ΞΟΔΕΥΟΥΜΕ πολλά για τη μόρφωση των παιδιών μας, για την υγεία μας, για να

πιούμε και να καπνίσουμε, καθώς και να είμαστε ντυμένοι στη μόδα, αλλά δεν

δίνουμε πολλά για τέχνες και θεάματα. Αυτό προκύπτει από στοιχεία της

Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας. Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ από τις Βρυξέλλες

Οι δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών για την εκπαίδευση των παιδιών, την

υγεία, τα αλκοολούχα ποτά και τα τσιγάρα καθώς και την ένδυση και υπόδηση

είναι υψηλότερες από τις αντίστοιχες δαπάνες νοικοκυριών σε άλλα κράτη-μέλη.

Αντίθετα οι δαπάνες στη χώρα μας για πολιτιστικές εκδηλώσεις και θεάματα είναι

πιο χαμηλές.

Τα στατιστικά στοιχεία που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα έχουν ως έτος αναφοράς

το 1994 και αφορούν το Βέλγιο, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, το

Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία.

Σύμφωνα με αυτά, το 24% των δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών αφιερώνεται στην

κατοικία και στα κοινόχρηστα (νερό, ηλεκτρικό), το 17,8% στα προϊόντα

διατροφής και στα μη αλκοολούχα ποτά, το 6,7% στις αγορές επίπλων και τον

οικιακό εξοπλισμό, το 5,2% στην υγεία, το 5,1 στα ξενοδοχεία, καφέ και

εστιατόρια, το 3,9% στις πολιτιστικές εκδηλώσεις και τα θεάματα, το 3,4% στα

αλκοολούχα ποτά και τα προϊόντα καπνού, το 2,2% στην εκπαίδευση και το 1,6%

στις επικοινωνίες. Σχετικά με τις δαπάνες για την εκπαίδευση των παιδιών, το

ελληνικό ποσοστό 2,2% είναι το υψηλότερο σε σχέση με τις άλλες χώρες (Ισπανία

και Ολλανδία 1,2%, Λουξεμβούργο 0,7%, Ιταλία 0,6%, Βέλγιο 0,5% και Φινλανδία –

Σουηδία 0,2%). Επίσης οι δαπάνες στην Ελλάδα για ρούχα και υποδήματα (12,9%)

είναι πολύ υψηλές σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο των 8 κρατών-μελών (7,4%).

Όσον αφορά τη διαφορά των δαπανών ανά κοινωνικοοικονομική κατηγορία,

διαπιστώνεται στην Ελλάδα αλλά και στα άλλα 7 κράτη-μέλη ότι τα νοικοκυριά

εργατών, αγροτών και ανέργων έχουν ένα επίπεδο ζωής χαμηλότερο από το μέσο

εθνικό, ενώ υψηλότερο έχουν οι ανεξάρτητοι επαγγελματίες και οι εργαζόμενοι σε

μη χειρωνακτική εργασία.

Επίσης υπογραμμίζεται ότι η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό αυτοκατανάλωσης.

Ένα στα δύο ελληνικά νοικοκυριά καταναλώνει προϊόντα διατροφής από τη δική του

καλλιέργεια ή το δικό του εμπόριο.