Ο πρώτος μεσολαβητής ήταν ο οικογενειακός γιατρός. Φίλος από χρόνια του

ζευγαριού, είχε ζήσει από κοντά την αγωνιώδη τους προσπάθεια για την απόκτηση

παιδιού, τους είχε ενθαρρύνει, τους είχε συμβουλεύσει, τους είχε συστήσει τα

καλύτερα κέντρα εξωσωματικής γονιμοποίησης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Κάποτε θα ξημερώσει και θα κοιτάξουν τον ήλιο κατάματα…

Δαπάνησε 13 ολόκληρα χρόνια από τη ζωή της η 52χρονη σήμερα Έλενα στον βωμό

της μητρότητας αλλά το δώρο δεν της χαρίστηκε από τη φύση ούτε από την

επιστήμη. Για έναν ανεξήγητο ιατρικά λόγο δεν μπόρεσε ποτέ να συλλάβει…

Είχε ήδη τρία χειρουργεία και 14 (!) απόπειρες εξωσωματικής στο ενεργητικό της

όταν «ένιωσα τα αποθέματά μου να στερεύουν, σαν μια βρύση που άδειασε ξαφνικά

από νερό. Δεν ήθελα πια να προσπαθήσω, δεν ήθελα με κανέναν να μιλήσω, τρύπωσα

στο καβούκι μου, δεν ξεμυτούσα από το σπίτι! Αισθανόμουν ανίσχυρη, άχρηστη,

λες και πλήρωνα για κάποια παλιά, ανομολόγητη αμαρτία…»

Ήταν καλοκαίρι του ’94 όταν την επισκέφθηκε πρώτα μια ανείπωτη θλίψη που άνευ

όρων της παραδόθηκε κι ύστερα η κατάθλιψη. Με όλα όσα την ακολουθούν ­

απραξία, νωθρότητα, χάπια και πάλι χάπια. Κι ο χρόνος άρχισε να μην έχει πια

καμιά σημασία…

Κύλησε ένα διάστημα, ήρθε το επόμενο καλοκαίρι κι ύστερα το φθινόπωρο: «Ο

άνδρας μου δεν άντεχε να με βλέπει έτσι παραδομένη. Η μόνη που άντεχα τον

εαυτό μου ήμουν εγώ, γιατί μου άρεσε έτσι όπως είχα βουλιάξει. Δεν πονούσα πια

και δεν υπήρχε ερέθισμα λύπης ή χαράς στο οποίο να αντιδρούσα…»

Συζήτησε πρώτα την ιδέα ο σύντροφός της με τον οικογενειακό γιατρό κι ύστερα

μίλησαν μαζί της. Τους άκουγε στην αρχή αδιάφορα, δεν καταλάβαινε, μα μετά,

σαν κάτι να αφυπνίστηκε μέσα της. Η λύση της υιοθεσίας δεν ήταν μια λύση που

τους άφησε ποτέ αδιάφορους: «Είχαμε χάσει όμως πολύτιμο χρόνο, η ηλικία μας

δεν μας επέτρεπε να περιμένουμε πέντε, έξι ή εφτά χρόνια ακόμα μέχρι να

πάρουμε ένα παιδί από το «Μητέρα» όπου, ακόμη κι αν δέχονταν την αίτησή μας,

δεν θα έπαιρνε ποτέ αριθμό προτεραιότητας! Μπορούσαμε όμως να καταφύγουμε στην

ιδιωτική υιοθεσία όπου τα πράγματα ήταν απλούστερα…

Μας είπε ο φίλος μας ότι πολλές νεαρές κοπέλες γεννούν μωρά που δεν μπορούν να

μεγαλώσουν και συνήθως, έναντι κάποιου τιμήματος, τα δίνουν για υιοθεσία. Ο

ίδιος δούλευε σ’ ένα ιδιωτικό νοσοκομείο και είχε τη δυνατότητα να εντοπίσει

μια τέτοια περίπτωση…»

Η ζήτηση είναι πάντα μεγαλύτερη από την προσφορά. Η όλη διαδικασία για να

υιοθετηθεί ένα μωρό από το Κέντρο Βρεφών «Μητέρα» φτάνει έως τα 5 χρόνια. Όλοι

θέλουν ένα υγιές μωρό. Ελάχιστοι κάποιο με πρόβλημα…

Στην αρχή η ιδέα τής φάνηκε αποκρουστική, χυδαία, παράλογη. Είχε μια έντονη

αντίδραση ­ ύστερα από τόσους μήνες άρχισε να κλαίει απαρηγόρητη. Είχαν

ξοδέψει ήδη «τρία… διαμερίσματα σε γιατρούς και απόπειρες τεκνοποίησης, δεν

υπήρχε πρόβλημα χρημάτων, μα στη σκέψη και μόνο ότι θα πληρώναμε κάποιο ποσό

για να χαρούμε ένα παιδί ένιωσα να τρελαίνομαι. «Ας το ξεκινήσουμε», είπε ο

άνδρας μου, «κι αν δεις ότι δεν μπορείς να το αποδεχθείς, δεν προχωράμε». Ήταν

τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα μου η επιθυμία που έκλεισα τα μάτια, έσφιξα τα δόντια

και είπα το ναι…»

Ήταν ένα «ναι» που μόλις ακούστηκε. Αλλά, περιέργως, τα χάπια έφυγαν από το

κομοδίνο της, τα παντζούρια άνοιξαν και το σπίτι φωτίστηκε, εκείνη βγήκε έξω

από το σπίτι, άρχισε να βρίσκει και να συναρμολογεί τα κομμάτια του παλιού της

εαυτού. Η ζωή δεν ήταν πια μόνο νύχτα ­ είχε και πάλι τα πάνω και τα κάτω της:

«Όλο εκείνο το διάστημα της αναμονής προσπαθούσα να καταστείλω τη μέσα μου

εξέγερση και να με πείσω ότι αν ερχόταν στη ζωή μας ένα τέτοιο μωρό και δεν το

παίρναμε, με μαθηματική ακρίβεια θα έφτανε στην αγκαλιά κάποιου άλλου

ζευγαριού…»

Ήταν ο δικός της τρόπος να καταπνίξει τις ενοχές που ήδη ένιωθε. Το μωρό ήρθε

στη ζωή τους την άνοιξη του ’97. Ένα πανέμορφο και καλοκαμωμένο κοριτσάκι που

γεννήθηκε σε ιδιωτικό μαιευτήριο από τη 19χρονη μητέρα του. Η κοπέλα

προερχόταν από διαταραγμένο σπιτικό και γεννούσε το δεύτερο παιδί της. Σε ένα

άλλο άτεκνο ζευγάρι είχε «παραδώσει» και το πρώτο.

Έμαθαν για εκείνη ενώ βρισκόταν στον τέταρτο μήνα εγκυμοσύνης. Είχε φύγει από

το σπίτι της και ζούσε πότε στον δρόμο και πότε κάτω από το βάρος προσωρινών

«συμβιώσεων» ­ από εκείνες που ζητούν την «αντιπαροχή» τους. Ανέλαβαν τα πάντα

­ τη φιλοξενία της σε διαμέρισμα που της παραχώρησαν, το ντύσιμο και τη

διατροφή της, τις εξετάσεις, τον τοκετό. Για κανένα από όλα αυτά δεν θα ένιωθε

τύψεις η Έλενα, αν δεν υπήρχαν και οι άλλες απαιτήσεις ­ προκειμένου να τους

δοθεί το μωρό: «Είναι διαφορετικό να συμφωνεί μια άγαμη γυναίκα να δώσει το

παιδί της για υιοθεσία για το δικό του καλό και εσύ από την πλευρά σου να

κάνεις ό,τι περισσότερο μπορείς για να της εξασφαλίσεις μια καλύτερη ζωή, και

διαφορετικό να βάζει στη ζυγαριά τη ζωούλα που κυοφορεί και να την

«παζαρεύει»! Της προτείναμε να γράψουμε στο όνομά της το διαμέρισμα όπου ήδη

έμενε, να έχει εξασφαλισμένη στέγη και να της βρούμε μόνιμη δουλειά. Δεν ήθελε

το διαμέρισμα ούτε δουλειά. Το μόνο που ζήτησε ήταν ένα βιβλιάριο τραπέζης στο

όνομά της με 5.000.000 δραχμές σε πρώτη ζήτηση και πριν από τη γέννηση του

παιδιού…»

Τελικά, αυτό έγινε. Τα χρήματα που κατατέθηκαν ήταν περισσότερα ­ η Έλενα δεν

θέλει να πει πόσα. Το «μωρό» τους γεννήθηκε, όλα πήγαν κατ’ ευχήν και την

ημέρα που μωρό και μητέρα πήραν εξιτήριο από το νοσοκομείο, το κοριτσάκι ήταν

κουρνιασμένο στη δική της αγκαλιά και έφυγαν με προορισμό το σπίτι τους και η

φυσική του μητέρα, με το βιβλιάριο καταθέσεων στην τσέπη, προς άγνωστη

κατεύθυνση.

Η νομική διευθέτηση

Όλα όσα ακολούθησαν έχουν τη νομότυπη γεύση. «Κάναμε μια απλή δήλωση στην

κοινωνική υπηρεσία της νομαρχίας της περιοχής μας, όπως ο νόμος προβλέπει, και

σε ένα τρίμηνο την αίτηση υιοθεσίας…»

Ανέθεσαν την υπόθεση σε δικηγόρο και συγκέντρωσαν όλα τα απαραίτητα

δικαιολογητικά. Τρεις μήνες μετά την αίτηση, τους επισκέφθηκε μια κοινωνική

λειτουργός από τη νομαρχία. Μέσα σε ένα μήνα ήταν έτοιμη η κοινωνική έκθεση

που ήταν, φυσικά, θετική.

Η δικάσιμος ορίστηκε δυόμισι μήνες αργότερα. Το μόνο πρόβλημα που υπήρξε σαν

νεφέλωμα στον ορίζοντα ήταν ότι ο άνδρας της Έλενας είχε διαφορά ηλικίας

μεγαλύτερη των 50 ετών από το μωρό.

Αλλά και αυτό διευθετήθηκε νομικά, αφού ο νέος νόμος περί υιοθεσίας δίνει το

δικαίωμα, αν συντρέχει η προϋπόθεση της ηλικίας για τον ένα σύζυγο, να μπορεί

να υιοθετήσει και ο άλλος. Έτσι, σε λιγότερο από ένα χρόνο η υιοθεσία

επισφραγίστηκε και ο κύκλος της υπόθεσης έκλεισε ­ πριν από τα Χριστούγεννα

του ’97…

Ο κύκλος της ευτυχίας είχε ήδη ανοίξει για το ζευγάρι ­ από την περασμένη

άνοιξη.

Ακριβοπληρωμένη ευτυχία ­ «όχι με την πεζή έννοια των χρημάτων αλλά με τη μέσα

σου αίσθηση και βεβαιότητα ότι πλήρωσες για κάτι που δεν αποτιμάται σε

χρήματα…» Η δική τους ευτυχία, λοιπόν, έχει όνομα της αρχαιότητας, είναι

τριάμισι χρόνων, με ξανθές μπούκλες και ολοφώτεινα πράσινα μάτια.

Το ίδιο φωτεινό είναι και το σπιτικό τους, ανοικτό στον ήλιο και πρόσωπο με τη

θάλασσα. Λέξεις-κλειδιά, όπως ενοχές και τύψεις; «Πολλές. Και ασύμφορες. Αλλά

κάθε φορά που την κοιτάζω σκέφτομαι ότι ήταν το ελάχιστο που μπορούσαμε να

κάνουμε για εκείνη. Πιστέψτε με, για ένα της χαμόγελο θα έδινα τα πάντα…»

«Όταν είδαμε για πρώτη φορά τον μικρό Θοδωρή…»

Η αγάπη, η σταθερότητα και η ασφάλεια «μεταμορφώνουν» σε χρόνο ρεκόρ ένα

εγκαταλελειμμένο μωρό…

Στη θάλασσα και στον ήλιο «βλέπει» και το σπιτικό του Δημήτρη και της

Αντωνίας. Είναι κι αυτό μια φωλιά αγάπης, αλλά δίχως ενοχές και τύψεις. Αυτό

το σπιτικό δεν έχει εξαγοράσει την ευτυχία του…

Ο Θοδωρής τους είναι μόλις 17,5 μηνών. Στις 22 του περασμένου Ιουνίου, αμέσως

μετά τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος, ήρθε στο σπίτι τους. Ήταν η τελευταία

έξοδος του μικρού από το τμήμα βρεφών του ΠΙΚΠΑ Πεντέλης. Έφυγε στην αγκαλιά

της Αντωνίας που δεν πατούσε στη γη από τη χαρά της. Είχε πάρει κι άλλες φορές

το ζευγάρι βόλτα έξω τον μικρό, στο στάδιο της γνωριμίας τους, αλλά αυτή τη

φορά επρόκειτο για τη μεγάλη έξοδο και δεν θα επέστρεφαν το απόγευμα πίσω…

Στους τρεισήμισι μήνες της συνύπαρξής τους με τον επίσημα πια γιο τους, ο

Δημήτρης και η Αντωνία γεύονται αυτό που μόνο ένας γονιός, μέσα από την πράξη

του ρόλου του, μπορεί να γευθεί. Είχαν ήδη πίσω τους μια δοκιμασμένη σχέση που

ξεκίνησε το ’83 κι επισημοποιήθηκε ­ διά γάμου ­ το ’86. Μια σχέση με

μετρημένες αντοχές, που μέσα από την καθημερινή τριβή της χρόνιας συμβίωσης

δεν μετέτρεψε σε τετριμμένα τα πράγματα, αλλά τα λείανε και στρογγύλεψε τις

αιχμηρές τους γωνίες…

«Το πολυπόθητο παιδί δεν ερχόταν στη ζωή μας και τα πρώτα χρόνια, πραγματικά

δεν μας ενδιέφερε» εξηγεί ο Δημήτρης. «Νομίζαμε ότι είχαμε χρονικά περιθώρια,

αλλά όταν εξαντλήθηκαν κι αυτά, αρχίσαμε τα γνωστά… να τρέχουμε στους

γιατρούς, να κάνουμε προσπάθειες εξωσωματικής ­ τέσσερις συνολικά στο

νοσοκομείο Αλεξάνδρας, με «μισό» αποτέλεσμα, πρώτα σύλληψη κι ύστερα

αποβολή…»

Ο Δημήτρης δεν άντεχε να ταλαιπωρείται η Αντωνία και η Αντωνία δεν άντεχε να

χάνει πολύτιμο χρόνο. Πήραν έγκαιρα την απόφαση να υιοθετήσουν, όντας πολύ

νέοι και οι δύο ­ εκείνη στα 34 κι εκείνος στα 36. Με εξασφαλισμένη καλή

υγεία, με σπίτι, ικανοποιητική εργασία, σταθερά εισοδήματα και… λευκό

ποινικό μητρώο, όπως λέει γελώντας ο Δημήτρης, είχαν ήδη κερδισμένους πόντους

στην υπόθεση υιοθεσίας: «Θεωρούσαμε και οι δύο ότι η νομότυπη διαδικασία είναι

πάντα καλύτερη, όσο κι αν περιμένεις. Ξέραμε πόσο «εύκολα» σε μια εποχή που

όλα αγοράζονται, μπορεί κανείς να «αγοράσει» και ένα μωρό. Αλλά ήταν μια ξένη

αντίληψη και για μένα και για την Αντωνία… Αν αποκτούσαμε παιδί, θέλαμε να

μπορούμε μια μέρα να το κοιτάζουμε στα μάτια και να το βοηθούσαμε, αν εκείνο

ήθελε, να ψάξει το παρελθόν του…».

Ήξεραν για τις διακρατικές συμφωνίες, ειδικά ανάμεσα στην Ελλάδα και τη

Ρουμανία και στην αρχή σκέφθηκαν αυτόν τον τρόπο υιοθεσίας: «Μια συνάδελφός

μου όμως στη δουλειά, που είχε ήδη ξεκινήσει προσπάθειες να πάρει μωρό από τη

Ρουμανία, με πληροφόρησε ότι ήταν μια ακριβή διαδικασία, είχε ήδη ξοδέψει

6.000.000 δραχμές και η υπόθεσή της δεν είχε ακόμη τελειώσει. Τα χρήματα

υπήρχαν, αλλά σκεφθήκαμε ότι ήταν καλύτερα να τα επενδύσουμε στο ίδιο το

παιδί, παρά στη διαδικασία απόκτησής του. Έτσι αποφασίσαμε τον Μάρτιο του ‘ 98

να κάνουμε την αίτησή μας στο ΠΙΚΠΑ…».

Τους φάνηκε γκρίζο και σκοτεινό το κτίριο της οδού Τσόχα 5, το πρώτο πρωινό

που το επισκέφθηκαν: «Η ευγένεια της κυρίας που μας υποδέχθηκε στο γραφείο της

κοινωνικής υπηρεσίας, μας… «ξεπάγωσε». Παγώσαμε και πάλι όταν μας ενημέρωσε

ότι εκείνο το διάστημα, επειδή υπήρχαν πολλές αιτήσεις, το Δ.Σ. του ΠΙΚΠΑ είχε

αποφασίσει να μη δέχεται για λίγο νέες αιτήσεις. Η Αντωνία έβαλε τα κλάματα,

εγώ πίεσα λίγο την κατάσταση, δέχθηκαν την αίτησή μας. Προτιμήσαμε το ΠΙΚΠΑ

από το «Μητέρα» γιατί δεν είχε τόσο μεγάλες λίστες και ο χρόνος αναμονής ήταν

μικρότερος…».

Έφυγαν από το ΠΙΚΠΑ γνωρίζοντας όλη τη διαδικασία και τον χρόνο που

απαιτείται. Στην αρχή, τους φάνηκε μακρύς αυτός ο χρόνος, αλλά στην πορεία

«αυτό το διάστημα αναμονής βοήθησε να ωριμάσει περισσότερο η απόφασή μας. Το

μόνο που είχαμε ζητήσει στην αίτησή μας, ήταν ένα γερό παιδί κι αν ήταν

δυνατόν, κορίτσι… Αλλά όταν έφτασε η σειρά μας να πάρουμε παιδί, ήταν και η

σειρά του Θοδωρή να υιοθετηθεί, όπως μας είπε η κοινωνική μας λειτουργός Μαρία

Ζώτου. Και φυσικά δεν είπαμε όχι. Ο μικρός μας είχε γεννηθεί τον Απρίλιο του

’99, από μητέρα που έδωσε ψεύτικα στοιχεία στο «Αλεξάνδρας», τον εγκατέλειψε

στο νοσοκομείο και όταν την αναζήτησε η Αστυνομία, ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο σε

ανύπαρκτη διεύθυνση…».

Στην πρώτη τους συνάντηση κρατούσαν δωράκια για όλα τα μωρά του θαλάμου. Όλα

έτρεξαν κοντά τους και σήκωσαν τα χεράκια να τα πάρουν αγκαλιά. Ο Θοδωρής

αποτραβήχτηκε σε μια άκρη: «Λες και ήξερε ότι είχαμε πάει για εκείνον κι ήθελε

να μας κεντρίσει περισσότερο το ενδιαφέρον…».

Έδειχνε παρά πολύ ήσυχος και είχε ένα βλέμμα σαν χαμένο ο Θοδωρής. Ακολούθησαν

πολλές επισκέψεις, πέρασαν πολλά πρωινά και απογεύματα μαζί του στο ΠΙΚΠΑ,

έκαναν πολλές βόλτες οι τρεις τους, αναγνώρισαν μαζί του τους ήχους των

αυτοκινήτων που εκείνος αγνοούσε, τα χρώματα της φύσης που ακόμα δεν είχε

δει… Μέχρι που το παιδί ήταν έτοιμο να πάει μαζί τους στο σπίτι τους ­ δύο

χρόνια και πέντε μήνες μετά την αίτησή τους: «Αυτος ο Θοδωρής λοιπόν, με το

χαμένο βλέμμα, δεν παίζεται πια. Είναι ένα πανέμορφο, πρόσχαρο και κοινωνικό

παιδί που οριοθετεί τον χώρο του, απαιτεί ό,τι χρειάζεται, κλαίει το πρωί που

μας αποχωρίζεται τρυπωμένο στην αγκαλιά της γιαγιάς του που πίνει νερό στο

όνομά του και κάνει του κόσμου τις χαρές το μεσημέρι που επιστρέφουμε…».

Είναι ένας Θοδωρής που δεν έχει απλά μαμά και μπαμπά, έχει παπούδες και

γιαγιάδες, θείους, θείες και ξαδέρφια. Ένα παιδί σε απόλυτη αρμονία με το

σύμπαν, αφού έτσι κι αλλιώς «το σύμπαν είναι ξετρελαμένο μαζί του! Είναι ένα

παιδί που βλέποντάς το και μόνο σε κουβαλάει μαζί του…».

Η Αντωνία δεν βλέπει την ώρα κάθε μέρα να επιστρέψει στο σπίτι από τη δουλειά

της. Κι εκείνος που είχε γεμίσει, ως χρόνιος… συνδικαλιστής, όλες του τις

ώρες, τρέχοντας από σωματείο σε σωματείο και από το σωματείο στην ομοσπονδία,

ψάχνει τώρα και βρίσκει ελεύθερες ώρες για να τις μοιράζεται με το παιδί.

Γιατί η ζωή πια έχει αποκτήσει άλλη ουσία και άλλη αξία…