Οι παρενέργειες της δολοφονικής απόπειρας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου τον

προηγούμενο Ιούνιο και η «αδυναμία» της κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος να

συλλάβει τους φυσικούς αυτουργούς του εγκλήματος με κορυφαίο τον λήσταρχο

Καραθανάση, που κινείται καλυπτόμενος, μέσα στην ίδια την Αθήνα, σκιάζει το

πολιτικό σκηνικό της χώρας το θέρος του 1934. Ο λήσταρχος συλλαμβάνεται από

μέλη της «Δημοκρατικής Άμυνας», στην οδό Οινόης 5 και παραδίδεται στον αρχηγό

της αστυνομίας, Γαρέζο. Το κλίμα επιβαρύνεται καταθλιπτικά με το επεισόδιο στη

Βουλή μεταξύ του υπουργού Στρατιωτικών Γ. Κονδύλη και του Αλέξανδρου

Παπαναστασίου, το οποίο κατέληξε στον βαρύτατο τραυματισμό του δημοκρατικού

ηγέτη από τον Κονδυλικό βουλευτή Τρικάλων Γ. Αναγνωστόπουλο. Όμως, την ίδια

περίοδο οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δοκιμάζονται από την «υπόθεση Ίνσαλ».

Ο Αμερικανός μεγαλοτραπεζίτης, Σάμουελ Ίνσαλ, «βασιλιάς» του αεριόφωτος και

του ηλεκτρισμού στο Σικάγο, δημιούργησε μία αλυσίδα 65 εταιρειών. Στήριξε την

οικονομική του ισχύ στο «μαύρο χρήμα» και τις δωροδοκίες.

Η αλόγιστη διαχείριση τον οδήγησε να «ρίξει κανόνι» και να δραπετεύσει στην

Ευρώπη και έπειτα από πολλές περιπέτειες να καταφύγει στην Ελλάδα από την

οποία οι ΗΠΑ ζήτησαν την έκδοσή του.

«Ο περίφημος Αμερικανός άλλοτε “βασιλεύς του ηλεκτρισμού” κατά φωτογραφίαν

του με επιτροπήν της Αχέπα»

Ο Ίνσαλ κατορθώνει όμως, με τη βοήθεια της Ελληνίδας ερωμένης του, Λιλής

Κουγιουμτζόγλου, να παραπλανήσει τις αρχές και να δραπετεύσει και από την Ελλάδα.

Ο αστυνομικός ρεπόρτερ των «Αθηναϊκών Νέων» διερευνά τον ρόλο της «ωραίας

Λιλής» και γράφει:

«Αναμφισβητήτως ο ρόλος της κ. Κουγιουμτζόγλου υπήρξε μεγάλος εις την υπόθεσιν

του κ. Ίνσαλ. Η πρώτη των γνωριμία έγινεν εις το ξενοδοχείον της “Μεγάλης

Βρεττανίας”, ολίγον μετά την πρώτην δίκην κατά την οποίαν οι Αμερικανοί δεν

είχαν κατορθώση να παρουσιάσουν στοιχεία δικαιολογούντα την έκδοσίν του. Μόνος

εις το ξενοδοχείον ο εκπεσών Κροίσος και αποκεκλεισμένος από την αμερικανικήν

παροικίαν ευρήκεν εις το πρόσωπον της κ. Κουγιουμτζόγλου την απαραίτητη

συντροφιά διά να ξεχνά την θέσιν του.

Αχώριστοι φίλοι

Η κ. Κουγιουμτζόγλου, τύπος ωραίας και εξύπνου γυναικός, κατώρθωσεν ευθύς μετά

τας πρώτας συναντήσεις να συγκεντρώση την εμπιστοσύνην του κ. Ίνσαλ και να

γίνουν έκτοτε αχώριστοι φίλοι. Τα συχνά τέια και οι περίπατοι είχον σκανδαλίση

τους ξένους ανταποκριτάς, οι οποίοι την αναφέρουν εις τα τηλεγραφήματά των ως

ερωμένην του κ. Ίνσαλ, δημοσιεύσαντες και λεπτομερείας της ζωής της.

«Η φίλη του Σαμουήλ Ίνσαλ κ. Λιλή Κουγιουμτζόγλου με στολήν Κοζάκου κατά

ωραίαν φωτογραφίαν του κ. Ξανθάκη»

Η «μυστηριώδης γυναίκα, ως την αποκαλούν, είνε ξένης καταγωγής, γεννηθείσα εις

την Κωνσταντινούπολιν εκ πατρός Γιουγκοσλαύου και μητρός Ελληνίδος,

νυμφευθείσα το 1922 τον εκ Μικράς Ασίας Κουγιουμτζόγλου, ο οποίος είνε έμπορος

χουρμάδων και ευρίσκεται ήδη από ετών εις την Αμερικήν. Έχει αποκτήσει μαζί

του και ένα υιόν, ο οποίος είνε δώδεκα περίπου ετών. Η αδελφή της, Δέσποινα

Δαβίδοβιτς, ως λέγεται, ετουφεκίσθη εις την Αμερικήν κατά την διάρκειαν του

πολέμου ως κατάσκοπος και ετάφη εις την Νέαν Υόρκην. Οι συγγενείς της είχον

πληροφορηθή ότι η τουφεκισθείσα είχεν αφήση μεγάλην περιουσίαν και άφθονα

μαργαριτάρια και έσπευσαν εις την Αμερικήν διά να τα παραλάβουν. Δεν ευρήκαν

όμως, πάντοτε κατά τας ιδίας πληροφορίας, ούτε ίχνος περιουσίας.

Ακόμη και όταν μετά την πρώτην του δίκην η σύζυγος του κ. Ίνσαλ ήλθεν εις τας

Αθήνας, η φιλία του συζύγου της με την κ. Κουγιουμτζόγλου δεν διεκόπη. Η κ.

Κουγιουμτζόγλου είχε γίνη φίλη και της κ. Ίνσαλ και συχνά οι τρεις μαζί

εγευμάτιζαν και έκαμναν περιπάτους.

Πολλές φορές επίσης, η κ. Ίνσαλ συνώδευε τον σύζυγό της και την κ.

Κουγιουμτζόγλου μέχρι της θύρας του αυτοκινήτου και τους άφηνε την ελευθερίαν

ενός περιπάτου. Τούτο όμως δεν απεσόβησε το “κουτσομπολιό” των ξένων ανταποκριτών.

Αιφνιδίως όμως η κ. Ίνσαλ εγκατέλειψε το ξενοδοχείον της “Μεγάλης Βρεττανίας”

με μεγάλην μυστικότητα αναχωρήσασα διά Παρισίους, χωρίς να γίνη καν αντιληπτή

από την υπηρεσίαν του ξενοδοχείου. Τούτο έδωσε αφορμήν να γίνουν σχόλια ότι η

κ. Ίνσαλ αντιληφθείσα ιδιαιτέρας σχέσεις μεταξύ του συζύγου της και της κ.

Κουγιουμτζόγλου εθίγη και ανεχώρησεν…».

Ζοζεφίνα Μπαίκερ: Σας ευγνωμονώ

«Ο διοικητής της γενικής ασφαλείας κ. Έβερτ,γυρίζει τώρα έξω από το σπίτι

του, εξαφανισθέντος όμως πλέον, Ίνσαλ»

Η Ελλάδα του ’34 δεν παρακολουθεί με ενδιαφέρον την μυθιστορηματική εξέλιξη

της «υπόθεσης Ινσάλ», αλλά υποδέχεται με έξαλλο ενθουσιασμό, σύμφωνα με τις

εφημερίδες της εποχής, το παγκόσμιο αστέρι του χορού, την Ζοζεφίνα Μπαίκερ.

Η «μαύρη γαζέλα» έφθασε στο λιμάνι του Πειραιά, στις 11 το πρωί της 1ης

Φεβρουαρίου. Χιλιάδες θαυμαστές της την υπεδέχθησαν και παρακολούθησαν κάθε

κίνησή της μέχρι την Αθήνα.

Την επομένη τα «Αθηναϊκά Νέα» φιλοξενούν τις εντυπώσεις της από την πρώτη

επαφή της με το αθηναϊκό κοινό.

Γράφει η μεγάλη καλλιτέχνιδα:

«Το κοινόν όλοι οι εκτελεσταί του κόσμου το φοβούνται. Αυτό το αίσθημα

δοκιμάζω κι εγώ κάθε φορά που γνωρίζω ένα καινούργιο κοινόν σ’ ένα καινούργιο

μέρος. Χθες το βράδυ όμως, προτού ν’ αντικρύσω την κατάμεστη πελωρία αίθουσα

του “Παλλάς”, δεν είχα φόβο. Είχα περιέργεια, είχα ανυπομονησία. Ήθελα να ιδώ

τι εντύπωσι θα έκαμνα στο πελώριο αυτό κύμα του κόσμου του τόσο διαφορετικού

από μένα. Θα πήτε: Παντού το κοινόν στην Ευρώπη δεν είνε αλλιώτικο; Δεν είνε

άσπρο κι εγώ το αντίθετό του: Βέβαια. Αλλά εδώ, σ’ αυτό τον ήλιο, σ’ αυτό το

φως, δεν ξέρω γιατί από την πρώτη στιγμή που έφθασα μου φάνηκε πιο έντονη η

διαφορά, το “κοντράστ” του χρώματος της επιδερμίδος μου με το χρώμα της δικής

του. Γι’ αυτό έγραψα στην αρχή ότι ανυπομονούσα. Ανυπομονούσε και το κοινόν.

«Φωτογραφία της Ζοζεφίνας Μπαίκερ ληφθείσα χθες βράδυ διά μαγνησίου μέσα εις

το καμαρίνι της εις το Παλλάς» (Από την πρώτη σελίδα των Αθηναϊκών Νέων)

Ήταν η ώρα 10.25 κι η παράστασις δεν είχε αρχίση. Η σάλλα χειροκροτούσε. Δεν

έφταιγα εγώ όμως. Ήμουν από μέσα έτοιμη, περίεργη, ανυπόμονη, με όλη τη

διάθεσι να πεταχθώ αμέσως στη σκηνή. Η καθυστέρησις μ’ ενωχλούσε όσο ενωχλούσε

και τους Αθηναίους της πρεμιέρας μου. Επί τέλους η παράστασις άρχισε. Στην

αρχή έγινε κινηματογραφική προβολή. Ήμουν κι εγώ στο πίσω μέρος της οθόνης και

είδα με πολλή ευχαρίστησι την ταινία της αφίξεώς μου εις Πειραιά. Και σε λίγο

παρουσιάσθηκε η τζαζ μου, μετ’ ολίγα δε λεπτά εγώ. Μ’ ενοχλούν φοβερά τα

γουρλωμένα μάτια στην πλατεία. Χορεύω δέκα χρόνια τώρα από τον καιρό που

ξεκίνησα απ’ τον Άγιο Λουδοβίκο του Μισισιπή και πέρασα στο Παρίσι. Ήμουν τότε

δέκα επτά χρονών. Είμαι σήμερα είκοσι επτά. Δοκιμάζω όμως πάντοτε την ίδια

απέχθεια όταν η πλατεία με κυττάζη με μάτια γουρλωμένα. Χθες βράδυ όμως δεν

εδοκίμασα αυτό το συναίσθημα. Το κοινό ήταν καλό μαζί μου, ήρεμο και με

κύτταζε γεμάτο συμπάθεια. (…)

Γι’ αυτό το λόγο ένα μέρος της ευγνωμοσύνης μου ανήκει από χθες το βράδυ και

εις τους Αθηναίους.

Ζοζεφίνα Μπαίκερ