|
| Πεσμένοι σοβάδες και μπάζα στα κτίρια του Νοσοκομείου «Σωτηρία»
|
Το δάσος είναι εξαιρετικό. Τα περισσότερα κτίρια όχι. Μερικά είναι κλειστά κι
ερειπωμένα. Άλλα ανακαινίζονται. Όσες ανακαινίσεις, όμως, κι αν γίνουν στα
κτίρια του Νοσοκομείου «Σωτηρία», τα σημάδια του χρόνου δεν μπορούν να
κρυφτούν. Διότι, όπως παραδέχεται και ο πρόεδρός του κ. Δημήτρης Νιάκας, πολλά
από αυτά κτίσθηκαν τα χρόνια του Μεσοπολέμου και, συνεπώς, αδυνατούν να
καλύψουν τις ανάγκες της σύγχρονης νοσοκομειακής περίθαλψης.
Ξεκίνησα πρωί, στις 8.30. Το πρόγραμμα λέει «Σωτηρία» και «Ελπίς».
Το πρώτο είναι το μοναδικό νοσοκομείο νοσημάτων θώρακος του Λεκανοπεδίου. Το
δεύτερο είναι το πιο παλιό νοσοκομείο της Αθήνας κτίσθηκε στις αρχές του
20ού αιώνα ως δημοτικό νοσοκομείο.
Φθάνω στο «Σωτηρία» γύρω στις 9. Κάνω τον γύρο του νοσοκομείου. Τμήμα
Επειγόντων Περιστατικών, Χειρουργικός Τομέας, Μέγα Λαϊκό… Όπως ακριβώς
συνέβη στο Ασκληπιείο Βούλας (σύμπτωση είναι;), έτσι κι εδώ, τα τρία πρώτα
κτίρια είναι σχετικώς αξιοπρεπή. Το ΤΕΠ «φωνάζει» βέβαια από μακριά ότι έχει
κτισθεί με… δόσεις, και ο Χειρουργικός Τομέας δεν είναι ακριβώς «σύγχρονο
κτίριο». Το Μέγα Λαϊκό, όμως, ανακαινίζεται.
Το… χάος αρχίζει αμέσως μετά. «Κτίριο Γ’: 300 Ανδρών». «Σκασμένες» μπογιές
στους τοίχους, ρωγμές, παμπάλαια παράθυρα, στενές πόρτες, ένα τμήμα που
προεξέχει στηρίζεται σε τρία σιδερένια «Χ», από τις κολόνες του λείπουν
ολόκληρα κομμάτια μπετόν και φαίνονται τα σίδερα (αργότερα, μαθαίνω ότι το
τμήμα αυτό είναι η μονάδα εμφραγμάτων, που σχεδόν αποκολλήθηκε από το υπόλοιπο
κτίριο στον σεισμό του Σεπτεμβρίου).
Συνεχίζω την περιοδεία μου. Φθάνω σε ένα μισογκρεμισμένο κτίριο, με
ετοιμόρροπα μπαλκόνια και κουφώματα. «Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος και η
στάθμευση πλησίον του κτιρίου. Προσοχή κίνδυνος», προειδοποιεί μια μικρή
ταμπέλα κολλημένη δίπλα στην πόρτα. Πάνω αριστερά, μια μαρμάρινη επιγραφή:
«Θεραπευτήριον “Σωτηρία”. Πρώτο περίπτερο. Δαπάναι Σοφίας Σχλήμαν»… Όμοια
εικόνα λίγο μετά, στο ερειπωμένο «Παθολογοανατομικόν Μουσείον», ενώ το
«Κινηματοθέατρο» έχει πάθει σοβαρές ζημιές από τον σεισμό. Κάπου αριστερά
βλέπω ένα μοβ κτίριο με… βούλες, που του λείπουν και κάποιοι σοβάδες.
Πλησιάζω. «Κτίριο Ζ’: 300 Γυναικών». Στεγάζει δύο πανεπιστημιακές κλινικές, το
βιοχημικό, το αιματολογικό… Κάπου ψηλά ένας εργάτης βάφει άσπρο τον τοίχο…
Μπαίνω μέσα.
Ισόγειο… Τρεις κλειδωμένες δίφυλλες πόρτες, μόνη πρόσβαση η σκάλα και το
ασανσέρ με τη φρεσκοβαμμένη κίτρινη πόρτα. Το ασανσέρ έχει για πάτωμα ένα
κομμάτι νοβοπάν. Από την «μπουτονιέρα» λείπει ένα ολόκληρο κομμάτι, καλώδια
προεξέχουν, είναι στερεωμένα με διάφανο αυτοκόλλητο, αριθμοί ορόφων δεν
υπάρχουν. Με… συντροφιά δύο κυρίες μπαίνουμε μέσα, ξεκινάμε, ακούγεται ένας
γδούπος… «Όχι», φωνάζει η μία. «Μη χαλάσεις». Το ασανσέρ… υπακούει,
συνεχίζει να ανεβαίνει πιο αργά απ’ ό,τι ξεκίνησε, τελικά φθάνουμε στον
δεύτερο. «Χαλάει συχνά;» ρωτώ τη μία κυρία. «Όλη την ώρα», απαντά. Ρωτάω αν
υπάρχουν προβλήματα. «Δημοσιογράφος είσαι, σωστά; Η κλινική είναι σε αρκετά
καλή κατάσταση. Το πρόβλημα είναι ότι οι άρρωστοι χειρουργούνται μπροστά, στον
Χειρουργικό Τομέα, και τους πηγαινοφέρνουν με ασθενοφόρο». «Είδες το ασανσέρ.
Από αυτά ανεβάζουν τα φορεία», πετάγεται μια άλλη. «Παράπονο απ’ τους γιατρούς
και το προσωπικό, όμως, δεν έχουμε. Να το γράψεις αυτό»…
Φεύγω από το «300 Γυναικών». Άλλο κτίριο, άλλη πίκρα. «Κτίριο ΙΑ’: Μαγειρείων
και πλυντηρίων». Τεράστιο, γκρι, άσχημο. Σάπιοι τοίχοι, σπασμένα τζάμια, ο
σοβάς έχει πέσει. Βλέπω μια εργαζόμενη. «Έχει κριθεί διατηρητέο», μου λέει.
«Έπρεπε να έχει κατεδαφιστεί προ πολλού. Εμείς το αποκαλούμε “υπόγεια της
Βαστίλλης”».
Επιστρέφω στο «300 Ανδρών». Στεγάζει πέντε πνευμονολογικές κλινικές, την
καρδιολογική, και τη Μονάδα Εμφραγμάτων. Αρχίζω να περιδιαβαίνω. Εδώ μια
μεγάλη ρωγμή στον τοίχο, εκεί έχει πέσει η μπογιά ή μήπως έχει «φύγει»
σοβάς; Φθάνω στη Μονάδα. Κτυπάω το κουδούνι. Ψηλά στο ταβάνι, μια μεγάλη ρωγμή
συνεχίζεται δεξιά στον τοίχο και κατεβαίνει. Με πλησιάζει μια γιατρός. Ζητώ
πληροφορίες. «Έλα να σου δείξω το καρδιολογικό ιατρείο», μου λέει.
Κατεβαίνουμε στο υπόγειο. Τοίχοι σκεπασμένοι με μούχλα και χοντρούς σωλήνες,
μια έντονη μυρωδιά (όχι μόνο μούχλας, πιστέψτε με), ακούω νερό να κυλάει. Μου
δείχνει τους σωλήνες. «Οι αποχετεύσεις των παραπάνω ορόφων. Έχουν διαρροή, γι’
αυτό μυρίζει. Μία δεκαετία τώρα δεχόμαστε εδώ τους ασθενείς από τα άλλα
τμήματα του νοσοκομείου». Φεύγουμε. Η ανάσα μου επιστρέφει. Πίσω στο ΤΕΠ βλέπω
τα μικρά πνευμονολογικά ιατρεία, τα σχεδόν κολλημένα κρεβάτια της βραχείας
νοσηλείας, τα πιο άνετα ιατρεία του καρδιολογικού και του παθολογικού τομέα.
Μερικές εργαζόμενες μου ζητούν να αναφέρω ότι το βράδυ ο περιβάλλων χώρος δεν
φωτίζεται επαρκώς και ότι φοβούνται να πάνε με τα πόδια από το ένα κτίριο στο
άλλο. «Μην ξεχάσεις να αναφέρεις ότι δεν υπάρχει περίφραξη και όποιος θέλει
μπαίνει και βγαίνει αθέατος», μου ζητούν. Και μου επισημαίνουν ότι «στα
περισσότερα κτίρια οι θάλαμοι κατσαριδοκρατούνται», ακριβώς επειδή είναι τόσο
παλιά αυτά τα κτίρια…
