Περπατά, τρέχει, παίζει μπάσκετ και ποδόσφαιρο και συχνά «σπάζει» τα
σιδερένια του πόδια. «Δεν τρέχει τίποτα», λέει, «τα επιδιορθώνω ή τα αλλάζω
και φοράω καινούργια». «Πώς βλέπεις τη ζωή σου Βασίλη;» τον ρωτώ, όταν κάθεται
δίπλα μου… «Η Ζωή είναι Ωραία», μου απαντά. Και για ώρες μετά, ήταν σα να
ξανάβλεπα, λεπτό προς λεπτό, την ταινία του Μπενίνι…
Η ζωή είναι ωραία για τον Βασίλη. Και τα τελευταία του γενέθλια, στις 2 του
Ιούνη, που έκλεισε τα 15 και μπήκε στα 16, ήταν τα ωραιότερα όλων. Όχι γιατί
έγινε κάτι συναρπαστικό. Αλλά δεν είναι λίγο να είσαι 15 χρονών, να τελειώνεις
το Γυμνάσιο, να ετοιμάζεσαι για το Λύκειο, να έρχεται καλοκαίρι, να είσαι
ερωτευμένος και να σε απασχολεί αν αντέχει περισσότερο το τριαντάφυλλο ή το
γαρύφαλλο που θα προσφέρεις στην εκλεκτή της καρδιάς σου… «Τα τελευταία
καλοκαίρια, ο Βασίλης είναι συνέχεια ερωτευμένος», παρατηρεί γελώντας ο
πατέρας του, ο Απόστολος Δοσούλας. «Αλλά αυτή τη φορά… παραείναι»!
|
| Πέντε χρόνια πριν. Αμέσως μετά το ατύχημα, ο Βασιλάκης Δοσούλας, το παιδί που έκανε την Ελλάδα να κλάψει…
|
Αρχίσαμε την κουβέντα μας, με πνιγηρή ακόμη την απογευματινή ζέστη και τη
δυσκολία που έχει κάθε αρχή, στο μεγάλο τραπέζι του καθιστικού. Από τον πέμπτο
όροφο, ο Υμηττός φάνταζε κοντύτερα απ’ ό,τι είναι. Ο Βασίλης άλλωστε πολύ
συχνά τον χρησιμοποιεί για τις πτήσεις του. Το όνειρο που συνήθως
«βλέπει» ξεκινά με ανοικτά μάτια και συνεχίζει, δίχως παραλλαγές, ενώ είναι
κοιμισμένος. «Τρέχω, τρέχω, τρέχω και ξαφνικά βρίσκομαι μπροστά σ’ έναν
γκρεμό, για μία στιγμή παγώνω, νομίζω ότι δεν μπορώ να φρενάρω και θα
τσακιστώ, αλλά τότε ανοίγουν φτερά στην πλάτη μου, αρχίζω να πετώ, να πετώ και
όλα, τα πάντα, τα βλέπω από ψηλά…».
Είναι υπέροχη και απερίγραπτη η αίσθηση αυτής της πτήσης, ίσως γιατί είναι ο
συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα. Έτσι κι αλλιώς, ο
Βασίλης δεν χάνει ποτέ το φρένο. Ξέρει πότε, πού και πώς να φρενάρει… Το πιο
αληθινό του όνειρο, άλλωστε, είναι να γίνει προγραμματιστής κομπιούτερ.
Η αστραπή τον Αύγουστο
Πέντε χρόνια πριν… 12 Αυγούστου του ’94. 7.20 το πρωί. Στα ανοικτά της
θάλασσας στο Τολό. Είναι πάνω στη βάρκα με τον πατέρα του και τον αδελφό του
πατέρα του, τον θείο του Κωνσταντίνο. Είναι Παρασκευή, η τελευταία ημέρα των
διακοπών τους. Παράδοξο, αλλά είναι και το τελευταίο λεπτό της παραμονής τους
στη θάλασσα! Ο μικρός μαζεύει την πετονιά του ψαρέματος, με προσοχή, να μην
τρυπηθεί από το αγκίστρι. Ο πατέρας και ο θείος κάνουν όλα τα χρειαζούμενα για
να επιστρέψουν στη στεριά…
Όλα διήρκεσαν όσο διαρκεί μία αστραπή πριν από τον κεραυνό. Ο Απόστολος
Δοσούλας είδε το «ιπτάμενο δελφίνι», κάπου διακόσια μέτρα μακριά τους, να
τρέχει καταπάνω τους με 32 κόμβους. Εκ των υστέρων, ξέρει ότι είχαν στη
διάθεσή τους επτά δευτερόλεπτα. «Το είδα να περνά ανάμεσα σε δύο βάρκες, να
κάνει έναν ελιγμό να τις αποφύγει κι ύστερα να έρχεται προς τη μεριά μας.
Πρόλαβα και είπα: “Θα μας χτυπήσει”! Άκουσα τον αδελφό μου να λέει: “Μπα, μας
βλέπει”. Εγώ ξαναλέω: “Έρχεται πάνω μας”, αρχίζω να κουνώ δυνατά τη βάρκα να
την αναποδογυρίσω, δεν γυρίζει, φωνάζω “πηδήξτε τώρα”, πέφτω πρώτος εγώ από
την έξω πλευρά της βάρκας, ο Βασίλης δεύτερος από τη μέσα πλευρά της στεριάς
και ο αδελφός μου, από την έξω πάλι πλευρά…».
Δολοφόνε, το παιδί μου
|
| «Δεν ντύνω τα σιδερένια μου πόδια με το ειδικό κάλυμμα που τα κάνει σαν “αληθινά”, γιατί γίνονται πιο βαριά και δεν μπορώ να τρέξω…», εξομολογείται ο Βασίλης Δοσούλας
|
Το ατύχημα έγινε με την ταχύτητα που οι συγκυρίες ορίζουν. Βγήκε πρώτος στην
επιφάνεια και δεν είδε ούτε το παιδί, ούτε τον αδελφό του. Μονάχα τη βάρκα
συντρίμμια και τους ανθρώπους του «ιπτάμενου» που έπεσαν στο νερό «όχι για να
μας βοηθήσουν, αλλά για να ελέγξουν μήπως έπαθε ζημιά το σκάφος! Βλέπω ξαφνικά
τον αδελφό μου και ουρλιάζω: “το παιδί, πού είναι το παιδί;”. Γυρίζω γύρω γύρω
το τρελαμένο μου βλέμμα και τότε το βλέπω, να κρατιέται με μάτια κλειστά, με
το ένα χεράκι από τη σημαδούρα που βάλαμε, όταν ρίξαμε την άγκυρα…».
Δεν ξέρει τίποτα ακόμα, δεν πρόσεξε το νερό που έγινε αιμάτινο, έτρεξε μονάχα
και τον αγκάλιασε, είχε χαμένες τις αισθήσεις του, «του έλειπαν το δεξί χέρι
και τα δύο πόδια, αλλά εγώ δεν βλέπω τίποτα, έρχεται ένας ψαράς δίπλα μου, μου
φωνάζει: “ανέβασε το παιδί πάνω, να το σώσουμε από την αιμορραγία”, την ώρα
που τον γυρίζω προς τη μεριά μου βλέπω το κομμένο του χέρι και την ώρα που τον
σηκώνω στη βάρκα τα κομμένα του πόδια και τότε πνίγομαι, ουρλιάζω στον
καπετάνιο του “ιπτάμενου”: “Δολοφόνε, σκότωσες το παιδί μου”, ο βαρκάρης
ξαναφωνάζει: “Ανέβα γρήγορα πάνω”, σκίζει την μπλούζα του, σκίζουμε και το
μπλουζάκι του Βασίλη, δένουμε τα κομμένα μέλη και τον βγάζουμε στη στεριά…».
Έτσι, όπως ήταν μελανιασμένος, τον φόρτωσαν στην καρότσα ενός αγροτικού
αυτοκινήτου, φεύγουν εσπευσμένα για το Ναύπλιο, από εκεί για το Άργος και μετά
για το ΚΑΤ, στην Αθήνα.
Το όνειρο της μάνας
Νωρίτερα το πρωί, στο νοικιασμένο σπίτι στο Τολό, η Γιούλη, η μητέρα του
Βασίλη, αφού τους ξεπροβόδισε για το ψάρεμα, αποκοιμήθηκε πάνω στο μυθιστόρημα
που διάβαζε και είδε ένα όνειρο παράξενο. «Τους είδα στη βάρκα να ψαρεύουν
και, όπως τους παρατηρούσα, είδα ξαφνικά τη βάρκα να εκρήγνυται και να γίνεται
κομμάτια, όπως βλέπουμε στις ταινίες, και ακούω μία φωνή ότι κάτι έπαθε ο
Βασίλης. Ξυπνώ αλαφιασμένη, κοιτώ το ρολόι και η ώρα είναι 7.20. “Ουφ, ήταν
όνειρο”, σκέφτομαι και αρχίζω να μαζεύω τα πράγματα… Έρχεται τότε η
συννυφάδα μου και μου λέει: “Παράτα τα και έλα μαζί μου, κάτι έγινε, κάτι θα
σου πει ο Κώστας”. Στη διαδρομή για το δικό τους σπίτι, ακούω τον κόσμο στις
στάσεις και τα πεζοδρόμια να μιλάνε για κάποιο συνταρακτικό γεγονός και να
λένε “πω πω το καημένο το παιδάκι”, αλλά δεν μου πάει το μυαλό ότι μιλάνε για
το δικό μου παιδί, για τον Βασίλη…».
Το όνειρο της γιαγιάς
|
| Τάβλι με τη μαμά, υπό το βλέμμα του πατέρα…
|
Την ίδια ακριβώς ώρα, τη στιγμή του ατυχήματος, σε ένα μακρινό τόπο, στο χωριό
Σκαμνός, κοντά στη Λαμία, η γιαγιά του Βασίλη, η κυρα-Χαρίκλεια, η μάνα της
μάνας του, έβλεπε και ξυπνούσε από ένα ακόμη παράξενο όνειρο. Το διηγείται
συγκινημένος ο Απόστολος Δοσούλας. «Μπήκε, λέει, ξαφνικά στην αυλή του σπιτιού
της ένας άγνωστος άνδρας και δίχως να πει λέξη, έκοψε σύρριζα το πιο όμορφο
δένδρο της. “Γιατί άνθρωπέ μου το έκανες αυτό;”, τον ρώτησε, μα εκείνος έφυγε
δίχως να απαντήσει… Λίγες ώρες αργότερα μάθαινε για το ατύχημα του
αγαπημένου της εγγονού… Και το απόγευμα είδε στην τηλεόραση τον καπετάνιο
του «ιπτάμενου δελφινιού» να μιλάει για το ατύχημα. Είχε την κοψιά και την όψη
του ανθρώπου που έκοψε στον ύπνο της το ωραιότερό της δένδρο…».
Το άλλο όνειρο της γιαγιάς
Δεν είναι οικογένεια που αρέσκεται στις προλήψεις ή τις προκαταλήψεις η
οικογένεια του Απόστολου και της Γιούλης Δοσούλα. Μηχανικός εκείνος,
αστυνομικός η Γιούλη, όλη τους τη ζωή πασχίζουν για πράγματα με υπαρκτές
διαστάσεις και δεν είχαν ξοδέψει έως τώρα ούτε ένα δευτερόλεπτο για θέματα
πέρα από τη λογική και τα όρια του πραγματικού. Τελικά, η ζωή είναι ένα
απρόοπτο, λέει σήμερα ο Απόστολος, «ένα απρόοπτο γεμάτο μύθους… Συντρέχουν
πολλά στην περίπτωσή μας. Ήρθε στην Αθήνα η πεθερά μου, η κυρα-Χαρίκλεια.
Έκλαψε όσο έκλαψε κι έφυγε για τον Σκαμνό, να μην βλέπουμε άλλο τα δάκρυά της.
Κι εκεί, είδε ένα άλλο όνειρο. Άνοιξε λέει το μάνταλο της πόρτας και μπήκε
στην κάμαρά της ένας γενειοφόρος, όμορφος και λαμπερός νεαρός με κόκκινη
χλαμύδα. Της είπε μόνο: “Μην κλαις άλλο, το γλίτωσα το παιδί, θα γίνει καλά
και θα περπατήσει…”. Μας πήρε ταραγμένη τηλέφωνο. Μόλις είχε διαφύγει τον
κίνδυνο ο Βασίλης! Κι όταν μας επισκέφθηκε ξανά, είδε πάνω από το κρεβάτι του
την εικόνα ενός αγίου που χάρισε στον Βασίλη ένας επισκέπτης. Ήταν ο Άγιος
Σώζων, ο Άγιος που την επισκέφθηκε στον ύπνο της, ο προστάτης Άγιος του Τολού…».
12 Αυγούστου – η αποφράδα
Σε όλα αυτά δεν είχαν δώσει και τόσο μεγάλη σημασία, μέχρι τον Αύγουστο του
’97. Ήταν τρία χρόνια μετά το ατύχημα. Ο Βασίλης παραθέριζε όλο το καλοκαίρι
στον Σκαμνό και είχε και πάλι προκαλέσει φθορές στα «σιδερένια» του πόδια.
Πήγαν στην Αθήνα ο Απόστολος και η Γιούλη να τα επιδιορθώσουν και εκείνη την
ημέρα επέστρεφαν στο χωριό. Ήταν 12η Αυγούστου, η τρίτη επέτειος του
ατυχήματος. «Οδηγώ πάνω από είκοσι χρόνια, δεν είχα ποτέ ατύχημα. Ανηφορίζω
κανονικά για το χωριό, με μικρή ταχύτητα. Δεν υπάρχει κανείς μπροστά μου,
κανείς πίσω και ξαφνικά δεν ελέγχω το αυτοκίνητο που φεύγει από τον δρόμο.
Τρέχει ξέφρενα στην πλαγιά, ανατρέπεται, ξαναγυρνά στα ίσια του και τελικά την
ξέφρενη πορεία του σταματούν κάποια πουρνάρια».
Βγήκαν ζωντανοί, αλλά το αυτοκίνητο το έβγαλε γερανός. Πήγαν τα τεχνητά πόδια
στον Βασίλη, αλλά όχι και τα γλυκά που κουβαλούσαν. Πέρυσι, η οικογένεια του
Απόστολου Δοσούλα αποφάσισε να μη βγει καθόλου από το σπίτι τη 12η Αυγούστου.
Το ίδιο λέει θα κάνει και φέτος. Η Γιούλη έχει αντιρρήσεις: «Αν είναι να σε
βρει κάτι, θα σε βρει όπου να ‘σαι», αλλά ο Απόστολος επέλεξε «να μην οδηγώ
κάθε 12η Αυγούστου…».
Αυτός μας κράτησε… αυτός μας ανέστησε
|
| Ένα μόνο βλέμμα να ρίξει στον Βασίλη ο Απόστολος Δοσούλας και πιστοποιεί τον λόγο της δικής του ύπαρξης…
|
Το ατύχημα και όσα ακολούθησαν, το μακρύ ταξίδι του Βασίλη στο δύσκολο τοπίο
της επανένταξης, οι προσπάθειες όλων να τον στηρίξουν, η μεγαλύτερη δική του
να τους κρατάει όρθιους «αν δεν είχε τη στάση που είχε ο Βασίλης, εγώ ήμουν
να πέσω από το μπαλκόνι· αυτός μας κράτησε, αυτός μας ανέστησε», λέει ο
πατέρας του.
Μήνες μετά, την άνοιξη του ’95, είναι μαθητής της Ε’ τάξης του Δημοτικού,
περπατά άνετα με τα ξένα του πόδια και η δασκάλα βάζει θέμα στην έκθεση: «Το
πιο σπουδαίο γεγονός της ζωής μου». Το πιο σπουδαίο γεγονός της ζωής τού
Βασίλη ήταν το ατύχημα, που το περιγράφει σ’ εκείνη την έκθεση με κάθε
λεπτομέρεια, με λόγια στη μισή σελίδα του τετραδίου και με ζωγραφιές που
αναπαριστούν το γεγονός στην υπόλοιπη μισή τους τρεις τους στη βάρκα
αμέριμνα να ψαρεύουν, το ιπτάμενο δελφίνι να έρχεται, να κομματιάζει τη βάρκα,
το κομμένο του χεράκι να επιπλέει κι ύστερα τα πόδια του…
Είναι περίεργο, αλλά με τα χρόνια απώθησε κάπου στα βάθη του όλες τις
λεπτομέρειες και το μόνο που σήμερα θυμάται «είναι το ιπτάμενο σκάφος να
έρχεται πάνω μας και μετά κενό, τίποτα…».
Αγωνιστής
Μιλάει με άνεση για όλα όσα έγιναν στην πεντάχρονη, μετά το ατύχημα, πορεία
του, θυμάται τη στιγμή, μετά την Εντατική, στο δωμάτιο που ανασήκωσε τον κορμό
του σώματός του και είδε τα κομμένα του πόδια «τα είδα πολύ κοντά και
σκέφθηκα: μικρός είμαι, θα ξαναμεγαλώσουν! Μου εξήγησε ύστερα ο πατέρας μου,
έβλεπα πολλές ταινίες με εξωπραγματικό περιεχόμενο και φαίνεται ότι με
ικανοποίησε η ιδέα ότι θα είμαι με μηχανικά μέρη σαν τον “Ρόμποκοπ”»!
Δεν έκλαψε ποτέ από παράπονο, μονάχα από πόνο. Δεν είπε ποτέ «γιατί συνέβη σε
μένα»… Τον απασχολούσε μόνο να περπατήσει και να τρέξει. Να «δουλέψει» το
συγκολλημένο (έπειτα από δέκα περίπου ώρες) χέρι του. Διέψευσε ο Βασίλης κάθε
ιατρική πρόγνωση και προσδοκία. Περπάτησε και έτρεξε σε τρεις και όχι σε οκτώ
με δέκα μήνες που έλεγαν οι γιατροί. Και μπορεί να έγινε αναγκαστικά
αριστερόχειρας για τη σχολική δουλειά, αλλά κάνει και με το δεξί του χέρι
πράγματα που δεν υπήρχε ελπίδα να κάνει. Τρία μεγάλα ταξίδια στην Αμερική, δύο
ακόμη επανορθωτικές επεμβάσεις για το χέρι στην Ελλάδα, δύο στην Αμερική για
τις λάμες στα πόδια και απίστευτη προσπάθεια από την πλευρά του Βασίλη να
γυμναστεί, να γίνει δυνατός, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Άλλαξαν οι προτεραιότητες
|
| Στα όνειρά του τρέχει και πετάει. Στην πραγμα-τικότητα δεν ξεκολλά από το κομπιούτερ
|
«Δεν γκρίνιαξε, δεν έγινε ιδιότροπος, δεν προσπάθησε να μας εκμεταλλευτεί ούτε
για ένα λεπτό» μού λέει παράμερα η Γιούλη. «Αυτός μας στήριξε…». Τώρα που
έγινε ανεξάρτητος, που κυκλοφορεί, βγαίνει με τους φίλους του, πάνε
κινηματογράφο, μπόουλιγκ (τελευταία τους… κλέψανε κιόλας) ή καφετέρια, τώρα
που μπορεί να αφαιρεί τις «προθέσεις» των ποδιών του και να μπαίνει στη
μπανιέρα μόνος του, τα πράγματα δείχνουν να παίρνουν τον δρόμο τους. Αλλά η
ζωή όλων έχει αλλάξει.
Δεν υπάρχουν πια οι ίδιες προτεραιότητες, οι λεπτομέρειες που τους κατέτρυχαν
δεν τους κατατρύχουν, τα «σημαντικά» είναι πια άλλα πράγματα· «η ζωή
επιμένει η Γιούλη είναι τόσο μικρή, που μπορεί να λήξει ανά πάσα στιγμή και
πρέπει να είναι σημαντική», αλλά συσσώρευσε τόση πίεση, μου ομολογεί, που «δεν
είμαι η Γιούλη που ήμουν…».
«Το ρεζουμέ της υπόθεσης» μού εμπιστεύεται και ο Απόστολος, «είναι ότι αυτός
που παθαίνει ένα τέτοιο ατύχημα, εξοικειώνεται πιο γρήγορα με το πρόβλημά του,
στην προσπάθειά του να επιβιώσει. Αλλά οι γύρω του άνθρωποι προσπαθούν να τον
κάνουν όπως ήταν πριν. Είναι δύσκολο να δεχθείς ότι το παιδί σου δεν είναι
όπως ήταν. Κι όσο σκέφτεσαι έτσι, έχεις μια αρνητική ψυχολογία για εκείνον που
πραγματικά πάσχει. Κι αυτός που πάσχει, με ένα έντονό του βλέμμα, διαβάζει την
πραγματική σου σκέψη! Αναρωτιέται πώς τον βλέπεις, αν έχεις λύπη, οίκτο για
εκείνον. Το καταλάβαμε πολύ έγκαιρα αυτό. Και προσπαθήσαμε εγώ και η Γιούλη
και η κόρη μας η Μαργαρίτα, που ήταν τότε 13 χρόνων και πόνεσε αφάνταστα…
Στην αρχή φαινόμασταν δυνατοί. Μετά γίναμε. Εκείνος μας έκανε δυνατούς…».
Απόδειξη ζωής
Έκλαψε πολλές φορές, κρυφά από τον γιο του, ο Απόστολος. Έκλαψε κι όταν
κάποιοι συγγενείς είπαν την «κουβέντα» τους: «Μα καλά, γιατί δεν άρπαξες το
παιδί στην αγκαλιά να πηδήξετε;». Δεν προλάβαινε να αρπάξει το παιδί τίποτα
δεν προλαβαίνεις σε επτά δευτερόλεπτα! Θα άλλαζε «θέση» με τον Βασίλη, αν ήταν
δυνατόν. Ξέρει ότι δεν είναι. Για εκείνον, ο Βασίλης με τα πόδια από γραφίτη,
τιτάνιο και πολυκαρβουνικό υλικό, είναι αυτό που λέμε «απόδειξη ζωής».




