Άποψη του Σουλίου από το Κάστρο της Κιάφας, από το βιβλίο του Τ. S. Hughes,

Travels in Greece and Albania, τ. Β’, Λονδίνο 1830.

Το 1797, η Βενετική Δημοκρατία καταλύεται. Τα Ιόνια νησιά μαζί με τα

ηπειρωτικά εξαρτήματά τους περιέρχονται, με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (18

Οκτωβρίου 1797) στην κυριότητα της Γαλλίας. Τα Επτάνησα αποτελούν για τον

Ναπολέοντα σπουδαίο έρεισμα για την άσκηση της ανατολικής πολιτικής του.

Αμέσως θα επιδιώξει, όπως προηγουμένως και οι Βενετοί, να αποκαταστήσει

δεσμούς με τους πασάδες των απέναντι ακτών. Ο Αλή πασάς θα επιδιώξει, επίσης,

τη φιλία και υποστήριξη του νέου ισχυρού γείτονα. Ωστόσο, μετά την εκστρατεία

του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο και τη ρήξη των γαλλοτουρκικών σχέσεων ο Αλής

προσαρμόζεται αμέσως στη νέα συγκυρία, τασσόμενος ανοιχτά υπέρ του σουλτάνου

και του αντιπάλου στον Ναπολέοντα ευρωπαϊκού συνασπισμού. Η ήττα, μάλιστα, των

γαλλικών όπλων στο Αμπουκίρ (Αύγουστος 1798) εκτιμήθηκε από τον Αλή ως ευνοϊκή

περίσταση για την πραγματοποίηση του αμετακίνητου στόχου του, την απόκτηση

δηλαδή των πρώην βενετικών κτήσεων. Αρχές Οκτωβρίου 1798, στρατεύματα του Αλή

με επικεφαλής τον ίδιο και τον γιό του, Μουχτάρ, εμφανίζονται έξω από την

γαλλοκρατούμενη Πρέβεζα.

Η μάχη της Πρέβεζας

Ο Chabot, γενικός διοικητής των Ιονίων νήσων, διαθέτει μόλις 700 Γάλλους

στρατιώτες και 200 Πρεβεζιάνους για την άμυνα της πόλης. Οι Σουλιώτες, από την

αρχή της εγκατάστασης των Γάλλων στις πρώην βενετικές κτήσεις, τους είχαν

προσεγγίσει προτείνοντας αμοιβαία υποστήριξη. Ωστόσο, ο Chabot, έχοντας

οδηγίες να διατηρεί άριστες σχέσεις με τον Αλή, δεν φαίνεται να προχώρησε σε

κάποια ιδιαίτερη συμφωνία με τους αντιπάλους του Αλή, Σουλιώτες. Μετά την

ανατροπή όμως των υφισταμένων συμμαχιών, ο Chabot θα έλθει σε συνεννοήσεις και

με τοπικές ένοπλες δυνάμεις, στρατολογώντας τον καπετάν Χρηστάκη, γιο του

αρματολού της Λάμαρης, Σπύρου Καλόγερου, επικεφαλής ένοπλου σώματος στο οποίο

συμμετέχουν και 60 Σουλιώτες. Ωστόσο, η άμυνα της Πρέβεζας κατέρρευσε μπροστά

στον όγκο του εχθρού ­ 4.000 πεζοί και 3.000 ιππείς. Επακολούθησε άγρια σφαγή

των κατοίκων και λεηλασία της πόλης από τα στρατεύματα του Αλή.

Οι ιστορικοί της μάχης θα συμπεριλάβουν στα αίτια της πτώσης της Πρέβεζας την

αδιαφορία των Σουλιωτών για την άμυνά της, κυρίως όμως την ουδετερότητα που

τήρησε το γένος Μπότσαρη, την οποία και θα αποδώσουν στη δωροδοκία του αρχηγού

του γένους Γ. Μπότσαρη από τον πασά των Ιωαννίνων. Αν παρεμποδιζόταν η διάβαση

των στρατευμάτων του Αλή από τα στενά του Λούρου, περιοχή επιρροής του γένους

Μπότσαρη, οι Γάλλοι θα προλάβαιναν να οχυρώσουν την πόλη. Ωστόσο, ο

αληπασαδικός χρυσός δεν φαίνεται να ήταν η κύρια αιτία της απόφασης του Γ.

Μπότσαρη να απόσχει από την άμυνα της πόλης.

Τον Οκτώβριο του 1798 οι Σουλιώτες βλέπουν τους παλαιούς συμμάχους τους,

Ρώσους, να καταπλέουν στο Ιόνιο. Σε απάντηση της εκστρατείας του Βοναπάρτη

στην Αίγυπτο ο ενωμένος, πλέον, ρωσοτουρκικός στόλος κατευθύνεται εναντίον των

γαλλικών κτήσεων του Ιονίου. Στην περίπτωση της Πρέβεζας, ο διορατικός Γ.

Μπότσαρης διατηρεί ουδετερότητα αφενός επειδή θέλει να αποφύγει τη σύγκρουση

με τον ισχυρό Αλή, ο οποίος στη δεδομένη περίπτωση δρούσε επιπλέον στο όνομα

του σουλτάνου, αλλά και διότι η νέα συγκυρία προοιωνίζεται ως πιθανούς

συγκυρίαρχους της πρώην βενετικής κτήσης, τους Ρώσους, με τους οποίους οι

Σουλιώτες, και ιδιαίτερα το γένος Μπότσαρη, διατηρούν φιλικές σχέσεις. Όσο για

την παρουσία των εξήντα Σουλιωτών στην Πρέβεζα, επιβεβαιώνει, ακόμη μιά φορά,

την αυτενέργεια των σουλιωτικών γενών, στον πόλεμο ή στην ειρήνη,

Τα πηγάδια στον άνυδρο οικισμό του Σουλίου

Μετά την κατάληψη της Πρέβεζας, στις 12/24 Οκτωβρίου 1798, ο Αλή, θέλοντας να

επωφεληθεί από την αδυναμία των Γάλλων, πριν καταπλεύσει στην περιοχή ο

ρωσοτουρκικός στόλος, προελαύνει ταχύτατα και καταλαμβάνει τη Βόνιτσα,

πολιορκεί τη Λευκάδα και ζητά την άμεση παράδοση της Πάργας. Οι Πάργιοι

σπεύδουν να οργανώσουν την άμυνά τους συνεπικουρούμενοι και από τους

Σουλιώτες, οι οποίοι, αντιλαμβανόμενοι, πλέον, τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεχε

η εδαφική ακεραιότητα της περιοχής τους αν έπεφτε στα χέρια του Αλή και η

Πάργα, στέλνουν για βοήθεια ένα σώμα 300 Σουλιωτών από όλα τα γένη. Παρά τα

αλλεπάλληλα τελεσίγραφα του Αλή οι Πάργιοι αρνούνται να παραδώσουν την πόλη,

καταφεύγοντας, εν τέλει, στην προστασία του Ρώσου ναυάρχου Ουζακόφ. Ρώσικο

στρατιωτικό απόσπασμα υψώνει, τον Μάρτιο του 1799, στο φρούριο της Πάργας-

εκκενωμένο προ πολλού από τις γαλλικές δυνάμεις κατοχής-τη ρωσική και

οθωμανική σημαία.

Παρά την συμβολή του Αλή στην κατάληψη των γαλλικών κτήσεων, ο διακαής πόθος

εξόδου στο Ιόνιο και την Αδριατική δεν εκπληρώθηκε. Με τη Σύμβαση της

Κωνσταντινουπόλεως, στις 21 Μαρτίου 1800, τα Επτάνησα αποτελούν πλέον

ανεξάρτητο ενιαίο κράτος, υπό την προστασία της Πύλης και της Ρωσίας, με την

επωνυμία «Επτάνησος Πολιτεία», ενώ τα ηπειρωτικά εξαρτήματα των πρώην

βενετικών κτήσεων-Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα και Βόνιτσα- ενσωματώνονται στην

Οθωμανική Αυτοκρατορία ως προνομιακές κτήσεις του σουλτάνου. Η Πύλη στέλνει

φιρμάνι στον Αλή να αποσύρει αμέσως τα στρατεύματά του από τις πρώην βενετικές

κτήσεις, οι οποίες ετίθεντο, εφεξής, υπό τη διοίκηση του εκπροσώπου της Πύλης,

Αμπντουλάχ μπέη.

Ο Μπότσαρης αρματολός στο Βουλγαρέλι

Μετά την κατάληψη της Πρέβεζας, οι Σουλιώτες παρακολουθούν τη σύσφιγξη του

αληπασαδικού κλοιού στις υπώρειες του σουλιωτικού βουνού. Μέχρι τα τέλη του

1799 ο Αλής έχει αποσπάσει από τους Σουλιώτες τα περισσότερα χωριά της Λάκκας

(Τσαρκοβίστας) υπό την προστασία μέχρι τότε του γένους Μπότσαρη. Τότε ακριβώς

χρονολογείται από τον Περραιβό και η εγκατάλειψη του Σουλίου από το γένος

Μπότσαρη, το οποίο προσχωρεί στα αρματολικά σώματα του Αλή πασά. Ο Περραιβός

είναι αμείλικτος: «Αρχιπροδότης δι’ ην ο Γ. Βότσιαρης, ος δωροδοκηθείς παρά

του Αλή εγκατέλιπε τας τάξεις μετά της πατριάς του προ του 1800». Δελεαστικός

ο χρυσός του πασά, όμως πιο ουσιαστικοί λόγοι υπαγόρευσαν στον αρχηγό του

μεγαλύτερου σουλιωτικού γένους, Γιώργο Μπότσαρη, αυτή τη στάση-τομή στην

ιστορία της συνύπαρξης των γενών στην εδαφική κοινότητα του Σουλίου.

Κλάδοι του γένους Μπότσαρη είχαν προ πολλού εγκατασταθεί στο Αλποχώρι και

Παλιοχώρι, χωριά της Λάκκας (Τσαρκοβίστας), γνωστά, έκτοτε, ως Αλποχώρι και

Παλιοχώρι Μπότσαρη. Το γένος είχε πρωτοστατήσει στην παροχή προστασίας στην

περιοχή και μέσα στον χρόνο σημαντικές εκτάσεις γεωργικής γης και βοσκοτόπων

είχαν περιέλθει στον έλεγχό του. Ολόκληρη έκταση ήταν γνωστή με το όνομα Ρέθι

(περιοχή) Μπότσαρη καθώς και το μεσημβρινό τμήμα της Λάκκας ήταν γνωστό ως

Λάκκα Μπότσαρη. Η σύναψη ειρήνης, το 1793, μεταξύ Σουλιωτών και Αλή,

αναγνώριζε την εξουσία του γένους στην περιοχή. Έτσι, στην περίπτωση της

Πρέβεζας ο Γ. Μπότσαρης διατηρεί ουδετερότητα. Ωστόσο, μετά την κατάληψη της

πόλης, ο διορατικός αρχηγός βλέπει ότι ο νικητής των Γάλλων, Αλής, απειλεί

πλέον άμεσα την τοπική εξουσία του. Για τον Γ. Μπότσαρη δεν έμενε άλλη οδός

από την ένταξη στο κυρίαρχο οθωμανικό στρατιωτικο-διοικητικό σύστημα.

Κατακτήσεις της «ανταρσίας» μιας κοινωνίας θα διασφαλισθούν με αυτή την

απόφαση. Το γένος Μπότσαρη θα αποδεχθεί, μέσω του αρχηγού του, την προσφορά

του Αλή πασά και θα μεταβεί στο Βουλγαρέλι, όπου και θα εγκατασταθεί. Ο

αρχηγός του, Γ. Μπότσαρης, θα αναλάβει το αρματολίκι των Τζουμέρκων. Η στιγμή

είναι σημαντική για την ιστορία του Σουλίου. Πρώτη φορά, ένα γένος της

σουλιωτικής κοινωνίας αποβάλλει τον ανένταχτο και ανυπότακτο χαρακτήρα του και

εντάσσεται, μέσα από την παροχή υπηρεσιών, στην οθωμανική νομιμότητα. Πρώτη

φορά, επίσης, ο Αλή πασάς θα αποδυναμώσει, προσεταιριζόμενος ένα σημαντικό

τμήμα των δυνάμεών της, τη σουλιωτική πολεμική δύναμη.

Σε επιστολή του J. Bessieres προς τον Αθ. Ψαλίδα, το 1801, διαβάζουμε

σχετικά με τις επαφές Σουλιωτών και Δημοκρατικών Γάλλων: «Ο αγιουτάντος

γγενεράλ Ροζ είχεν ανταπόκρισαις με τους Σουλιώταις, εχθρούς φυσικούς του Πασά

και έπασχεν να τους επαναστατήση εναντίον του και τους εκεντούσε κάθε ημέραν

με τραγούδια ρωμαίικα γενόμενα διά να υβρίσουν την σκληρότητα και τα τουρκικά

ήθη».

Αρχείο Αλή Πασά Γενναδείου Βιβλιοθήκης.

α) Γεώργιος Μπότζαρης από το Σούλι· εις αυτόν ο Πασιάς δεν εγελούσε πρώτον

με εκατόν πουγκία, ήτον δύσκολον να πηγαίνη εις την Πρέβυζαν, επειδή του

επίανεν όλους τους στενούς τόπους, δηλ. το ονομαζόμενον Λούρον, και τότε τον

αφάνιζε· περί αυτού θέλει ομιλήσωμεν πλατύτερα, έμπροσθεν· διότι από την ιδίαν

λύσσαν της φιλαργυρίας τυφλωθείς εκατήντησεν έπειτα να προδώση και την ιδίαν

του πατρίδα.

Χρ. Περραιβός, Ιστορία σύντομος του Σουλίου και Πάργας… Τόμος πρώτος,

εν Παρισίοις κατά το 1803.

Η Βάσω Ψιμούλη είναι Διδάκτωρ Ιστορίας – Γενικά Αρχεία του Κράτους