­ Αναφερθήκατε στην αρχή και σε μια δεύτερη πλευρά της κρίσης του Δικαίου

μας, που αφορά την τήρηση των νόμων και τα όρια της δικαστικής

εξουσίας.

«Η άλλη όψη της νομικής κρίσης («δικαιικής» θα την έλεγαν οι παλαιότεροι

νομοδιδάσκαλοι, αλλά τα δύο -ι- μ’ ενοχλούν από τότε!) είναι η εξουσία των

δικαστηρίων να παραμερίζουν τη διάταξη νόμου που κρίνουν ασυμβίβαστη με το

Σύνταγμα. Τα δικαστήριά μας άρχισαν να την αναγνωρίζουν στον εαυτό τους ως

λογική συνέπεια της υπεροχής του Συντάγματος απέναντι στον νόμο. Σήμερα το

Σύνταγμα την αναγνωρίζει ρητά με τις λέξεις: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να

μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Η

φράση σημαίνει δύο πράγματα: ότι δεν είναι ανάγκη να προτείνει ο διάδικος την

αντισυνταγματικότητα του νόμου, που εμποδίζει ή βοηθεί την αξίωσή του, γιατί ο

ίδιος ο δικαστής οφείλει να εξετάσει αν τέτοια συντρέχει. Και ότι το καθήκον

αυτό βαρύνει κάθε δικαστήριο, σε κάθε στάδιο και στάση της δίκης. Αυτός ο

φιλελεύθερος έλεγχος ­ όσο υποτεθεί πως το ίδιο το Σύνταγμα είναι φιλελεύθερο

­ έχασε τελικά τον προσανατολισμό του και παραπαίει πάνω σε απόκρημνα εδάφη. Η

εξουσία των δικαστηρίων να ελέγχουν τη συμφωνία του νόμου με το Σύνταγμα και η

κατάχρηση αυτής της εξουσίας, που έγινε, δημιουργεί πολλά προβλήματα και

δημιουργούνται αυτά από την επέμβαση στην πολιτική, εις το έργο του

Κοινοβουλίου, αν θέλετε στο νομοθετικό έργο της κυβερνήσεως. Διότι εδώ πέρα,

κατ’ ουσίαν, ο νόμος γίνεται από την κυβέρνηση, η οποία διαθέτει την

πλειοψηφία στη Βουλή».

­ Πώς προέκυψε ιστορικά αυτό το φαινόμενο;

«Το Συμβούλιο της Επικρατείας μόλις ιδρύθηκε και από την πρώτη απόφασή του

δέχθηκε ότι ανήκει και σε αυτό, αφού είναι δικαστήριο, ο έλεγχος της

συνταγματικότητας του νόμου. Αυτό τού έδινε την τεράστια εξουσία να εξαφανίζει

για «παράβαση του νόμου» διατάγματα και άλλες αποφάσεις των διοικητικών αρχών

και την ανεπίλυτη, τυπικά και ουσιαστικά, συμφωνία της με τον νόμο που βρέθηκε

από το δικαστήριο αντισυνταγματικός. Στο ΣτΕ ακριβώς επρόκειτο αυτός ο τόσο

επιθετικά προστατευτικός του Συντάγματος έλεγχος να πάρει διαστάσεις

απειλητικές, όχι μόνο για τη σταθερότητα και τη συνοχή του Δικαίου, αλλά και

για τον ίδιο τον λογικό ιστό του. Σημειώστε ότι αυτή η υπερβολή, η κατάχρηση

του δικαστικού ελέγχου του νόμου, κατέληγε στις πιο καίριες και γενικές

νομοθετικές καινοτομίες, να λειτουργεί πάντα επιδοκιμαστικά για τον εκάστοτε

νομοθέτη».

Δικαστές και πολιτική

Φαίδων Βεγλερής. Σε μια εποχή ποικιλότροπης αναστάτωσης του Δικαίου όπως η

σημερινή, η διεισδυτική του ματιά παραμένει επίκαιρη ίσως περισσότερο από ποτέ

­ Υπάρχουν πρόσφατα ορισμένες αποφάσεις δικαστηρίων που αφορούν τους

μισθούς των ίδιων των δικαστών. Πώς κρίνετε αυτήν την πρακτική;

«Επί είκοσι χρόνια από την έναρξη της λειτουργίας του, το Συμβούλιο της

Επικρατείας δεν δεχόταν να εξετάσει ως λόγο παραβίασης του Συντάγματος το

παράπονο ότι ο νόμος, όπως έχει ρητά διατυπωθεί, αναγνωρίζει ένα ωφέλημα

(μισθολογικό) σε μία κατηγορία λειτουργών του κράτους, αλλά όχι σε μία άλλη, η

οποία υποστηρίζει πως το αξίζει και αυτή. Η απάντηση του Συμβουλίου σε τέτοιο

ισχυρισμό ήταν: «Η εκδοχή αυτή άγει εις δημιουργίαν νόμου μη ψηφισθέντος υπό

της μόνης αρμόδιας νομοθετικής εξουσίας». Το 1949 το δικαστήριο άλλαξε γνώμη.

Με αφορμή ή ευκαιρία την αίτηση 58 πρωτοδικών (για πολλούς λόγους απαράδεκτη

και τυπικά) δέχθηκε ότι νόμος που νόμισε ορθό να καταβληθεί επίδομα για

υπερωριακή εργασία στους διοικητικούς υπαλλήλους είναι νόμος άνισος. Το

συμπέρασμα; Ότι πρέπει να ακυρωθούν οι μισθοδοτικές καταστάσεις του Γενικού

Λογιστηρίου, που δεν επαύξησαν τις αποδοχές των δικαστικών με αντίστοιχα

επιδόματα. Το εύρημα του ΣτΕ ακολούθησε ο Άρειος Πάγος, ο οποίος άρχισε να

δέχεται ως βάσιμες αγωγές με τις οποίες δικαστικοί ζητούσαν να παίρνουν και

αυτοί κάθε επίδομα, κάθε αμοιβή για παράσταση σε συμβούλια της Διοικήσεως, σε

πείσμα του οποιουδήποτε νόμου που ερχόταν να βελτιώσει τις αποδοχές των

δικαστών. Έτσι, σε αυτό το τόσο λεπτό θέμα τα δύο ανώτατα δικαστήριά μας

έγιναν όχι μόνο ρυθμιστές της χρήσης των κονδυλίων του προϋπολογισμού, αλλά

και νομοθέτες για το πώς πρέπει να καταρτίζεται, σε τελευταία ανάλυση για το

πόσο πρέπει να φορολογηθεί ο πολίτης ειδικά για μισθοδοσία των δικαστών.

Αυτή τη νομολογία περί ισότητας την επέκρινα στη γέννησή της (1951) και σ’ ένα

από τα στάδιά της (1978). Χωρίς αποτέλεσμα, αλλά και χωρίς ανασκευή. Πριν από

λίγους μήνες (σημ. ΓΜ 1995) άκουσα ότι η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε, κατά

πλειοψηφία οριακή (όπως λέγεται) αλλά πλειοψηφία, ότι οι δικαστές πρέπει να

απολαμβάνουν τόσης φορολογικής απαλλαγής όσης και οι βουλευτές! Έμεινα

άναυδος, γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ πως τα κατασκευάσματα του 1949

μπορούσαν να φθάσουν έως εκεί. Έζησα τουλάχιστον δύο φορές περισσότερα χρόνια

κάτω από τους δικαστές, παρά μπροστά σε φοιτητές. Είναι μεγάλη μου θλίψη να

τους αποχαιρετήσω έτσι».

­ Υπάρχουν, όμως, και εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η

Δικαιοσύνη «υποκλίνεται» στην πολιτική εξουσία…

«Δεν είναι αντίφαση. Αυτή η μεγάλη ελευθερία των δικαστηρίων μας απέναντι του

νόμου έχει και αντίστροφες μορφές. Θα τις συνοψίσω σε δύο παρατηρήσεις από την

πείρα μου, που δείχνουν πως τα δικαστήριά μας, θαρραλέα στην άσκηση της

μεγάλης εξουσίας ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, κοντοστάθηκαν

πάντοτε μπροστά στον νόμο που αμφισβητήθηκε, γιατί ήταν εισαγωγικός μιας

μεταρρύθμισης εκπαιδευτικής, οικονομικής με την ευρύτερη έννοια ή πολιτικής,

την οποία μια κυβέρνηση, φαινομενικά γερή στη θέση της, επέμεινε να περάσει.

Δεν μπορώ εδώ να εκταθώ, για να θεμελιώσω με παραδείγματα όχι μόνο της

τελευταίας δεκαετίας, αλλά και παλαιότερα, της μαρτυρίας μου «το αληθές». Θα

προσθέσω μόνο πως η ίδια η τάση να ενισχυθεί με την αυθεντικότητα μιας νομικής

επιδοκιμασίας η κυβέρνηση καλύπτει τις αποφάσεις των εκλογοδικείων, και μετά

το 1976 του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η συνταγματικότητα των εκλογικών νόμων,

οσοδήποτε και αν είχαν διασκελίσει την ευρύτατα δυνατή, όχι όμως και

απεριόριστη εξουσία, να προδιασκευάζουν ποια κόμματα πρέπει οπωσδήποτε να

κρατήσουν το επάνω χέρι.

Συμβαίνει το εξής το οποίο συνδέεται με το φαινόμενο που σας περιέγραψα: αυτός

ο έλεγχος της συνταγματικότητος, ο οποίος είναι κατ’ αρχήν τόσο επίφοβος, τόσο

φοβερός, τόσο τρομερός και ρίχνει κάτω τον νόμο, λειτουργεί και κάποτε υπέρ

του νόμου, με αποτέλεσμα ότι, όσο έχω προσωπική πείρα ­ και έχω πείρα 60

χρόνων στα δικαστήρια ­, δεν είδα ποτέ μια μεταρρύθμιση επί της οποίας

επιμένει η κυβέρνηση, η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική από τα δικαστήρια και

προσφάτως έχουμε τις τρεις περιπτώσεις νόμων: πρώτον, τον πανεπιστημιακό νόμο

(σημ. ΓΜ: ο Νόμος Πλαίσιο), δεύτερον το ΕΣΥ και τρίτον τις προβληματικές

επιχειρήσεις.

Εδώ πέρα υπάρχει και κάτι άλλο. Δυστυχώς, εγεννήθη σ’ εμάς τους πολίτες και

εμάς τους δικηγόρους που ασχοληθήκαμε με την υπόθεση η εντύπωσις ότι οι

δικασταί, οι οποίοι πολέμησαν για να μην πέσει ο νόμος, ο νόμος πλαίσιο ή ο

νόμος του ΕΣΥ κ.λπ. ­ στον άλλο δεν έχω αναμειχθεί ­ μας εγεννήθη η εντύπωσις

ότι ήταν και λιγάκι αμοιβή δικαστών, οι οποίοι πρωτοστάτησαν σ’ αυτήν την

υπόθεση».

Η «κυβέρνηση των δικαστών»

­ Αυτή η σημαντική εξουσία των δικαστηρίων να αποφαίνονται επί της

συνταγματικότητας των νόμων, οδηγεί τελικά σε «κυβέρνηση ή

κράτος των δικαστών»;

«Η κυβέρνηση των δικαστών λέγεται, ή ελέχθη με επικριτικό τόνο, για τις χώρες

εκείνες που επιτρέπουν στα δικαστήρια, ή σε ένα δικαστήριο, να ελέγχει κατά

πόσον ο νόμος είναι συνταγματικός στη συγκεκριμένη περίπτωση και αν δέχεται

ότι δεν είναι, να λύνει τη διαφορά με τη δική του νομοθεσία. Η κριτική

συνίσταται στο εξής: ότι καθώς κάθε νόμος είναι αποτέλεσμα μιας θετικής

κοινωνικής ή οικονομικής αντιλήψεως, που επεκράτησε στο αρμόδιο όργανο, στην

αρμόδια Βουλή ή τις Βουλές, ο δικαστής, ο οποίος αμφισβητεί την ορθότητα αυτής

της κρίσεως, κάνει και αυτός την πολιτική. Με την έννοια δηλαδή ότι κάθε

κρίση, η οποία οδηγεί στη διατύπωση ενός νόμου, είναι κατά βάση μία κρίση

πολιτική με ευρεία έννοια, αυτό είναι η κυβέρνηση των δικαστών.

Την εξουσία αυτή εγκαινίασε το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ από τα πρώτα χρόνια

της ίδρυσής του (1802) ως λογική συνέπεια της υπεροχής του γραπτού Συντάγματος

επί των νόμων, που είναι και αυτή δημιουργία του αμερικανικού πολιτεύματος και

απέβλεπε στην ανάγκη να συσφίγξει σ’ ένα κοινό δίκαιο τις Πολιτείες με το

εθνικό ομοσπονδιακό κράτος. Αυτή είναι, φερμένη στο υπέρτατο άτοπο και

καταχρηστικό, η «κυβέρνηση δικαστών» που ανησύχησε τους Αμερικανούς. Και στην

πρακτική αυτού του συστήματος ένας Γάλλος καθηγητής Δημοσίου Δικαίου,

συγκριτικολόγος και μελετητής του Αμερικανικού Δικαίου, ο Εντουάρ Λαμπέρ,

γράφοντας το 1921 σχετικά ένα βιβλίο με αυτό τον τίτλο, έδωσε το όνομα ­ στο

οποίο διαλάμπει και κάποια κριτική ­ «κυβέρνηση των δικαστών». Αυτό από τη

σκοπιά του γαλλικού δικαστικού συστήματος, το οποίο απαγορεύει πάντα στα

δικαστήρια να «κρίνουν περί του νόμου». Οι Γάλλοι έχουν σήμερα έναν

διαφορετικό και καθαρά προληπτικό τρόπο, για να μπορεί να ελέγχεται ο

αντισυνταγματικός νόμος πριν ισχύσει.

Δεν υπάρχει, όσο ξέρω, ένδειξη ότι η γνώση του αμερικανικού συστήματος μας

έκανε να δεχθούμε ότι η αντίθεση κάποιου νόμου με το Σύνταγμά μας είναι ζήτημα

που μπορεί ο δικαστής να εξετάσει, με την εξουσία να παραμερίσει, στην κρίση

του, αυτόν τον νόμο και να δικάσει εφαρμόζοντας τους λοιπούς νόμους. Όπως όμως

και αν έχει το πράγμα, δεχθήκαμε και στο τέλος καθιερώσαμε την αρχή ότι κάθε

δικαστήριο, και τελικά τα ανώτατα, κρίνουν τη συμφωνία του νόμου προς το

Σύνταγμα και την παραμερίζουν με την απόφασή τους ­ δηλαδή με την πλειοψηφία

των μελών τους, την ασύμφωνη με το Σύνταγμα διάταξη. Έτσι θελήσαμε να

κατοχυρώσουμε την υπεροχή του Συντάγματος πάνω σε κάθε άλλη πράξη ή ενέργεια

του κράτους. Και αυτό είναι η δική μας «κυβέρνηση των δικαστών», καθιερωμένη

σήμερα από το ίδιο το Σύνταγμα. Αυτήν την εξουσία τη φέραμε σε τέτοιο σημείο,

ώστε τα ανώτατα δικαστήριά μας ν’ αποφασίζουν σύμφωνα μ’ έναν νόμο που

έφτιαξαν τα ίδια, για να διορθώσουν και να συμπληρώσουν αυτόν που ψήφισε η

Βουλή».

­ Η ιταλική εμπειρία, για την οποία γίνεται συχνά λόγος, τα

τελευταία χρόνια, αφορά κάτι διαφορετικό…

«Δεν έχει καμία σχέση με αυτό το οποίο χαρακτήρισε η επιστήμη ως «κυβέρνηση

των δικαστών», σύμφωνα με αυτά που είπαμε προ ολίγου. Η ιταλική πρακτική είναι

τελείως διαφορετική. Εδώ συμβαίνει το εξής: οι εισαγγελείς, νομίζοντας ότι

κατέχουν μια εξουσία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς όφελος της εξυγιάνσεως

του πολιτικού βίου, άρχισαν πλέον να παίρνουν πρωτοβουλίες και να εκδιώχνουν

ποινικά ­ και τονίζω τη λέξη ­ αταξίες συγκεκριμένων πολιτευομένων για τη

χρήση της πολιτικής, δηλαδή ως υπουργών, εξουσίας τους. Δεν ξέρω ακριβώς πώς

οι Ιταλοί εισαγγελείς και ανακριτές θεμελιώνουν τις ενέργειές τους. Νομίζω

όμως, απ’ ό,τι κατάλαβα, πως μια τέτοια πρακτική δεν πρέπει να βρει μιμητές

στην Ελλάδα. Η γνώμη μου είναι αρνητική. Είμαστε χώρα 10 εκατομμυρίων ψυχών ­

όχι 55 ­ δεν έχουμε διαφορές οικονομικής και άλλης ανάπτυξης μεταξύ του Βορρά

μας και του Νότου ούτε μια Σικελία στο άκρο του Νότου μας».

­ Ούτε τη Μαφία ως ιστορικό φαινόμενο με κοινωνικές και οικονομικές

ρίζες.

«Ακριβώς. Γι’ αυτό νομίζω ότι η περίπτωση, το επεισόδιο που προκάλεσε τη δική

μας τη συζήτηση, είναι άσχετη με την κυβέρνηση των δικαστών, μου φαίνεται

παράδοξη και τραβηγμένη. Δεν μπορούμε να τη μεταφέρουμε στην Ελλάδα».

­ Ας επιμείνουμε λίγο στις σχέσεις δικαστών και πολιτικής.

«Υπάρχει βέβαια αυτή η πλευρά. Της σχέσης, όχι πια της Δικαιοσύνης αλλά των

δικαστών, με την πολιτική και ακριβέστερα με τα κυβερνητικά αξιώματα. Είναι η

μεταπήδηση δικαστών ισόβιων σε υπουργικά αξιώματα. Η σύγχρονη, εννοώ του

δύοντος αιώνα, Ιστορία μάς παρέχει πολλά παραδείγματα. Είτε σε στιγμές και

περιόδους δικτατορίας, όπου οι καταληψίες της εξουσίας αναζητούν επίφαση

ευυποληψίας και αυτοσυγκράτησης σε ανώτατους δικαστικούς. Ο πρόεδρος του

Συμβουλίου της Επικρατείας, ο μακαρίτης ο Μητρέλιας, ήταν ο πρόεδρος της

Συνταγματικής Επιτροπής. Δύο αρεοπαγίτες ήταν στην κυβέρνηση (σημ. Γ.Μ.: της

δικτατορίας), ένας από αυτούς, ο υπουργός Παιδείας, με απέλυσε από καθηγητή. Ο

Κόλλιας υπήρξε μάλιστα και πρόεδρος της κυβερνήσεως. Είτε σε εποχή

αποκατάστασης και προσπάθειας εμπέδωσης δημοκρατικού καθεστώτος. Δεν θα

προχωρήσω σ’ αυτό το έδαφος. Έγραψα πολλά κατά καιρούς και συγκρατήθηκα για να

μη γράψω περισσότερα».

­ Η θέση σας είναι γενικότερη, πιστεύετε ότι γενικά οι δικαστές δεν

πρέπει να μεταπηδούν στην πολιτική;

«Εγώ, κύριε Μαυρή, θα το απηγόρευα και στους καθηγητές. Και οι μεν και οι δε

έχουν ένα ιερατείο το οποίον πρέπει να τιμήσουν. Δεν επιτρέπεται, νομίζω είναι

τέτοιο επίτευγμα να γίνεις ανώτερος δικαστικός ή καθηγητής Πανεπιστημίου. Δεν

έχει άλλο και δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα. Επομένως αυτή η μεταπήδηση στην

πολιτική, η οποία δεν γίνεται πάντοτε για λόγους φαντάζομαι χρηματισμού, διότι

ο μισθός ίσως δεν είναι διαφορετικός, αλλά πάντως δίδει μία κολακεία

εξουσίας…».

­ Αλλά και αυτή η εκδοχή να ισχύει, σημαίνει ότι το επάγγελμα ή η

θέση του πολιτικού στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας είναι πιο

αναβαθμισμένη ή, εν πάση περιπτώσει, όχι ισάξια με

τα κορυφαία αξιώματα της Δικαιοσύνης ή της επιστήμης,

τελικά.

«Είναι ζήτημα προσωπικής προτιμήσεως. Υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει να

έχουν αυτήν την κολακεία, να έχουν το αυτοκίνητο να κυκλοφορούν, να τους

παρουσιάζουν όπλα…».

Απονομή της Δικαιοσύνης

­ Υπάρχει μια κρίση, ένας κορεσμός αυτήν τη στιγμή στην απονομή της

Δικαιοσύνης.

«Εκκρεμούν, ξέρετε, υποθέσεις του κοσμάκη στο ΣτΕ, που παίρνουν τέσσερα

χρόνια, κι αν δικαστούν. Και αυτό λέγεται διοικητική δικαιοσύνη! Εν τω μεταξύ,

παραλύουν όλα και δημιουργούνται δραματικές καταστάσεις».

­ Και δηλητηριάζουν και τις σχέσεις κράτους-πολιτών σε τελευταία

ανάλυση.

«Απολύτως. Και τούτο, γιατί εφορτώθησαν στο πενταπλάσιο. Όταν τους το πεις,

παραπονιούνται ότι είναι πάρα πολλές οι υποθέσεις. Μα αυτοί δημιούργησαν το

πρόβλημα, διότι, ξέρετε, υπάρχει μια υπεροψία δικαστική, ιδίως του Συμβουλίου

της Επικρατείας που θέλησε να τα πάρει όλα και έφθασε μέχρι του σημείου, που

δημιουργήθηκε πρακτική, να πούμε, αδυναμία να βγάλει τις υποθέσεις του εις

πέρας. Επιτρέπει την αίτηση αναιρέσεως, σε οιαδήποτε υπόθεση. Τι συμβαίνει

λοιπόν; Το Δημόσιο σε όλες τις φορολογικές υποθέσεις ασκεί τις αναιρέσεις και

καθηλώνει την υπόθεση».

­ Αυτό σημαίνει χιλιάδες υποθέσεις.

«Και πώς μπορεί μια φορολογική υπόθεση, μετά τέσσερα χρόνια, να έχει κάποια

σημασία να εφαρμοστεί, και επομένως δεν εφαρμόζεται. Έχουμε ένα δίκαιο δηλαδή

το οποίο είναι, πώς να σας το πω, αδρανές, το οποίο πετάει στα σύννεφα.

Χαρτοβασίλειο».

Νομοπαραγωγή / Κρίση του Νόμου / Υπερπαραγωγή Νόμων

­ Θέτετε όμως και ένα άλλο θέμα εδώ. Το θέμα της νομοπαραγωγής,

αλλά και της ποιότητας των νόμων που ψηφίζονται. Σύμφωνα με τα πλέον

πρόσφατα στοιχεία που διαθέτουμε, την περίοδο 1975-1993 έχουν ψηφισθεί

συνολικά 2.178 νόμοι και έχουν εκδοθεί 14.247 προεδρικά διατάγματα.

«Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια ευκολία της νομοθεσίας. Τι θα πει Ολομέλεια

της Βουλής, τι θα πει αυτό, όλα αυτά οδηγούν μαζί με άλλες λεπτομέρειες του

Συντάγματος να μπορούν να γίνουν νομοθετήματα σε μία ημέρα! Και να ανατρέπουν

μία νομοθεσία γνωστή, άγνωστη προηγούμενη με παραπομπές».

­ Και σε τελευταία ανάλυση υποτιμούν και υποβαθμίζουν την αξία του

νόμου…

«Έτσι. Και να θάλπουν τη στρεψοδικία των πολιτών».

­ Υπάρχουν και τα χιλιάδες «παραθυράκια» που αφήνονται…

«Είναι και αυτός που προκάλεσε με τα μέσα που διαθέτει τη διάταξη, είναι και ο

άλλος, ο οποίος βρίσκει άλλες διατάξεις να στηριχθεί. Γι’ αυτό η κρίση είναι

περίπλοκη και πολύπλευρη. Αν προχωρούσαμε στα ζητήματα της κρίσεως του Δικαίου

θα φθάναμε και σ’ αυτές τις πλευρές βέβαια».

­ Κύριε Βεγλερή, για να κλείσουμε, πώς θα συνοψίζατε

τη σημερινή μας συζήτηση;

«Αν έπρεπε να συνοψίσω όσα πολλά είπαμε θα έλεγα τα εξής. Πάσχουμε από δύο

πράγματα: Πρώτον, από μεγάλη αβεβαιότητα του Δικαίου μας, ιδιαίτερα του

δημοσίου, δηλαδή της εξουσίας του ίδιου του κράτους μας. Δεύτερον, υπάρχει

σημαντική καθυστέρηση στην εμπέδωση κράτους ελευθερίας και ισότητας. Και τα

δύο είναι αποτελέσματα της αδάμαστης φιλαυτίας μας, ατομικής και ομαδικής».