Πάνω από 800.000 Έλληνες έχουν δεύτερη δουλειά, όμως μόνο οι 500.000 το

έχουν δηλώσει. Ένας στους πέντε εργαζόμενους, με άλλα λόγια, δουλεύει σε

παραπάνω από μία δουλειά για να αυξήσει το εισόδημά του.


ΣΥΜΦΩΝΑ με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, το 81% δηλώνει

ότι προσέφυγε στην πολυαπασχόληση λόγω οικονομικών προβλημάτων. Την ίδια

στιγμή τα στοιχεία λένε ότι κάθε Έλληνας δουλεύει κατά μέσο όρο 41,5 ώρες την

εβδομάδα, ενώ για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ο αντίστοιχος μέσος όρος είναι

37,5 ώρες. Την αιτία αναζητήστε την στην πολυαπασχόληση…

Οι περισσότεροι επιλέγουν τη γεωργία και την κτηνοτροφία ως δεύτερη

απασχόληση, όμως πολλοί είναι αυτοί που απασχολούνται στο εμπόριο, στα

εστιατόρια και στα ξενοδοχεία ως δεύτερη εργασία. «Τα στοιχεία δείχνουν ότι η

πολυαπασχόληση συνδέεται άμεσα με την παραοικονομία», λέει ο κ. Γιάννης

Κουζής, που είναι λέκτορας Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και

σύμβουλος στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. «Το φαινόμενο παρουσιάζεται

ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, επειδή αυτοί που έχουν μικρές ιδιοκτησίες είναι

πολλοί, έχουν χαμηλό εισόδημα και ψάχνουν για κάτι ακόμα ώστε να το

συμπληρώσουν. Η παράλληλη απασχόληση συνδέεται άμεσα με τα χαμηλά εισοδήματα

και ευνοείται ανάλογα με την εποχικότητα, ιδιαίτερα για εργασίες που έχουν να

κάνουν με τις κατασκευές, τις αγροτικές καλλιέργειες και τον τουρισμό». Έρευνα

που έγινε πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδειξε ότι οι «διπλοθεσίτες»

κάτοικοι της γηραιάς ηπείρου ανέρχονται σε 4 εκατομμύρια, αριθμός που

αντιπροσωπεύει περίπου το 3% του ευρωπαϊκού εργατικού δυναμικού. Στην Ελλάδα

το αντίστοιχο ποσοστό είναι 20%, με βάση τις εκτιμήσεις που λαμβάνουν υπόψη

τους και την παράλληλη απασχόληση που δεν έχει δηλωθεί.

«Η δεύτερη δουλειά συνδέεται άμεσα με το ωράριο εργασίας», λέει η δικηγόρος

και εργατολόγος κ. Άννα Δάρρα. «Παράλληλη απασχόληση κάνουν αυτοί που έχουν

χρόνο από την πρώτη τους δουλειά, αλλά και αυτοί που επιθυμούν να συμπληρώσουν

το εισόδημά τους. Αρκετές επιχειρήσεις, από την άλλη πλευρά, δεν δείχνουν

αδιάφορες σε τέτοιου είδους “ελαστικές” μορφές εργασίας, αφού τους συμφέρει να

μην λαμβάνουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις απέναντι σε ορισμένους εργαζομένους.

Γι’ αυτό και το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις». Τι λέει, όμως, ο νόμος; Όπως

λέει η κυρία Δάρρα, το ανώτατο όριο της ελληνικής νομοθεσίας (που ισχύει σε

ορισμένες εργασίες) είναι οι 48 ώρες την εβδομάδα. Έτσι όσοι επιθυμούν να

έχουν δεύτερη δουλειά πρέπει να γνωρίζουν ότι αν θέλουν να είναι καθ’ όλα

νομοταγείς, πρέπει να δουλεύουν μέχρι 48 ώρες την εβδομάδα. Τυπικά δεύτερη

δουλειά δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ και οι

συνταξιούχοι που επιλέγουν να γεμίσουν τον ελεύθερο χρόνο δουλεύοντας είναι…

παράνομοι. Στην πράξη, πάντως, οι επιταγές της νομοθεσίας ελάχιστους απασχολούν…

Η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής

Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Κούλα Κασιμάτη καταγράφει στο

βιβλίο της «Έρευνα για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης» τους

λόγους που οδηγούν τον εργαζόμενο να αναζητεί δεύτερη απασχόληση. Ο πρώτος

λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι η πρώτη απασχόληση δεν εξασφαλίζει τα

οικονομικά μέσα που έχει ανάγκη ο εργαζόμενος, ενώ δεν είναι αμελητέα και η

«ψυχική» ικανοποίηση που του δίνει η δεύτερη δουλειά του.


ΠΟΛΛΕΣ φορές η δεύτερη εργασία είναι ένας τρόπος διεύρυνσης των γνωριμιών και

δημιουργίας καλύτερων προϋποθέσεων για την πορεία ενός εργαζόμενου. «Εργάζομαι

ως βιβλιοθηκονόμος στο Ερευνητικό Κέντρο του Νοσοκομείου ΚΑΤ», λέει η Ελένη

Κουστούκου. Όπως εξηγεί, η δική της περίπτωση δεν έχει να κάνει με άμεσα

οικονομικά προβλήματα που συνήθως λύνει η δεύτερη δουλειά. «Δεν ήταν η αύξηση

του εισοδήματος που με οδήγησε στο να βρω δεύτερη εργασία. Έχω στη διάθεσή μου

αρκετό ελεύθερο χρόνο και ήθελα να κάνω κάτι περισσότερο. Έτσι μου δόθηκε η

ευκαιρία να εργάζομαι τρεις φορές την εβδομάδα και στη βιβλιοθήκη της

Ορθοπεδικής Εταιρείας. Για εμένα δεν υπάρχει ασυμβίβαστο και έτσι δεν έχω

κανένα τυπικό κώλυμα. Ταυτόχρονα μπορώ και ασχολούμαι με νέα πράγματα,

διευρύνω των κύκλο των γνωριμιών μου και ξοδεύω δημιουργικά ένα μέρος του

ελεύθερου χρόνου μου», συνεχίζει η Ελένη. Αν και, όπως λέει, οι περισσότεροι

εργαζόμενοι που έχουν και δεύτερη εργασία δεν ανήκουν στη δική της κατηγόρια,

είναι σε θέση να κατανοήσει τα οικονομικά κίνητρα. «Χωρίς να έχω εγώ πρόβλημα,

βλέπω ότι αυτό το πρόσθετο εισόδημα μού δίνει μια μεγαλύτερη άνεση. Όταν

μάλιστα στη θέση μου βρίσκεται κάποιος που έχει να καλύψει τα έξοδα των

παιδιών του στα φροντιστήρια, η ανάγκη της δεύτερης εργασίας είναι

επιβεβλημένη για να τα βγάλει η οικογένεια πέρα. Άλλωστε είναι κοινό μυστικό

στο περιβάλλον του καθενός μας, η δεύτερη απασχόληση κάποιων ­ πολλές φορές

και ανθρώπων που έχουν τυπικά κωλύματα λόγω του ασυμβίβαστου που πολλές φορές

ισχύει», καταλήγει η Ελένη Κουστούκου.


«Αυτό το πρόσθετο εισόδημα μού δίνει μια μεγαλύτερη άνεση. Σαν στη θέση μου

να βρίσκεται κάποιος που θέλει να καλύψει τα έξοδα των φροντιστηρίων των

παιδιών του ­ η δεύτερη εργασία βοηθά να τα βγάλει πέρα η οικογένεια», λέει η

Ελένη Κουστούκου


Ναταλία Στυλιανού. Πρωταγωνίστρια στην καινούργια ταινία της Όλγας Μαλέα, η

24χρονη ηθοποιός απολαμβάνει τη… διακριτική γοητεία της εργασίας,

δουλεύοντας σε ένα μπαρ για να συμπληρώσει το εισόδημά της

Μπορεί η ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί να σαρώνει στα ταμεία, όμως η ζωή της

Ναταλίας Στυλιανού δεν έχει καμία σχέση με τη «Διακριτική γοητεία των

αρσενικών». Στη μεγάλη οθόνη υποδύεται ένα κορίτσι που ενδιαφέρεται μόνο «για

να περνάει καλά», όμως στην πραγματικότητα για να το επιτύχει αυτό είναι

αναγκασμένη να δουλεύει μέχρι τις 2.30 τα ξημερώματα. «Ο βασικός λόγος που έχω

δεύτερη δουλειά είναι ο οικονομικός. Δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω αλλιώς από

την στιγμή που μένω μένη μου. Άλλωστε πολλοί ηθοποιοί κάνουν και άλλη δουλειά

για να τα βγάλουν πέρα», λέει η 24χρονη Ναταλία που, παρά την ξαφνική δόξα που

της έφερε η ταινία της Όλγας Μαλέα, παραμένει προσγειωμένη. Συνεχίζει να

σερβίρει ποτά στο μπαράκι που δούλευε και πριν, στο κέντρο της Αθήνας, και

ετοιμάζεται για την επόμενη μέρα, αφού γνωρίζει ότι «η δόξα είναι εφήμερη».

Επέλεξε να δουλεύει στο μπαρ ενός φίλου της («ένα μέρος όπου κυριαρχούν οι

χαμηλοί τόνοι», όπως λέει) και αυτός είναι ένας λόγος που δεν περνάει και

άσχημα την ώρα της δουλειάς. Όμως «παρότι η δουλειά αυτή με βοήθησε αρκετά, το

ωράριο, σε συνδυασμό με τις άλλες υποχρεώσεις που έχω, μου δημιουργεί μεγάλη

κούραση ορισμένες φορές».

Η δουλειά, πάντως, αρέσει στη Ναταλία. Θυμάται ότι από τα 13 έως τα 17 δούλευε

σε ένα ανθοπωλείο όχι επειδή το είχε ανάγκη, αλλά γιατί ήταν κάτι που την

«γέμιζε».

Σύντομα θα αναγκαστεί να φύγει από το μπαρ, όμως θα συνεχίσει να έχει δύο

δουλειές ­ όλες θεατρικές αυτή τη φορά. Και να είναι δέσμια της… διακριτικής

γοητείας της εργασίας…

ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ συνταξιούχους όμως υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που, αν και

βγαίνουν στη σύνταξη, συνεχίζουν να εργάζονται. Πολλές φορές, όπως οι ίδιοι

λένε, αναγκάζονται να καταφύγουν στην εργασία και μετά τη σύνταξη, για να

αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τους, αφού τα μεγέθη των συντάξεών τους πολλές

φορές δεν φτάνουν ούτε για να καλύψουν τα βασικά τους έξοδα.

Ο κ. Παναγιώτης είναι 73 ετών, συμπληρώνει το εισόδημά του με λίγες ώρες

εργασίας καθημερινά στο κατάστημα ενός συγγενούς του. «Είμαι συνταξιούχος και

παίρνω 167.570 δραχμές τον μήνα. Ζω με τη γυναίκα μου σε ενοικιαζόμενο σπίτι.

Δεν έχουμε παιδιά και φυσικά κανέναν άλλο να μας βοηθήσει. Το επάγγελμά μου

ήταν μαραγκός. Τωρα λόγω της ηλικίας μου αδυνατώ να κάνω έστω και

μικροεπεισκευές που είναι η τέχνη μου, έτσι λοιπόν η λύση που μου πρότεινε ο

συγγενής μου βολεύει και τους δύο. Παίρνω 50.000 τον μήνα για 4 ώρες δουλειά

καθημερινά. Δεν κουράζομαι και ταυτόχρονα τον εξυπηρετώ, αφού τα έσοδα του

μαγαζιού δεν επιτρέπουν να προσλάβει κάποιον άλλο υπάλληλο. Άλλωστε ξέρει ότι

εγώ δεν θα ζητήσω τίποτα περισσότερο και είμαι και έμπιστος άνθρωπος». Όπως

εξηγεί ο κ. Παναγιώτης, γνωρίζει ότι αυτό που κάνει δεν είναι νόμιμο και ότι

οι κυρώσεις που θα έχει είναι αυστηρές. «Ξέρω ότι εμείς οι συνταξιούχοι δεν

επιτρέπεται να εργαζόμαστε. Όμως κανείς δεν έχει αναρωτηθεί εάν μάς φτάνουν τα

χρήματα της σύνταξης. Είναι για μένα εξευτελιστικό να μην μπορώ να διαθέσω

έστω και 10.000 δραχμές για να πάω σε ένα γιατρό που δεν είναι του Ταμείου μου

αλλά νιώθω πως τον εμπιστεύομαι. Παίρνω το ρίσκο και εργάζομαι, ελπίζω να μη

βρω ούτε εγώ ούτε ο συγγενής μου το μπελά μας. Άλλωστε αυτός καλό κάνει και

εγώ φυσικά την δουλειά μου. Ας μας δώσουν αυξήσεις, και σταματάμε αμέσως και

εγώ και τόσοι άλλοι ηλικιωμένοι».