Ξαφνικά, ο ΟΠΕΚ κέρδισε και πάλι την αίγλη και την αναγνώριση που είχε κατά τη

διάρκεια της δεκαετίας του ’70 και των αρχών της δεκαετίας του ’80. Στις αρχές

του 1999, ο Οργανισμός Εξαγωγικών Χωρών Πετρελαίου ήταν αποφασισμένος να

αυξήσει τις τιμές. Τον Μάρτιο του 1999 η τιμή του βαρελιού είχε πέσει περίπου

στα εννέα δολάρια ανά βαρέλι. Σε πραγματικούς όρους, η τιμή αυτή ήταν πολύ

χαμηλότερη από την τιμή του πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Στην

πραγματικότητα, στις αρχές του προηγούμενου χρόνου η τιμή του πετρελαίου ήταν

σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και πολύ φθηνότερη από το κόστος πολλών προϊόντων

και υπηρεσιών.

«Ήταν λοιπόν αναμενόμενο τον Μάρτιο του 1999 να καταφέρει να χαράξει μια κοινή

πολιτική και να αποκτήσει την πολιτική ενότητα που απαιτείτο, για να πάρει τη

μεγάλη απόφαση. Μείωσε την ημερήσια παραγωγή του κατά 2,1 εκατομμύρια βαρέλια

ή περίπου 8% και έδειξε μεγάλη αποφασιστικότητα στη διατήρηση της παραγωγής

του σε χαμηλά επίπεδα, ενώ η παγκόσμια ζήτηση αυξανόταν. Το αποτέλεσμα ήταν

εντυπωσιακό, αλλά ουσιαστικά δεν εξέπληξε κανέναν. Οι τιμές του πετρελαίου

έκαναν άλμα 50% μόλις δύο εβδομάδες μετά την απόφαση του πετρελαϊκού καρτέλ να

περικόψει την παραγωγή του, ενώ μέχρι τον περασμένο χειμώνα η τιμή του μαύρου

χρυσού είχε επιστρέψει στα επίπεδα μεταξύ 25 και 30 δολαρίων, στο υψηλότερο

επίπεδο των τελευταίων δέκα χρόνων, τόσο σε ονομαστικούς όσο και σε

πραγματικούς όρους.

Τις τελευταίες ημέρες, ωστόσο, η άνοδος της τιμής του πετρελαίου ξεπέρασε τα

όρια. Ξεπέρασε τα 34 δολάρια και το σημαντικότερο είναι ότι η αποτυχία του

ΟΠΕΚ να ελέγξει τις τιμές άρχισε να απειλεί την αναπτυξιακή πορεία της

παγκόσμιας οικονομίας και τις λεπτές πολιτικές ισορροπίες μεταξύ των

πετρελαιοπαραγωγών και των καταναλωτριών χωρών.

Οι πιέσεις

Οι πιέσεις προς τον ΟΠΕΚ για αύξηση της παραγωγής εντάθηκαν τις τελευταίες

εβδομάδες. Η τιμή του πετρελαίου πάνω από τα 34 δολάρια ήταν μια πολύ άσχημη

εξέλιξη όχι μόνο για την αμερικανική οικονομία, αλλά κυρίως για τις άλλες

χώρες. Λόγω της εξασθένησης του ευρώ και της ισχύος του δολαρίου, οι χώρες της

ζώνης του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος έχουν δεχθεί σοβαρά πλήγματα. Για

παράδειγμα, οι τωρινές τιμές του πετρελαίου είναι πολύ υψηλότερες, σε

πραγματικούς όρους, για τον Γερμανό καταναλωτή, σε σχέση με την τιμή του

πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και πολύ υψηλότερες σε σχέση με

τα τέλη της δεκαετίας του ’70, πριν από τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση. Κάτι

αντίστοιχο συμβαίνει και με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τώρα είναι ξεκάθαρο ότι η πτώση στις τιμές του πετρελαίου τις επόμενες

εβδομάδες θα λειτουργήσει προς όφελος τόσο των πετρελαιοπαραγωγών χωρών όσο

και των καταναλωτριών. Πολλοί οικονομολόγοι, θιασώτες των ελεύθερων αγορών,

υποστήριζαν κατά τη διάρκεια των χρόνων του αποδυναμωμένου ΟΠΕΚ ότι τα καρτέλ

δεν θα μπορούσαν να ελέγξουν τις απελευθερωμένες παγκόσμιες αγορές. Ωστόσο, σε

βραχυπρόθεσμη βάση αυτό δεν ισχύει. Το μερίδιο του ΟΠΕΚ στην παγκόσμια

παραγωγή πετρελαίου μπορεί να έχει πέσει κάτω από το 40%, ωστόσο οι χώρες-μέλη

του οργανισμού έχουν κατά 100% το μονοπώλιο της βραχυπρόθεσμης οριακής

(marginal) παραγωγής πετρελαίου, δηλαδή τη σημαντική αύξηση της παγκόσμιας

παραγωγής.

Αν η παγκόσμια οικονομία χρειάζεται περισσότερο πετρέλαιο και το χρειάζεται

άμεσα (που μπορεί να σημαίνει μέχρι και στα επόμενα δύο χρόνια), τότε ο ΟΠΕΚ ­

και συγκεκριμένα η Σαουδική Αραβία ­ είναι ο μοναδικός παράγοντας της

παγκόσμιας αγοράς που έχει τη δυνατότητα να το παράσχει.

Αυτό σημαίνει ότι ο ΟΠΕΚ μπορεί να αυξήσει τις τιμές ελέγχοντας την παραγωγή

του. Και αντίστροφα μπορεί να ρίξει τις τιμές, εφόσον αυξήσει την παραγωγή

του.

Αυτό δημιουργεί δύο βασικά ερωτήματα: Θέλει ο ΟΠΕΚ να ρίξει τις τιμές; Μήπως

είναι ήδη πολύ αργά για να μη δημιουργηθούν ελλείψεις στη σημαντικότερη αγορά,

την αμερικανική, πριν το επιπλέον σαουδαραβικό πετρέλαιο αρχίσει να φτάνει στα

διυλιστήρια;

Η δεύτερη ερώτηση μπορεί να απαντηθεί εύκολα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν

αποθηκεύσει ένα τεράστιο στρατηγικό πετρελαϊκό απόθεμα. Αυτό μπορεί να

απελευθερωθεί μέχρι και σε ρυθμούς 500.000 βαρελιών την ημέρα, στην περίπτωση

που οι τιμές συνεχίσουν την ανοδική τους πορεία. Στο παρελθόν, η χρήση του

αποθέματος δεν επετράπη λόγω ιδεολογικών εμποδίων που αφορούσαν στην απουσία

παρεμβάσεων από τις ελεύθερες αγορές. Τώρα, όμως, με τις προεδρικές εκλογές

στις ΗΠΑ να πλησιάζουν (7 Νοεμβρίου), ο πρόεδρος Κλίντον ­ και κατ’ επέκταση ο

δημοκρατικός υποψήφιος Αλ Γκορ ­ θα χειροκροτηθεί από τους ψηφοφόρους, αν

χρησιμοποιήσει το απόθεμα για να τους προσφέρει φθηνότερο πετρέλαιο θέρμανσης

και καύσιμα κίνησης.

Τι επιθυμεί, όμως, ο ΟΠΕΚ; Θέλει να δει τις τιμές σε χαμηλότερα επίπεδα; Η

απάντηση είναι «ναι». Με την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ, νέα πλούσια

κοιτάσματα μπήκαν στην αγορά για πρώτη φορά στην ιστορία. Όσο οι τιμές

παραμένουν κάτω από τα επίπεδα των 20 δολαρίων, η εκμετάλλευση των νέων

κοιτασμάτων είναι ασύμφορη. Με τις σημερινές τιμές, όμως, τα πρώην σοβιετικά

κοιτάσματα μπορούν, μέσα στα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια, να πλημμυρίσουν

την αγορά.

Ο μεγαλύτερος, όμως, κίνδυνος για τον ΟΠΕΚ προέρχεται από την πλευρά της

ζήτησης. Οι πικρές εμπειρίες των δύο πετρελαϊκών κρίσεων έδειξαν ότι οι

δυτικές οικονομίες μπορούν σταδιακά να απεξαρτηθούν από το πετρέλαιο. Ήδη, σε

πολλές πόλεις της Ευρώπης τα μέσα μαζικής μεταφοράς έχουν αρχίσει να

χρησιμοποιούν άλλες μορφές καυσίμων, όπως το φυσικό αέριο, ενώ παράλληλα έχουν

κάνει την εμφάνισή τους υβριδικά αυτοκίνητα. Απλά, όταν η τιμή του πετρελαίου

βρισκόταν κάτω από τα 20 δολάρια ανά βαρέλι, ήταν ασύμφορες οι επενδύσεις σε

έρευνα για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας.

Τη δεκαετία του ’70 δεν ήταν λίγοι αυτοί που μιλούσαν για την κατάρρευση της

παγκόσμιας οικονομίας, όταν τα πετρελαϊκά κοιτάσματα θα εξαντλούνταν. Κάτι

τέτοιο δεν ακούγεται σήμερα από κανέναν. Αν η παγκόσμια οικονομία συνεχίσει

την πορεία απεξάρτησής της από το πετρέλαιο, είναι πολύ πιθανό οι χώρες του

ΟΠΕΚ να βρίσκονται πάνω από τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου, που η αξία του θα

είναι μηδενική. Κάτι σαν τα αποθέματα άνθρακα στη Βόρεια Αγγλία που

απαξιώθηκαν και έμειναν για πάντα θαμμένα.

Ο σεΐχης Ζακί Γιαμανί, πρώην υπουργός Πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας, δήλωσε

κάποτε στους ομολόγους του του ΟΠΕΚ κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου: «Η

παλαιολιθική εποχή δεν τελείωσε, επειδή εξαντλήθηκαν οι πέτρες στον πλανήτη…».

Η παγκόσμια οικονομία απειλείται

Η κούρσα των διεθνών τιμών του πετρελαίου έχει

αρχίσει να προκαλεί έντονες ανησυχίες για τον κίνδυνο επιβράδυνσης της

παγκόσμιας οικονομίας. Τις τελευταίες ημέρες κορυφαίοι αξιωματούχοι διεθνών

οικονομικών οργανισμών έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για την άνοδο των

τιμών του μαύρου χρυσού.

Ο Μάικλ Μούσα, επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου

προειδοποίησε ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να

μειωθούν ακόμη και κατά μισή ποσοστιαία μονάδα στην περίπτωση που οι τιμές του

μαύρου χρυσού διατηρηθούν πάνω από τα επίπεδα των τριάντα δολαρίων για

αρκετούς μήνες.

Η δεύτερη προειδοποίηση ήρθε την Πέμπτη από τον πρόεδρο της Παγκόσμιας

Τράπεζας κ. Τζέιμς Γουόλφενσον. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του αδελφού

Οργανισμού του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην περίπτωση που οι τιμές του

πετρελαίου διατηρηθούν στα σημερινά υψηλά επίπεδα οι αναπτυσσόμενες χώρες, που

η οικονομία τους εξαρτάται άμεσα από τις εισαγωγές πετρελαίου, θα έχουν σοβαρά

προβλήματα.

Ο βαθμός ανησυχίας των Ευρωπαίων για την εκτόξευση των τιμών του πετρελαίου

φάνηκε τις τελευταίες ημέρες και από την πρόταση της Γαλλίας να

πραγματοποιηθεί άμεσα συνάντηση αξιωματούχων των Ηνωμένων Πολιτειών, του

Οργανισμού Εξαγωγικών Χωρών Πετρελαίου (ΟΠΕΚ) και της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης για

την αντιμετώπιση του ζητήματος. Ωστόσο η πρόταση έπεσε στο κενό καθώς

συνάντησε τις αντιρρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Παράλληλα θεωρήθηκε

ανέφικτη, καθώς οι ηγέτες των χωρών του ΟΠΕΚ συναντώνται την Τρίτη στο

Καράκας, την πρωτεύουσα της Βενεζουέλας, για να εξετάσουν την πολιτική του

Οργανισμού.