και της ισοπολιτείας

που απολαμβάνουν; Δικαιολογούμε τον αυθορμητισμό των νέων μας, χωρίς να

συμμεριζόμαστε απόλυτα τις ιδέες τους. Καταλαβαίνουμε ότι εκφράζουν τις

ανησυχίες τους για το μέλλον. Αυτό δεν είναι ένα σημαινόμενο της υπευθυνότητας

που έχουν, η οποία όμως δεν καταγράφηκε ως «σημαίνον» στην έρευνα; Κάτω από

τις κατάλληλες συνθήκες η υπευθυνότητά τους θα μεταμορφωθεί από «δυνάμει

είναι» σε «ενέργεια είναι» και τότε θα εκπλαγούμε από τις αντιδράσεις τους.

Αντώνης Μακρυδημήτρης

(καθηγητής Διοικητικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών)

Η άνοδος της ευημερίας δημιουργεί στις κοινωνίες συνολικά μια στροφή των

ανθρώπων προς τις μεταϋλιστικές αξίες και φαίνεται πως αυτή είναι η τάση και

στην ελληνική κοινωνία. Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσον αυτές οι αξίες

στρέφονται προς την κατηγορία ενός νεοσυντηρητισμού ή ενός πνευματικού

προοδευτισμού, κάτι που δεν είναι ακόμη σαφές. Αυτό που φαίνεται, είναι μια

επιφυλακτική στάση απέναντι σε θεσμούς αιχμής της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας:

Στην πρώτη περίοδό της, αποδιδόταν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους πολιτικούς

θεσμούς, που είχαν «βασανιστεί» τα προηγούμενα χρόνια. Σήμερα, όμως, η

σταθεροποίησή της είχε ως μη αναμενόμενη συνέπεια το γεγονός ότι πλέον

υποτιμάται η αξία των πολιτικών αξιών και σημειώνεται στροφή προς μη πολιτικές

αξίες. Μετά τη σταθεροποίηση επήλθε ο κορεσμός, γιατί λείπει ο γενικότερος

πνευματικός ορίζοντας των πραγμάτων, η «Μεγάλη Ιδέα». Η ελληνική κοινωνία

αντιμετωπίζει ένα κενό προσανατολισμού, μια πνευματική ξηρασία. Και βρίσκεται

μεταξύ της ετοιμότητας προς συντηρητικές αντιλήψεις και την αγωνία για κάτι

καινούργιο. Αυτή είναι και η πρόκληση για τον πνευματικό και πολιτικό κόσμο:

να διαμορφωθούν νέοι προσανατολισμοί. Είμαστε σε αναζήτηση και δεν έχει βρεθεί

ακόμα το ακριβές στίγμα: θα κλειστούμε στον εαυτό μας και σε ρατσιστικές

αντιλήψεις, ή σε κάτι άλλο, μη υλιστικό;

Μαριέττα Ρήγα – Πεπελάση

(ψυχολόγος)

Δεν ικανοποιείται η ανάγκη της περιέργειας που μάς ωθεί να ανακαλύψουμε

καινούργια πράγματα. Αυτό δημιουργεί άγχος, ένταση και απογοήτευση που

παλαιότερα εκδηλωνόταν με επιθετική συμπεριφορά. Ωστόσο σήμερα, γονείς,

μαθητές και εκπαιδευτικοί βλέπουν ότι έτσι δεν επιτυγχάνονται αλλαγές και

επιστρέφουν στις παραδοσιακές αξίες, όπου μπορούν να βρουν μία ισορροπία.

Έχουν έλλειψη κάλυψης των ψυχολογικών αναγκών της σταθερότητας ­ με τις

συνεχείς αλλαγές του εκπαιδευτικού συστήματος δεν μπορούν να προβλέψουν τι θα

γίνει έπειτα από 2 χρόνια ­ και της καταλληλότητας ­ δείχνουν να μην μπορούν

να τα καταφέρουν σε αυτό το σύστημα που απαιτεί υψηλή τεχνογνωσία. Αποτέλεσμα

είναι μαθητές και καθηγητές να μην εμπιστεύονται τους εαυτούς τους.

Νίκος Τσούλιας

(πρόεδρος ΟΛΜΕ)

Η έρευνα καταγράφει συντηρητικές στάσεις και συμπεριφορές των νέων, απόρροια

της κρίσης των ανθρωπιστικών αξιών από τον έντονο ανταγωνισμό και τον χυδαίο

καταναλωτισμό. Οι μαθητές βιώνουν μια μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στη

«εκπαιδευτική κουλτούρα» και στην «κουλτούρα της αγοράς». Αυτή η αντίθεση

τροφοδοτεί την αμφισβήτηση του εκπαιδευτικού συστήματος, γιατί οι περισσότερες

παιδαγωγικές αξίες δεν νομιμοποιούνται στη μετέπειτα κοινωνική πορεία του

μαθητή. Όσον αφορά την προσκόλληση σε παραδοσιακούς θεσμούς, καμιά

δαιμονοποίηση του όποιου «καινούργιου» δεν μπορεί να δώσει προοπτική. Πρέπει

να μάθουμε στους νέους μας όχι μόνο πώς να γνωρίζουν τον Κόσμο, αλλά και πώς

πρέπει να τον αλλάξουν. Το θέλουμε όμως αυτό;

Δημήτρης Μυταράς

(ζωγράφος)

Αυτό που σημειώθηκε γενικά ήταν το πρόβλημα της έλλειψης αξιών σε σχέση με τις

παλιότερες εποχές ’70-’80, όπου η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ταραγμένη. Ίσως

αυτό βοηθούσε στην ύπαρξη στόχων και αξιών για τους νέους, έστω και αν συχνά

τις θεωρούσαν λανθασμένες. Σίγουρα τότε υπήρχε ένα πνεύμα αναζήτησης και

ανανέωσης που ξεκινούσε από τη νεολαία.

Έκτοτε όλα αυτά κινήθηκαν σε φθίνουσα κατάσταση.

Πιστεύω ότι η φθορά προήλθε από πολλές μεριές. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στο

σύστημα που μας κυβερνούσε, το ότι η οικονομική κατάσταση, όπως και να το

κάνουμε, ήταν καλύτερη. Μολαταύτα όμως, επικράτησε μια αναζήτηση εύκολων

αξιών, οι οποίες μειώθηκαν όλο και περισσότερο, φθάνοντας σήμερα σε μια

ανυπαρξία.

Η ξενοφοβία μαζί με τα καινούργια προβλήματα, όπως είναι η ανεργία, συνδέεται

με την έλλειψη οποιασδήποτε πίστης στο πολιτικό σύστημα. Η διαφθορά, η οποία

είναι κάθετη, σε σημείο ανήκουστο σ’ όλο τον ελληνικό χώρο, δηλητηριάζει τις

σχέσεις της νεολαίας με το κοινωνικό σύνολο και την εκτρέπει σε αναζήτηση

ορισμένων σταθερών αξιών, οι οποίες μας επαναφέρουν στην περίοδο του ’50-’60,

μετά τον Εμφύλιο, όταν η Ελλάδα ήταν σε κάποια στάδια ανασυγκρότησης.

Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι ακριβώς, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, είναι η

εποχή που οι θρησκευτικοί φανατισμοί, ο στρατός, η Εκκλησία, η εκπαίδευση

είναι σαν μια σανίδα σωτηρίας που την αρπάζει κανείς στη θάλασσα για να σωθεί

μην έχοντας τίποτα άλλο μπροστά του. Μόνο έτσι θα μπορούσα να δικαιολογήσω τη

στροφή των νέων των κλαμπ, των χωρίς έγνοιες ή χωρίς νέες ιδέες.