Η λειτουργία της Κατασκήνωσης Καβουρίου απασχολεί τον κ. Πέτρο Σπαράγγη,

επίτιμο διευθυντή του Ταμείου Νομικών.

«Η Κατασκήνωση του Καβουρίου ξεκίνησε να λειτουργεί τη δεκαετία του ’50 με

κατασκηνωτές τότε εργαζόμενα παιδιά και λειτουργεί επί πενήντα συναπτά έτη.

Εδώ και πολλά χρόνια φιλοξενεί σε ξεχωριστές περιόδους το καλοκαίρι παιδιά με

ειδικές ανάγκες ή μη, αλλά και ηλικιωμένους ανθρώπους. Τα σαράντα πέντε

περίπου στρέμματα συνολικής έκτασης της κατασκήνωσης, τα οποία βρίσκονται στην

πιο ακριβή περιοχή της Ελλάδας, αποτελούσαν αντικείμενο δικαστικής διαμάχης

μεταξύ του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και της Εκκλησίας για πολλά χρόνια.

Να σημειωθεί ότι υπεύθυνος φορέας για τη λειτουργία των κατασκηνώσεων πριν τις

τελευταίες δυσάρεστες εξελίξεις ήταν οι αρμόδιες Νομαρχίες.

Η υπόθεση έφτασε στον Άρειο Πάγο, η αμετάκλητη απόφαση του οποίου, προς γενική

έκπληξη όλων μας, ήταν υπέρ της Εκκλησίας. Αμέσως μετά την απόφαση αυτή, και

χωρίς ενδοιασμούς λόγω του υψηλού κοινωνικού έργου το οποίο επιτελείται επί,

επαναλαμβάνω, πενήντα συνεχή χρόνια, δικαστικοί κλητήρες με αντιπροσώπους της

Εκκλησίας προχωρούν στην καταστροφή των εγκαταστάσεων της κατασκήνωσης. Πέραν

της αξιοπερίεργης αδράνειας από τη μεριά του κράτους κατά τα τελευταία κρίσιμα

χρόνια της δίκης, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε κάτι επιλήψιμο στα παραπάνω

γεγονότα.

Η ηθική διάσταση των παραπάνω γεγονότων έγκειται στο εξής:

Παρ’ όλο που η έκταση της παιδικής εξοχής Καβουρίου έχει χαρακτηριστεί ως

πράσινο από τον Δήμο Βουλιαγμένης, η Εκκλησία αρνείται να διαθέσει, προσωρινά

τους καλοκαιρινούς μήνες, έστω και με κάποιο συμβολικό ποσό – ενοίκιο την

έκταση στον αρμόδιο φορέα. Έτσι ώστε να συνεχιστεί η λειτουργία της

κατασκήνωσης με κρατικές δαπάνες, όπως άλλωστε γίνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια

των 50 ετών λειτουργίας της και ταυτόχρονα να διασφαλιστεί η υπέρ της

Εκκλησίας κυριότητα.

Είναι κωμικοτραγικό το γεγονός ότι νομαρχιακοί φορείς προσπαθούν να συνεχίσουν

τη λειτουργία της κατασκήνωσης, κάτι που θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό τους,

ενώ από την άλλη πλευρά έχουμε να αντιμετωπίσουμε την αδιαλλαξία της Εκκλησίας

που προσπαθεί να ανακόψει ­ έστω και χωρογραφικά ­ έναν κοινωνικό θεσμό. Έναν

κοινωνικό θεσμό, τον οποίο θα μπορούσε και η ίδια να συνεχίσει με δικές της

δαπάνες, στη δική της πλέον έκταση και με δικούς της ανθρώπους, να λειτουργεί.

Πόσο δε μάλλον όταν για τη λειτουργία αυτού του χώρου και την καλύτερη

παραμονή και διαβίωση των φιλοξενουμένων έχουν διατεθεί χρήματα, ακόμα και από

ιδιωτική πρωτοβουλία, εκτός του δημοσίου προϋπολογισμού».