Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Στην αυγή της τρίτης μετά Χριστόν χιλιετίας, λογαριάζουμε αυτούς που στάθηκαν

στις ψηλότερες κορυφές τον περασμένο αιώνα· από τη θέση του ο καθένας,

ορίζοντας με έργο σπουδαίο την πρόοδο της χώρας στους χρόνους που πέρασαν και

αρδεύοντας με πλούτο και διαύγεια ιδεών τους χρόνους που έρχονται. Ο Μ.

Χατζηδάκης, με εξέχουσα παρουσία στη διεθνή πρωτοπορία της επιστήμης του, ήταν

ανάμεσα σε εκείνους τους εκλεκτούς με όσα στο σύνολο έπραξε.

Ο Μ. Χατζηδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1909 και απεβίωσε στην

Αθήνα το 1998. Η αγάπη για τη γενέτειρα περίσσεψε στο επιστημονικό έργο του

ύστερα. Όταν αποφοίτησε το 1933 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου

Αθηνών είχε ήδη οριοθετήσει το σταθερό ενδιαφέρον του για τη βυζαντινή τέχνη,

στη μελέτη της οποίας διακρίθηκε όσο λίγοι στον τόπο μας. Σπούδασε, στα

1935-39, τη βυζαντινή και τη μουσουλμανική τέχνη στο Παρίσι και κατόπιν στο

Βερολίνο με υποτροφία του Αντώνη Μπενάκη, που τον είχε προσλάβει στο νεαρό

ακόμη μουσείο του. Το 1943 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την

ίδια χρονιά διορίσθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Κράτους. Ήταν ήδη

διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, στο οποίο πρόσφερε κατά τη μακρότατη θητεία

του υποδειγματική οργάνωση, εύρος και λάμψη (1941-73). Έφορος και γενικός

έφορος αρχαιοτήτων, πραγματοποίησε ως προϊστάμενος της 1ης Εφορείας Βυζαντινών

Αρχαιοτήτων (1943-60) σημαντικές ανασκαφές στην Αθήνα, τους Δελφούς, τη Λίμνη

Ευβοίας και το Κλαψί της Ευρυτανίας και, στη συνέχεια, ως διευθυντής του

Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών (1960-67) έδωσε έργο ακμής. Με τη δικτατορία τέθηκε

σε διαθεσιμότητα και επανήλθε για λίγο (1973-75) στην 1η Εφορεία και στο

Βυζαντινό Μουσείο, προτού αποχωρήσει με σύνταξη. Η Ακαδημία Αθηνών, εκτιμώντας

το έργο και το ήθος του επιστήμονα, τον εξέλεξε τακτικό μέλος της (1980-98).

Από τούτη τη θέση, είχε την πρωτοβουλία για την ίδρυση και οργάνωση του

Κέντρου Έρευνας της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης της Ακαδημίας, με

σκοπό τη σύνταξη τού εθνικής σημασίας, όπως τόνιζε, Ευρετηρίου Τοιχογραφιών

της Ελλάδος. Πρόλαβε να δει σε ωραίο τόμο τον πρώτο ­ δικό του ­ μνημειώδη

καρπό του Κέντρου, το Ευρετήριο Βυζαντινών Τοιχογραφιών Κυθήρων.

Για μεγάλο μέρος του αιώνα που μόλις έφυγε, ο Μ. Χατζηδάκης ήταν παρών, σε

περιπέτειες, πολέμους, αλλαγές και εξάρσεις που έτυχαν στη γενιά του, και

υπηρέτησε το κοινό συμφέρον μέσα από στόχους που έταξε η πλούσια σε δράση ζωή

και το σπάνιο πνεύμα του. Με εξαίρετους άλλους αρχαιολόγους της εποχής,

συνεισέφερε στη γενναία ανασυγκρότηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στα 1960

και, ως μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου επίσης, στη χάραξη πολιτικής

μεγαλόπνοης για την προστασία, συντήρηση και ανάδειξη της μνημειακής

κληρονομιάς της χώρας. Ο ίδιος ανέλαβε την οργάνωση και εποπτεία του Κεντρικού

Εργαστηρίου Συντηρήσεως και Αποκαταστάσεως Ζωγραφιών και Ψηφιδωτών, που

λειτούργησε στο Βυζαντινό Μουσείο από το 1965. Σε πρωτοφανή έκταση τότε

προχώρησε η συντήρηση τοιχογραφιών, ψηφιδωτών και εικόνων σε όλη την ελληνική

επικράτεια, αλλά και εκτός της, στη Μονή Σινά, στον ναό του Αγίου Γεωργίου των

Ελλήνων και το Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας.

Είχε πραγματοποιήσει και ήδη συνέχιζε σπουδαίες αποστολές του στη Ζάκυνθο, το

Άγιον Όρος, την Πάτμο, τη Μονή Σινά και τη Βενετία, κυρίως για την καταγραφή,

κατάταξη και μελέτη εικόνων και, ως μέλος επιτροπής, για την αναστήλωση του

Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα.

Βυζαντινό Μουσείο. Στο γραφείο του διευθυντή, ο Μ. Χατζηδάκης με συνεργάτες

του την ημέρα της απόλυσής τους από το καθεστώς της δικτατορίας

΄Ηταν το 1953 στη Ζάκυνθο, όπου συντονίζοντας έργο κατ’ εξοχήν ριψοκίνδυνο,

κατόρθωσε να διασώσει από τον σεισμό και την πυρκαγιά που λυμαίνονταν την

έρημη πόλη εκατοντάδες εικόνων, ξυλόγλυπτα τέμπλα, γλυπτά και εκκλησιαστικά

σκεύη, από όσα η ευσέβεια, η καλλιτεχνική προκοπή και η καλαισθησία αιώνων της

Κρήτης και της Ζακύνθου είχαν συνάξει σε λειτουργική χρήση και στολισμό των

ναών. Μερικά χρόνια αργότερα, έστησε με γνώση και χάρη τη μόνιμη έκθεση του

νεότευκτου, για τη μελέτη της μεταβυζαντινής ζωγραφικής, σπουδαιότατου

Μουσείου Ζακύνθου, που πραγματικά του οφείλει την ύπαρξη.

Η ευγενική φιλοδοξία του Μ. Χατζηδάκη για μεγάλης εμβέλειας έργα όπως αυτά ­

χαρακτηριστικά μιας γενιάς με πλατιά ανθρωπιστική παιδεία που στερέωνε το

μέλλον με επίγνωση ­ καταφαίνεται σε άλλες δραστηριότητές του επίσης, που

προσέδωσαν αίγλη στη χώρα. Θα σημειωθεί η 9η έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης

το 1964 στο Ζάππειο Μέγαρο της Αθήνας «Βυζαντινή Τέχνη – Τέχνη Ευρωπαϊκή», με

τίτλο που προσδιόριζε τους επιστημονικούς προσανατολισμούς του· όπου, με ίση

συμμετοχή προς τα εκθέματα από διάφορα κράτη, παρουσίασε για πρώτη φορά

εκλεκτά δημιουργήματα από τον ελληνικό χώρο, τα περισσότερα άγνωστα. Γεγονός

με διεθνή απήχηση, η άριστα οργανωμένη έκθεση ήταν η μεγαλύτερη και

πλουσιότερη της βυζαντινής τέχνης που είχε γίνει ποτέ. Θα σημειωθεί επίσης ως

άλλο σπουδαίο γεγονός το ΙΕ’ Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών στην Αθήνα το

1976, του οποίου ανέλαβε τη διοργάνωση, εξίσου αξιομνημόνευτο για την ώθηση

που έδωσε στην κίνηση των βυζαντινών σπουδών στην Ελλάδα. Το συνόδευε μία

εντυπωσιακή έκθεση, που παρουσίασε στην Εθνική Πινακοθήκη, με αποτοιχισμένες

τοιχογραφίες βυζαντινών εκκλησιών από διάφορα μέρη και με εικόνες από την

Καστοριά και τη Βέροια, αποκτήματα όλες από τις τελευταίες εργασίες συντήρησης.

Πάσχα 1962. Πορταριά Πηλίου, με τη σύζυγό του Ευγενία Βέη-Χατζηδάκη

Από το 1945 έως το 1962, έτος που τον απορρόφησε η προετοιμασία της έκθεσης

του Ζαππείου, είχε την ευκαιρία να γράφει τακτικά σε περιοδικά και εφημερίδες,

κυρίως στη «Μάχη», την «Ελευθερία» και «Το Βήμα». Τα θέματα των επιφυλλίδων

ποικίλα, εστιάζονταν στη βυζαντινή τέχνη, τη λαϊκή διακοσμητική, τη

νεοελληνική και τη σύγχρονη τέχνη, προπαντός τη ζωγραφική. Με ορίζοντα γνώσης

μεγάλο, με λόγο κομψό και διεισδυτικό, συνέβαλε στη μόρφωση του αναγνωστικού

κοινού, ειδικότερα δε στην ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για τα βυζαντινά και

άλλα μνημεία του τόπου και για την τρέχουσα καλλιτεχνική δραστηριότητα. Θα

πρέπει, στο κλίμα της εποχής, να λογίζεται και αυτή από τις σημαντικές στην

πνευματική ζωή προσφορές του. Όπως, ανάλογα, η διδασκαλία του για αρκετά

χρόνια ύστερα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης στον Μορφωτικό Σύλλογο

«Αθήναιον» και στη Σχολή Ξεναγών Αθηνών.

Η ιδιαίτερη δραστηριότητα του Μ. Χατζηδάκη στα πράγματα της βυζαντινολογικής

επιστήμης και της ιστορίας της τέχνης ασκήθηκε επίσης από σημαντικές,

«μάχιμες» θέσεις που κράτησε ως γενικός γραμματέας και στη συνέχεια πρόεδρος

του διοικητικού συμβουλίου της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1959-98)·

ως γενικός γραμματέας της Διεθνούς Ενώσεως Βυζαντινών Σπουδών, πρόεδρος της

Επιτροπής Ιστορίας της Τέχνης της Διεθνούς Ενώσεως Σπουδών Νοτιοανατολικής

Ευρώπης και μέλος της Διεθνούς Επιτροπής της Ιστορίας της Τέχνης. Επί

προεδρίας του, η Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία καθιέρωσε από το 1980 το

εαρινό Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, που

σταθερά από τότε παρέχει το βήμα στους βυζαντινολόγους της χώρας για την

ανάπτυξη επιστημονικών ζητημάτων και για την πρώτη παρουσίαση σημαντικών ευρημάτων.

Καλοκαίρι 1938. Ο Μ. Χατζηδάκης με τον Γιάννη Μόραλη στα περίχωρα του Παρισιού

Η πολύπλευρη δράση του Μ. Χατζηδάκη, όπως σε κύρια σημεία εκτέθηκε, του χάρισε

ανάλογης αξίας τιμές από την ελληνική πολιτεία και από πνευματικά, του

ευρωπαϊκού χώρου, ιδρύματα. Η συγκομιδή της, αυτή ακριβώς που απέφερε σε

εργασίες και αποστολές η ευθεία επαφή με τα δημιουργήματα της βυζαντινής και

μεταβυζαντινής τέχνης, υπήρξε για το συγγραφικό του έργο μεστή, και είναι η σπουδαιότερη.

Το βάθος της σκέψης, το εύρος της γνώσης, η καθαρότητα, η ευστροφία και η

δύναμη ιδεών και απόψεων, η στέρεη μέθοδος και ο εύστοχος λόγος, γλαφυρός και

ακριβής στην αναζήτηση της ουσίας και στην ανάδειξη της ομορφιάς των

πραγμάτων, χαρακτηρίζουν το πλούσιο συγγραφικό έργο του, που διοδεύει με

ακάματη διάθεση έρευνας στους χώρους της βυζαντινής αρχαιολογίας και της

ιστορίας της τέχνης. Με την επιστημονική πληρότητα, την ευφορία του πνεύματος

και το κύρος της γνώμης, τον τοποθέτησε ανάμεσα στους επιφανείς

βυζαντινολόγους των χρόνων και είναι αυτό που εγκλείει τη βαριά παρακαταθήκη

που άφησε στους νεώτερους.

Στο πλήθος των δημοσιευμάτων του, μεγάλο μέρος κατέχει η μελέτη της

θρησκευτικής ζωγραφικής, ιδιαίτερα των τοιχογραφιών και εικόνων, βυζαντινής

και μεταβυζαντινής εποχής, που κράτησαν την πρωτεύουσα θέση στις επιστημονικές

προτιμήσεις του. Η γνώση και η πείρα που απέκτησε από τη στενή υπηρεσιακή

ενασχόληση με τα έργα αυτής της κατηγορίας, καθώς και από τη σπουδή των

εικόνων σε ελληνικές και του εξωτερικού συλλογές, της Μονής Σινά, του

Βατικανού, της Βενετίας, Ελβετίας και άλλες, αποτελούσαν το γερό θεμέλιο για

την έρευνα ενός σημαντικότατου κλάδου της βυζαντινής τέχνης και της οργανικής

της συνέχειας στους μετά την Άλωση χρόνους. Παρότι η καρποφορία της, μάλιστα

στην Ελλάδα, μεγάλη, η ζωγραφική είχε μόλις στον καιρό του αρχίσει να

προσελκύει εντονότερα το ενδιαφέρον των ιστορικών της τέχνης και σε αυτά,

συγκεκριμένα, τα είδη της.

Ο Μ. Χατζηδάκης κρατάει σημειώσεις μέσα σε βυζαντινή εκκλησία της Κρήτης

Ο Μ. Χατζηδάκης κινήθηκε με ξεχωριστή οικειότητα, με σωφροσύνη και ευαισθησία

σε αυτό το όχι και πολύ γνωστό τοπίο, του οποίου πλάτυνε τους ορίζοντες.

Προσφέροντας στην επιστημονική μελέτη εκατοντάδες ανέκδοτες εικόνες και

τοιχογραφίες ναών, από τον ελληνικό χώρο κυρίως, κατά τεκμήριο εκλεκτής

τέχνης, ερμήνευσε, με ιδιαίτερη λεπτότητα στην αισθητική τους προσέγγιση, το

ποιόν και τα συμφραζόμενα των μορφών και την πνευματική τους υπόσταση·

αναθεώρησε γνώμες, ισχυροποίησε άλλες και διατύπωσε νέες απόψεις, που σε πολλά

καθορίζουν έκτοτε την πορεία της έρευνας.

Την αλήθεια των τελευταίων θα αρκούσε να δείξει η αναφορά στα θέματα της

μεταβυζαντινής ζωγραφικής που τον απασχόλησαν, και της πιο λαμπερής της

Κρήτης, στην οποία αφιέρωσε ουσιαστικό μέρος του εξαίρετου έργου του. Η γένεση

και η εξέλιξη της κρητικής ζωγραφικής σχολής, οι επιρροές που δέχθηκε από τη

Δύση, τα καλλιτεχνικά κέντρα και οι ζωγράφοι, ο χαρακτήρας, η έκταση και η

σημασία της για την ανάπτυξη της τέχνης τού μετά την Άλωση Ελληνισμού ήταν στα

κύρια ενδιαφέροντά του. Και όμοια, η απήχηση που είχαν οι εκδηλώσεις της στον

ορθόδοξο κόσμο, όσο και οι δομές, η εξέλιξη και οι ποικίλες εκφάνσεις της

μεταβυζαντινής τέχνης σε γενική της θεώρηση, συνιστούν κεντρικά σημεία της

εργασίας του σε αυτό το πεδίο, που η μελέτη του ολοένα διευρύνεται δίνοντας

σπουδαίους καρπούς. Έργα επιστημονικής ωριμότητας τα βιβλία για τις εικόνες

της Βενετίας και της Πάτμου, που ανέδειξαν δύο εξέχουσες συλλογές, αποτελούν

και τους πρώτους συστηματικούς καταλόγους μεταβυζαντινών εικόνων, στην

πλειονότητα κρητικών. Ξεχωρίζουν, επίσης, οι πρωτοποριακές εργασίες του για

τις απαρχές της κρητικής σχολής και για επίλεκτους ζωγράφους του 15ου και του

16ου αιώνα, και ειδικότερα για τον Θεοφάνη· το υποδειγματικής διαπραγμάτευσης

βιβλίο για τις τοιχογραφίες του τελευταίου στη Μονή Σταυρονικήτα του Αγίου

Όρους, το μνημειώδες δίτομο σύγγραμμα για τους Έλληνες ζωγράφους της

μεταβυζαντινής περιόδου. Στο σύνολο, οι μελέτες του με σοφία σοδιάζουν τη

γνώση του μνημειακού πλούτου της εποχής και με σπάνια ποιότητα σκέψης και

λόγου συζητούν τη ζωντάνια της έκφρασης, ιχνηλατούν τα προβλήματα και

οριοθετούν τα ζητήματα που εγείρει η εικαστική δημιουργία των χρόνων, με την

αυθεντία της γνώμης ανοίγοντας σε διάφορα επίπεδα δρόμους.

Ο Μ. Χατζηδάκης στον Μυστρά

Ασφαλώς η σπουδή τής αρκετά παραμερισμένης έως τότε μεταβυζαντινής ζωγραφικής

χρεωστεί κατά σημαντικό μέρος στον Μ. Χατζηδάκη την κυρίαρχη ώθηση που οδήγησε

στη σημερινή της ανάπτυξη. Η συμβολή του στην ανάδειξη των βυζαντινών μνημείων

της χώρας και ιδιαίτερα της ζωγραφικής, συνυφασμένη με τη διερεύνηση ουσιωδών

ζητημάτων της τέχνης του Βυζαντίου σε εισηγήσεις, μονογραφίες και συνθετικές

εργασίες του, δεν ήταν μικρότερη.

Βασισμένες και σε καινούργια ευρήματα εικόνων της Μονής Βατοπεδίου, οι μελέτες

του για την εξέλιξη του βυζαντινού τέμπλου προσδιόρισαν την αυξανόμενη σημασία

με τη μετατροπή από τον 11ο αιώνα τουλάχιστον αυτού του καίριου για τη λατρεία

αρχιτεκτονικού και λειτουργικού μέλους του ναού σε εικονοστάσιο, διακοσμημένο

με σειρές εικόνων ορισμένου είδους και εικονογραφίας. Άλλες διεξοδικές

εργασίες διαφώτισαν την ιστορία της Μονής του Οσίου Λουκά, λύνοντας κύρια

προβλήματα που αφορούν στον χρόνο ίδρυσης του καθολικού της μονής, πιθανώς

λίγο πριν από το 1011, στην ταυτότητα του κτήτορα ηγουμένου, στον προορισμό

και στη διακόσμηση της μεγαλόπρεπης εκκλησίας· επίσης, στη χρονολόγηση της

Μητρόπολης (Άγιος Δημήτριος) του Μυστρά και των αρχικών τοιχογραφιών του ναού

στα τέλη του 13ου αιώνα. Ο Οδηγός του Μυστρά, κατά πολύ ξεπερνώντας τις

απαιτήσεις του είδους, συγκεντρώνει πολύτιμα πορίσματα για τη μελέτη ιδίως των

έξοχης τέχνης τοιχογραφιών στους ναούς της ερειπωμένης βυζαντινής πολιτείας.

Σε ευρύτερες συνθέσεις, η βυζαντινή τέχνη και η αρχιτεκτονική, ψηφιδωτά,

τοιχογραφίες και εικόνες, πολλές του ελληνικού χώρου ανέκδοτες ή ελάχιστα

γνωστές έως τότε, βρήκαν στον Μ. Χατζηδάκη τον εξαίρετο ερμηνευτή. Με

οξυδέρκεια και ευθυκρισία, με δύναμη, πυκνότητα και ακρίβεια των νοημάτων, με

πνοή και ευγένεια της γραφής, προχώρησε στη διακρίβωση συστατικών γνωρισμάτων

που σηματοδοτούν την εξέλιξη της καλλιτεχνικής μορφής στο Βυζάντιο, που

συνιστούν τον υπερβατικό χαρακτήρα και συνεκφράζουν την αισθητική θεωρία της.

Αν το δικαίωμα μιας αδιαφιλονίκητης ως προς τα πρωτεία της θέσης στη μνήμη του

αιώνα που έφυγε έχουν όσοι με τη δροσιά της όρασης και της γνώμης φώτισαν την

πορεία του ωφελώντας τη χώρα, ο Μ. Χατζηδάκης, με ανάστημα έργου που στην

προοπτική του ξεπερνά τα συνήθη, πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές τις προσωπικότητες.

*Η Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου είναι πρ. διευθύντρια του Βυζαντινού Μουσείου