Οι πολεμικοί ανταποκριτές δεν κινδύνευαν ούτε για τα Ηνωμένα Έθνη ούτε για

τη χώρα που αντιπροσώπευαν. Το έκαναν για το επάγγελμά τους, για τη μικρή, την

ασήμαντη ­ κάποτε ­ είδηση



«Βρισκόμασταν σ’ ένα λόφο, κοντά στο Ιζοντσού. Πίσω μας, το φως από τα

τελευταία καλυβόσπιτα των βορείων συνοικιών της Σεούλ χάνονταν στην ομίχλη.

Αμερικανικές πυροβολαρχίες έβαλλαν εναντίον των υψωμάτων όπου ήταν οι θέσεις

των Κινέζων».

«ΣΤΗΝ κορυφή ενός λόφου, άνδρες του ελληνικού τάγματος είχαν καταλάβει θέσεις,

έσκαψαν χαρακώματα, έστησαν παγίδες με χειροβομβίδες. Σ’ αυτό το ψυχρό

κορεατικό δειλινό, ένας Έλληνας στρατιώτης κολλημένος στο όπλο του, μέσα στο

χαράκωμα, άρχισε να τραγουδά ένα δημοτικό τραγούδι με συνοδεία το αδιάκοπο

σφυροκόπημα των πυροβόλων».

Καλοκαίρι του 1951, στο φούντωμα του Ψυχρού Πολέμου. Ο πόλεμος στην Κορέα

μαίνεται και οι μάχες στον 38ο Παράλληλο είναι καθημερινές μεταξύ των

κινεζικών στρατευμάτων και των δυτικών δυνάμεων. Ένα ελληνικό τάγμα βρίσκεται

να πολεμάει στην χερσόνησο της Κίτρινης Θάλασσας, 20.000 χιλιόμετρα μακριά από

την χώρα του. Ο δημοσιογράφος Γιώργος Καράγιωργας, απεσταλμένος του «Έθνους»

εκείνης της εποχής, προσγειώνεται στις 12 Μαΐου στο αεροδρόμιο της Ταεγκόν.

Στην Κορέα θα παραμείνει στέλνοντας ανταποκρίσεις μέρα παρά μέρα, επί 7 μήνες.

«Όσοι έζησαν στην Κορέα διαπίστωσαν τον εξής δογματισμό: τόσο ο στρατηγός Μακ

Άρθουρ όσο και ο στρατηγός Βαν Φλιτ πίστευαν ότι ο μόνος τρόπος επίλυσης του

κορεατικού προβλήματος ήταν η νίκη διά στρατιωτικών μέσων». Έτσι, μέσα στο

άναμμα του Ψυχρού Πολέμου, Έλληνες αξιωματικοί και οπλίτες πολεμούν κοντά στον

ποταμό Χαν και στο Ουιζόμπου. Οι Αμερικανοί βάφτισαν το ελληνικό τάγμα

«Σκέρμιτς Μπλακ», δηλαδή «Μαύροι Ακροβολιστές» και τους ενέταξαν στην δύναμη

του 7ου Συντάγματος των συμμαχικών δυνάμεων.

ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Στη Σεούλ, το ελληνικό τάγμα εγκαθίσταται στις φυλακές της πόλης. Σύντομα

μετακινείται προς Βορράν, προς το μέτωπο. «Το τάγμα έπιασε θέσεις σ’ έναν

λόφο. Μπροστά από την σκηνή του διοικητή απλωνόταν μια κοιλάδα την οποία

διέσχιζε ένας καρόδρομος και η σιδηροδρομική γραμμή. Αριστερά και δεξιά,

απέραντοι ορυζώνες. Με το πρώτο σκοτάδι από τα θολωμένα νεροτόπια σηκώνονταν

σύννεφα κουνουπιών, που έπεφταν με ορμή πάνω στους στρατιώτες. Εκείνοι

ξεδίπλωναν τις ειδικές κουνουπιέρες, τις άπλωναν πάνω στα κράνη και σκέπαζαν

το πρόσωπό τους. Ο καθένας μαζευόταν όπως μπορούσε στο χαράκωμα, για να

ξεκλέψει ύπνο λίγων ωρών. Ο αξιωματικός μάς είπε ότι τα μεσάνυχτα ­ όπως

συνήθως ­ αναμενόταν η επίθεση».


Στην Κορέα. Με τους Έλληνες διοικητές λόχων από το τάγμα των «Μαύρων Ακροβολιστών»

Δεξιά ήταν απλωμένος ο πρώτος λόφος, στο κέντρο ο δεύτερος, αριστερά ο τρίτος.

«Το ελληνικό τάγμα σχημάτιζε σφήνα στο κύριο σώμα των Κινέζων. Στην μέση

βρίσκονταν οι όλμοι που θα επενέβαιναν, εάν κάποιος από τους τρεις λόχους

κινδύνευε σοβαρά. Ξαφνικά, διέκοψε την εφιαλτική σιωπή μια μακρινή βροντή.

Οβίδες και όλμοι σκάνε στον καρόδρομο, προερχόμενοι και από τις δύο πλευρές.

Το πυκνό σκοτάδι σπάει από δύο ισχυρές δέσμες προβολέων που στέλνουν οι

Αμερικανοί, οι οποίοι βρίσκονται ταμπουρωμένοι σε διπλανά υψώματα. Ένα

αμερικανικό αεροπλάνο εφοδιασμένο με μεγάφωνα πετά πάνω από τους Κινέζους και

τους καλεί στη γλώσσα τους να παραδοθούν».

ΛΑΣΠΗ ΠΑΝΤΟΥ

Με το φως της ημερας, αρχίζει και η περισυλλογή των τραυματιών. Όλα γίνονται

πιο δύσκολα λόγω της λάσπης. «Λάσπη παντού. Όπου πατούσες, βούλιαζες έως την

κνήμη. Γέμιζαν λάσπη οι μπότες, οι τσέπες, οι κάννες των όπλων». Μέσα σε αυτό

το άγνωστο, εχθρικό τοπίο, ακόμα και ο σκοπός αυτού του πολέμου, χιλιάδες

χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, παύει να είναι ξεκάθαρος. Τσαλαβουτώντας

στους ορυζώνες το μόνο που συνδέει τους Έλληνες φαντάρους με την πατρίδα είναι

ο 38ος Παράλληλος, που, περνώντας από την Κορέα, κάνει τον κύκλο της Υδρογείου

και φθάνει στην Αθήνα…

Ο Γιώργος Καράγιωργας, όπως και οι πολεμικοί ανταποκριτές από όλο τον κόσμο,

πήγαιναν συχνά στο Τόκιο, στο «Correspondents Club», όπου οι ικανότητες των

Ελλήνων αεροπόρων γίνονται θέμα συζήτησης: «Ένα βράδυ άκουσα από τον Αμερικανό

κινηματογραφιστή Τσάρλι Ντεσόρια την ιστορία του αποκλεισμού του με τους

πεζοναύτες στη Χαγκαρού. Ο καιρός δεν επέτρεπε σε αεροπλάνα να πλησιάσουν και

βρίσκονταν περικυκλωμένοι. Ξαφνικά, βλέπουν να περνάει ξυστά από το βουνό ένα

αεροπλάνο. Σκέφτηκαν, ή πέφτει ή αυτός που έρχεται είναι τρελός. Διάδρομος δεν

υπήρχε για προσγείωση και παρακολουθούσαν έκπληκτοι το αεροπλάνο να χαμηλώνει.

Ο πιλότος δεν τηρούσε κανέναν από τους κανονισμούς. Ο Αμερικανός μού διηγόταν

ότι ετοίμασε τις μηχανές του για να φωτογραφίσει τον τρελό που θα τσακιζόταν.

Και ύστερα άκουσαν ένα μπαμ και η Ντακότα κόλλησε κάτω σαν ελικόπτερο. Έτρεξαν

όλοι και είδαν αεροπόρους που φορούσαν περίεργες στολές. Τους ρώτησαν από πού

είναι. Έλληνες είμαστε, απάντησαν. Φορτώστε γρήγορα τους τραυματίες, γιατί

έχουμε να κάνουμε πολλά δρομολόγια…».

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ

Ο πόλεμος της Κορέας έγινε σε μια εποχή που δεν υπήρχε CNN και τα μέσα της

τηλεόρασης και του ραδιοφωνου ήταν περιορισμένα. Οι ανταποκριτές των

εφημερίδων ήταν αυτοί που, διαπιστευμένοι στα Ηνωμένα Έθνη, διέσχιζαν

καθημερινά με τρένα, τζιπ, καμιόνια και αεροπλάνα την Κορέα με μία φωτογραφική

μηχανή κρεμασμένη στον λαιμό και το σημειωματάριο στο χέρι, ντυμένοι με ρούχα

εκστρατείας του αμερικανικού στρατού.

Δεκαεννέα δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου της Κορέας, πολλοί

τραυματίστηκαν και τρεις αιχμαλωτίστηκαν ­ μεταξύ αυτών και ο Γεράσιμος

Τσιγάντες, ο πρώτος πολεμικός ανταποκριτής που έφθασε στην Κορέα, απεσταλμένος

της εφημερίδας «Observer» του Λονδίνου. «Όλοι αυτοί δεν το έκαναν ούτε για τα

Ηνωμένα Έθνη ούτε για τη χώρα που αντιπροσώπευαν», λέει ο Γ. Καράγιωργας. «Το

έκαναν για το επάγγελμά τους, για την μικρή, την ασήμαντη κάποτε είδηση που

διαβάζει ο ανύποπτος αναγνώστης. Και όπως έγραφε ο Φιλίπ Ντοντί του Γαλλικού

Πρακτορείου Ειδήσεων, ο θάνατός τους καταχωρήθηκε με τον τίτλο «Εργατικό ατύχημα»…