Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανορθολογισμού που παρατηρείται στο

εκπαιδευτικό μας σύστημα τις τελευταίες δεκαετίες είναι κατά τη γνώμη μου η

υπερβολική ανάπτυξη των φροντιστηρίων. Το πιο ανησυχητικό δε γεγονός είναι ότι

υπάρχει μια γενικευμένη αποδοχή της εν λόγω κατάστασης και το όλο πρόβλημα

παρουσιάζεται ως μια φυσιολογική εικόνα. Και έτσι η αχλύς της

«φυσιολογικότητας» καθησυχάζει σκέψεις και νοοτροπίες, ότι τα πράγματα καλώς

έχουν, αφού έτσι τα βρήκαμε. Δεν εγείρεται, δηλαδή, κάποια συγκροτημένη άποψη

αμφισβήτησης: είναι απαραίτητα τα φροντιστήρια;

Η κρατούσα μυθοπλασία ισχυρίζεται ότι το όλο μόρφωμα της παραπαιδείας είναι

απόρροια αδυναμιών της ουσιαστικής λειτουργίας της εκπαίδευσής μας, δημόσιας

και ιδιωτικής. Κάτι τέτοιο είναι εντελώς ανακριβές και μπορεί να διαπιστωθεί

μεθοδολογικά αν κάποιος αναλύσει είτε γενικά το όλο θέμα είτε

μικροκοινωνιολογικά ακόμα, και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Το υπόστρωμα που

επωάζει τη σημερινή φροντιστηριακή έκφραση οφείλεται στους εξής κυρίως λόγους:

α) στον ανταγωνισμό που συνοδεύει το σύστημα πρόσβασης των μαθητών από τη

δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην τριτοβάθμια, β) στην αυτονόητη μέριμνα των

γονέων να βοηθήσουν τα παιδιά τους σε μια εκπαιδευτική και ενδεχομένως σε μια

κοινωνική κινητικότητα για καλύτερη επαγγελματική εξέλιξη και γ) στην

πεποίθηση ότι κάθε παιδί χρειάζεται κάποια επιπλέον βοήθεια για να αποδώσει

περισσότερο στη σχολική κοινότητα. Οι εν λόγω αφετηρίες είναι υπαρκτές, οι

απολήξεις τους όμως αντιστρατεύονται βασικές παιδευτικές αντιλήψεις και

πρακτικές. Είναι πλέον ή βέβαιον όμως ότι κανένας δεν νοιάζεται να δοθεί στο

παιδί του κανενός είδους διαπαιδαγώγηση στο φροντιστήριο ή να του ανακαλύψει η

παραπαιδεία τα μυστικά και την πνευματική ανάταση της μαθησιακής λειτουργίας.

Εδώ όλες οι πλευρές (γονείς – μαθητές – φροντιστήρια) είναι κυνικά

ειλικρινείς. Επιζητούν μια απόλυτη προσήλωση, την τεχνική των εξετάσεων και

την απομνημονευτική δεξιότητα ως την υπέρτατη «εκπαιδευτική» νομιμοποίηση.

Αλλά αυτή η αντιμαθησιακή διάβρωση δεν σταματά εδώ. Γίνεται απόπειρα επέκτασης

αυτών των θεωρήσεων και στο Λύκειο. Ως ένα βαθμό θέλουν και το σχολείο να

μοιάζει με το φροντιστήριο!! Διαμορφώνεται, δηλαδή, μια αντίληψη

υποκουλτούρας, όπου η χρησιμοθηρία της εξεταστικής «γνώσης» επιβάλλεται στην

αυταξία και στη σπουδαιότητα της μάθησης και της μόρφωσης.

Χρειάζονται οι μαθητές επιπλέον στήριξη από τους γονείς; Φυσικά και ναι. Μόνο

που χρειάζονται παιδαγωγική στήριξη και όχι φροντιστηριακή. Οι γονείς, αντί να

ασχολούνται συστηματικά και επίμονα με την ολόπλευρη καλλιέργεια των παιδιών

τους, την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, τη διαμόρφωση αξιών, την αγάπη

προς τη μάθηση και το βιβλίο, την τόνωση των ονείρων και των φιλοδοξιών τους

κ.λπ., κ.λπ., προσπαθούν να ξεμπερδέψουν με αυτές τις ευθύνες δίνοντας χρήματα

για φροντιστήρια! Έτσι, φυσικά, όλη η έννοια της παιδείας χάνεται. Έχουμε

φθάσει μάλιστα στο σημείο να διαπαιδαγωγεί περισσότερο η τηλεόραση τα παιδιά

παρά η οικογένεια. Οι γονείς που τρέφουν τέτοιες λογικές δεν γνωρίζουν τις

πραγματικές ικανότητες των παιδιών τους (γιατί δεν ασχολούνται…), δεν

γνωρίζουν πώς ενθαρρύνονται οι παιδικές αναζητήσεις, δεν αντιλαμβάνονται πόσο

σημαντικό είναι το προσωπικό διάβασμα του παιδιού. Το σχολείο θέλει έναν

μαθητή που θα προσπαθεί να κατακτήσει τα νέα ευρήματα της γνώσης με επιμέλεια

και κόπο και, ει δυνατόν, με ερευνητικές και διεισδυτικές μεθόδους, παρά έναν

μαθητή που θα παίρνει «έτοιμες λύσεις» από τα φροντιστήρια. Οι γνώσεις δεν

είναι πληροφορίες για να «γεμίζουν κάποιο άδειο κουτί». Απαιτούν δοκιμασία,

προσωπική ενασχόληση με άνεση χρόνου, κουλτούρα φιλαναγνωσίας, οίστρο απορίας.

Τελικά, αναπαράγεται ένας φαύλος κύκλος της δήθεν αναγκαίας φροντιστηριακής

στήριξης από τις μικρές ηλικίες, που φτάνει συχνά μέχρι το Πανεπιστήμιο!!

Συμπερασματικά, ισχυρίζομαι ότι τα φροντιστήρια κάνουν μεγαλύτερη ζημιά απ’

όση βοήθεια φαινομενικά προσφέρουν, γιατί αλλοιώνουν την ουσία του σχολείου

και της εκπαίδευσης. Η ανάγκη των φροντιστηρίων είναι κατασκευασμένη, είναι

μια κακή επινόηση, ένας μύθος που συντηρείται για να μην ασχολούμαστε με την

ουσία της αγωγής και της μάθησης. Και φυσικά, την οικογένεια δεν την

ενδιαφέρει οποιαδήποτε διελκυστίνδα μεταξύ ιδιαίτερων μαθημάτων και

οργανωμένων φροντιστηρίων, αλλά το πώς θα απαλλαγεί απ’ αυτό τον

αντιεκπαιδευτικό βρόχο και από την χωρίς νόημα οικονομική αφαίμαξη. Ο μαθητής

πρέπει να μεταφέρει όλες τις παρατηρήσεις και τις απορίες του μέσα στο σχολείο

είτε στην ώρα του μαθήματος είτε κατά μόνας στον καθηγητή του είτε στην

ενισχυτική διδασκαλία.

Το σχολείο δεν δημιουργήθηκε για να τροφοδοτεί παραεκπαιδευτικές δομές.

Αντίθετα, είναι υποχρεωμένο να διδάσκει και να διαπαιδαγωγεί, να εμψυχώνει το

κάθε παιδί και να «βρίσκει τον θησαυρό» που κρύβει κάθε νέος μέσα του. Οι

γονείς οφείλουν να είναι απαιτητικοί από το σχολείο ως προς την εκπαίδευση των

παιδιών τους. Απαιτείται όμως και η δική τους παιδαγωγική ευθύνη και η σωστή

πνευματική ανατροφή των παιδιών τους. Ήδη, η φροντιστηριακή εικόνα

συρρικνώνεται για πολλούς λόγους και κυρίως γιατί δεν υπηρετεί πραγματικές

εκπαιδευτικές ανάγκες. Το επαγγελματικό μέλλον των χιλιάδων εκπαιδευτικών που

έχουν φροντιστηριακή ενασχόληση μπορεί να αντιμετωπιστεί, αν αναπτυχθούν τα

ολοήμερα Δημοτικά και Γυμνάσια όπου θα γενικευθούν οι μερικώς αναπτυγμένες

καινοτόμες και μη πολιτιστικές δράσεις του σχολείου (θέατρο, τέχνη, αγωγή

υγείας, περιβαλλοντική εκπαίδευση κ.λπ.). Και βεβαίως τότε το όφελος θα είναι

πράγματι μορφωτικό και αναπτυξιακό για την ελληνική κοινωνία. Η πρόκληση είναι

να αμφισβητηθεί η παραπαιδεία από λογικές ανάπτυξης του όλου «παιδαγωγικού

παραδείγματος», που υποφέρει στις λειτουργίες της σημερινής οικογένειας. Και

έτσι σήμερα που το σχολείο καλείται να σηκώσει περισσότερες ευθύνες στις

κοινωνίες της γνώσης, αυτή η αμφισβήτηση πρέπει να συνευρεθεί με ευρύτερα

παιδαγωγικά ρεύματα, που θα θέσουν το ζήτημα της παιδείας στη σωστή του βάση

ως αντίληψη και κυρίως ως άσκηση ζωής.

Ο Νίκος Τσούλιας είναι πρόεδρος της ΟΛΜΕ.