Δύο νεαροί φαν της Νιουκάστλ σε αναμνηστική φωτογραφία με τον Νίκο Νταμπίζα,

πριν από τον τελευταίο του αγώνα με τον Ολυμπιακό

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ του ’88. Στα Γιάννενα το σούρουπο μυρίζουν έντονα τα γιασεμιά και

η αύρα από τη λίμνη σκεπάζει με ένα δροσερό πέπλο την πόλη. Ο Νίκος, ένα

ψηλόλιγνο παιδί 15 ετών, συνοδευόμενο από τους γονείς του φτάνει για πρώτη

φορά στην πρωτεύουσα της Ηπείρου με σκοπό να ενταχθεί στις Τεχνικές

Επαγγελματικές Σχολές της πόλης, προκειμένου να «αποκρυπτογραφήσει» τα μυστικά

της παραγωγής των υποπροϊόντων του γάλακτος.

Ο Νίκος το είχε πάρει απόφαση: θα συνέχιζε το έργο του πατέρα του, Κώστα, στην

εταιρεία γαλακτοκομικών προϊόντων που διατηρούσε στο Αμύνταιο.

Στη σχολή ήταν από τους καλύτερους μαθητές, σε αντίθεση με ό,τι αντιπροσώπευε

στο Γυμνάσιο του Αμύνταιου. Όλοι εκεί τον θυμούνται ως το ζωηρό παιδί που είχε

στο μυαλό του περισσότερο τις σκανδαλιές και το τσιγάρο (κάπνιζε από τα 13

του!) παρά τα μαθήματα. Η μητέρα του όμως, η κυρία Αναστασία, τον συγχωρούσε

πάντα. Λες και ήξερε πως από πολύ μικρός θα ξενιτευτεί. Στο σπίτι, καθημερινά

καυγάδες με τον μεγαλύτερο κατά έναν χρόνο αδερφό του, Στέλιο. Βλέπετε, ο

πρωτότοκος ήταν οπαδός του Παναθηναϊκού, ενώ ο Νίκος θαύμαζε τον Άρη. Ο

Γιαννάκης, το τρίτο παιδί της κυρίας Αναστασίας, ήταν ακόμη πολύ μικρός για να

έχει άποψη περί των ποδοσφαιρικών. Το 1990, ο Νίκος αφού έλαβε το πολυπόθητο

πτυχίο, επέστρεψε στο Αμύνταιο και έπιασε δουλειά στην εταιρεία του πατέρα του.

Στον Ερμή

Παράλληλα, τις ελεύθερες ώρες του έπαιζε ποδόσφαιρο στην τοπική ομάδα Ερμής,

στην οποία είχε υπογράψει δελτίο έναν χρόνο πριν φύγει για τα Γιάννενα.

Ο Ερμής συμμετείχε στο πρωτάθλημα της Δ’ Εθνικής και τα «λαγωνικά» της

περιοχής πίστεψαν πως ανακάλυψαν ένα μεγάλο ταλέντο, βλέποντας τον 17χρονο

Νίκο να αγωνίζεται.

«Πώς είπαμε ότι λέγεται ο μικρός;».

«Νταμπίζας. Είναι ο γιος του κυρίου Κώστα, από την Κλεισούρα της Καστοριάς». Ο

«μικρός» πήρε αμέσως μεταγραφή στους Ποντίους Βέροιας, όπου χρειάστηκε να

παραμείνει τρία χρόνια μέχρι να πραγματοποιήσει το μεγάλο άλμα για τον Ολυμπιακό.

Ο Ολυμπιακός

Η μεταγραφή στους «ερυθρόλευκους» ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1994, όταν οι

Έλληνες αναστέναζαν μπροστά στις τηλεοράσεις βλέποντας τις συνεχόμενες βαριές

ήττες της Εθνικής μας στο Μουντιάλ των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η πρώτη παρουσίαση του παίκτη στους δημοσιογράφους έμελλε να μείνει χαραγμένη

στη μνήμη του Νταμπίζα.

«Θυμάμαι, με ρώτησε κάποιος από τους δημοσιογράφους αν ο Ολυμπιακός είναι η

ομάδα που συμπαθούσα από μικρός. Τότε, αυθόρμητα τού απάντησα «Όχι. Είμαι

φίλαθλος του Άρη» προκαλώντας τη θυμηδία των παρευρισκομένων».

Ο Νίκος Νταμπίζας ανήκει και αυτός στους παίκτες που φόρεσαν την «ερυθρόλευκη»

φανέλα την περίοδο των «πέτρινων» χρόνων.

«Είχαν συμπληρωθεί ήδη οκτώ χρόνια από την τελευταία φορά που ο Ολυμπιακός

είχε κατακτήσει τον τίτλο του πρωταθλητή. Η υπομονή των οπαδών είχε εξαντληθεί

προ πολλού. Τον πρώτο χρόνο δεν είχα πρόβλημα. Τον δεύτερο, όμως, ένιωσα την

καταιγίδα. Ευτυχώς πρόλαβα το ουράνιο τόξο και την ξαστεριά που ήρθε στο

λιμάνι με την έλευση του Ντούσαν Μπάγιεβιτς».

Με την άφιξη του «Πρίγκιπα» ήρθαν και οι επιτυχίες. Πρωτάθλημα, Τσάμπιονς

Λιγκ… Στις 22 Οκτωβρίου του 1997 ο Νταμπίζας γίνεται ο πρώτος Έλληνας

παίκτης που σκοράρει στο Σαντιάγκο Μπερναμπέου, στον αγώνα Ρεάλ Μαδρίτης –

Ολυμπιακός (5-1) για το Τσάμπιονς Λιγκ. Εκείνο το παιχνίδι έμελλε να γίνει το

διαβατήριο του Νταμπίζα για τη Νιουκάστλ και την Πρέμιερ Λιγκ, πέντε μήνες

μετά, έναντι ενός δισ. δραχμών.

Το τυχερό Νο 4

Ο αγαπημένος αριθμός του «Ντάμπι» είναι το τέσσερα, το οποίο έτυχε να

πρωταγωνιστήσει και στη νέα του ζωή στη Νιουκάστλ.

Προσέξτε: ήταν η 14η επιλογή του Νταλγκλίς για τη Νιουκάστλ. Πραγματοποίησε τη

μεταγραφή του στα 24 χρόνια του. Πήρε τη φανέλα με το νούμερο 34. Και έκανε το

ντεμπούτο του στην Πρέμιερ Λιγκ στις 14 Μαρτίου του 1998 εναντίον της Κόβεντρι

στο Σεντ Τζέιμς Παρκ!

Σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί τέσσερα χρόνια πριν, ο Νταμπίζας στην

παρουσίασή του στους φλεγματικούς Άγγλους δημοσιογράφους είναι εντυπωσιακός.

Μιλάει άπταιστα αγγλικά και δεν αφήνει ερώτηση που να μην απαντήσει. Στο

πλευρό του βρίσκεται ο άνθρωπος που τον πίστεψε, ο μύθος του βρετανικού

ποδοσφαίρου, ο Κένι Νταλγκλίς.

«Παίκτες της αξίας του Νταμπίζα αξίζουν στην Αγγλία τα διπλά και τριπλά

χρήματα», είναι το σχόλιο του «ξανθού».

Ο Νταμπίζας διατηρεί τα θερμότερα των αισθημάτων για τον άνθρωπο που του έδωσε

την ευκαιρία να ανοίξει τα φτερά του πέρα από την ελληνική επικράτεια.

«Ο Νταλγκλίς πάνω απ’ όλα είναι άνθρωπος. Αν δεν τον ζήσεις δεν μπορείς να

καταλάβεις τι εννοώ. Τον ένιωθα περισσότερο σαν συμπαίκτη μου παρά σαν

προπονητή μου. Αν και συγκαταλέγεται μεταξύ των μύθων του βρετανικού

ποδοσφαίρου, εντούτοις δεν έχει δείγμα βεντετισμού επάνω του».

Στο Γουέμπλεϊ

Τον Μάιο του 1998 ο Νταμπίζας πετυχαίνει έναν ακόμη στόχο του. Να γίνει ο

πρώτος Έλληνας που αγωνίστηκε στον τελικό της αρχαιότερης διοργάνωσης του

κόσμου, του Κυπέλλου Αγγλίας, στο Γουέμπλεϊ, εναντίον της Άρσεναλ. Η εμφάνισή

του εντυπωσιακή και αν η μπάλα στην κεφαλιά του δεν κατέληγε στο δοκάρι αλλά

στα δίχτυα, θα ανακηρυσσόταν σε ήρωα της Νιουκάστλ.

Ο Νίκος Νταμπίζας έχει την πολυτέλεια να διεκδικήσει και πάλι το βαρύτιμο

τρόπαιο για δεύτερη συνεχόμενη φορά, μετά τη νίκη της Νιουκάστλ επί της

Τότεναμ στον ημιτελικό (2-0). Μάλιστα, ο διεθνής αμυντικός βρέθηκε στο μάτι

του κυκλώνα, όταν η μπάλα χτύπησε στο χέρι του στη μικρή περιοχή της ομάδας

του, παράβαση που δεν καταλογίστηκε από τον διαιτητή.

«Σπρώχτηκα στον αέρα και έχασα την ισορροπία μου. Δεν κατάλαβα ότι χτύπησα την

μπάλα με το χέρι», ήταν η απάντησή του στις κατηγορίες των ευαίσθητων σε

τέτοιες περιπτώσεις Άγγλων φιλάθλων.

Για τους περισσότερους ποδοσφαιριστές η κατάκτηση τίτλων και η μεταγραφή σε

μεγάλες ομάδες αποτελούν τους σημαντικότερους στόχους τους. Για τον Νίκο

Νταμπίζα δεν ισχύει το ίδιο:

«Στον χώρο του ποδοσφαίρου όλα κινούνται με εκπληκτική ταχύτητα γύρω σου. Το

γεγονός αυτό με έχει κάνει να βλέπω πιο ανθρώπινα ορισμένα πράγματα. Βασική

προτεραιότητα για εμένα αποτελούν οι δικοί μου άνθρωποι. Αν είναι καλά αυτοί

κι έχω κι εγώ την υγειά μου, τότε όλα είναι καλά. Όσο για τα άλλα, ό,τι είναι

να έρθει, θα έρθει. Όλοι επιθυμούμε να έχουμε μια ανοδική πορεία. Όμως δεν έχω

εμμονές. Άλλωστε, θεωρώ πως είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους. Η ζωή μού έδωσε

απλόχερα πολλά πράγματα».


Στην Πρέμιερ Λιγκ, ο Νίκος Νταμπίζας είναι υποχρεωμένος να υπερβάλει τον

εαυτό του, όταν αντιμετωπίζει άσους όπως ο Μαρκ Όβερμαρς

ΟΣΟΙ πιστεύουν πως για τον Νίκο Νταμπίζα ο δρόμος προς την καθιέρωση στη

βασική ενδεκάδα της Νιούκαστλ ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα κάνουν μεγάλο λάθος.

Μετά τη φυγή τού Κένι Νταλγκλίς, ο διεθνής αμυντικός πέρασε δύσκολες στιγμές

στην Αγγλία, καθώς ο νέος μάνατζερ, Ρούουντ Γκούλιτ, είναι γνωστό πως είναι

προκατειλημμένος με τους Έλληνες ποδοσφαιριστές.

«Πράγματι, ο Γκούλιτ είναι προκατειλημμένος με τους Έλληνες παίκτες. Πρέπει να

του αποδεικνύεις καθημερινά πως μπορείς να του κάνεις τη δουλειά που θέλει. Με

τον Γκούλιτ ξεκίνησα με περισσότερα «μείον» στο ενεργητικό μου παρά με «συν»».

Ο Νίκος Νταμπίζας είναι αυτό που λέμε «καλό παιδί». Είναι αγαπητός απ’ όλους

τους συμπαίκτες του, Άγγλους και ξένους, αν και στους γηγενείς ποδοσφαιριστές

διακρίνει έναν τοπικισμό.

«Δεν είναι πολύ έντονος, αλλά το καταλαβαίνεις. Και οι δημοσιογράφοι

προσπαθούν να βοηθήσουν τους Άγγλους ποδοσφαιριστές. Πιο δύσκολα θα

βαθμολογήσουν εμένα με καλό βαθμό παρά τον Σίρερ, για παράδειγμα. Στην Αγγλία

έχουν ανάγκη από είδωλα».

Όσον αφορά τις συνθήκες που επικρατούν στα αποδυτήρια της Νιούκαστλ, αλλά και

σε κάθε αγγλική ομάδα, μη φανταστείτε πως διαφέρουν πολύ με ό,τι συμβαίνει

στις ελληνικές ομάδες. «Οι άγραφοι νόμοι των αποδυτηρίων είναι παντού οι

ίδιοι. Ίδιες συνθήκες στους Πόντιους Βέροιας, ίδιες και στη Νιούκαστλ. Η μόνη

διαφορά, ίσως, είναι το γεγονός ότι στην Αγγλία δεν υπάρχει μικρό και μεγάλο

παιχνίδι. Όλοι οι αγώνες αντιμετωπίζονται το ίδιο. Μία ώρα πριν από την έναρξη

κάθε αγώνα, οι ποδοσφαιριστές μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Υπάρχει η

καθιερωμένη ομιλία τού προπονητή που διαρκεί πέντε με δέκα λεπτά, όπως και ο χαβαλές».


Νταμπίζας – Μπάγιεβιτς. Ο διεθνής αμυντικός ήταν από τους καλύτερους

«μαθητές» του προπονητή του Ολυμπιακού

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που ώθησε την καριέρα του Νίκου Νταμπίζα είναι, χωρίς καμία

αμφιβολία, ο Ντούσαν Μπάγιεβιτς. Ο Νίκος Νταμπίζας δεν ξεχνά τον «Πρίγκιπα»

και τις συμβουλές του, ενώ η περιπέτειά του στην Αγγλία αποτελεί την καλύτερη

ευκαιρία για να τον συγκρίνει με μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου,

όπως τον Νταλγκλίς και τον Γκούλιτ.

Τα μέχρι τώρα συμπεράσματά του, ο Νίκος Νταμπίζας τα αποκαλύπτει στην «ΟΜΑΔΑ»:

«Ο Ντούσαν Μπάγιεβιτς είναι αναγκασμένος να διατηρεί αποστάσεις. Στο ελληνικό

ποδόσφαιρο δεν χρειάζεται να είσαι ιδιοφυΐα για να πετύχεις. Ο Ντούσαν

Μπάγιεβιτς ήταν ο πρώτος που κατάλαβε πως το σημαντικότερο σε μια ελληνική

ομάδα είναι η διατήρηση των ισορροπιών. Ο Νταλγκλίς συμπεριφέρεται περισσότερο

ως φίλος με τους παίκτες παρά ως ποδοσφαιριστής. Ο Γκούλιτ είναι απόμακρος,

αλλά πρέπει να ομολογήσω πως έχει μερικές πολύ καλές ιδέες, λόγω κυρίως της

θητείας του στην Ιταλία».

Οι διατροφικές συνήθειες που απέκτησε ο Νίκος Νταμπίζας από τη θητεία του στον

Ολυμπιακό τον ακολουθούν και στα μονοπάτια που διασχίζει στο αγγλικό ποδόσφαιρο.

Η διατροφή

Μάλιστα, ο Νταμπίζας έχει συχνή επικοινωνία με την εργοφυσιολόγο του

Ολυμπιακού Μαρία Λυκομήτρου, η οποία τον συμβουλεύει σε θέματα διατροφής και

βιταμινών. Και φυσικά, η απορία που απορρέει από αυτή την επαφή πρέπει να

θεωρείται φυσιολογική:

«Πώς η Νιουκάστλ επιτρέπει σε έναν ποδοσφαιριστή της να ακολουθεί δικό του διαιτολόγιο»;

«Οι Άγγλοι με θεωρούν επαγγελματία, γεγονός που σημαίνει πως είμαι υπεύθυνος

για τη φυσική μου κατάσταση. Η Νιουκάστλ δεν κάνει έλεγχο σε κανέναν

ποδοσφαιριστή. Μάλιστα, για να ικανοποιήσει τα γούστα, αν όχι όλων,

τουλάχιστον των περισσότερων ποδοσφαιριστών της, η Νιουκάστλ έχει δώσει εντολή

να υπάρχει μπουφές με τέσσερα-πέντε διαφορετικά πιάτα, αφήνοντας την επιλογή

στους ίδιους τους παίκτες. Οι ποδοσφαιριστές σήμερα είναι πάνω από όλα αθλητές

και οι διατροφικές συνήθειες είναι ένας από τους πολλούς κρίκους που πρέπει να

υπάρχουν για να φτάσει ένας παίκτης στην επιτυχία».