Μεγάλες διακυμάνσεις φυσικής ραδιενέργειας παρουσιάζει το υπέδαφος της

Ελλάδας. Παρά το ότι η φυσική ραδιενέργεια που περικλείεται στα εδάφη της

χώρας μας δεν θεωρείται υψηλή σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης, σε

ορισμένες περιοχές η περιεκτικότητα ραδιενεργών ιχνοστοιχείων, όπως το ράδιο

226, είναι αρκετά υψηλή.


ΑΥΤΟ είναι το συμπέρασμα σχετικών ερευνών που πραγματοποίησαν ερευνητές του

Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ) και του Δημόκριτου τα τελευταία χρόνια.

Σύμφωνα με έρευνα που εκπόνησε το Εργαστήριο Πυρηνικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ, η

περιεκτικότητα ραδίου 226, από το οποίο διασπάται το ραδόνιο και διαχέεται

στην ατμόσφαιρα, παρουσιάζει υψηλές συγκεντρώσεις σε πέντε περιοχές: Στο

Ελαιοχώρι Καλαμάτας, στο Τρίγωνο Φλώρινας, στην Καβάλα και στα δύο λιγνιτικά

κέντρα της ΔΕΗ στην Κοζάνη και στη Μεγαλόπολη.

Η περιεκτικότητα ραδίου 226 σ’ αυτές τις περιοχές υπερβαίνει τα 100 Μπεκερέλ

ανά κιλό, όταν στη μεγαλύτερη έκταση της χώρας οι αντίστοιχες συγκεντρώσεις

δεν υπερβαίνουν τα 35 Μπεκερέλ, που θεωρούνται απολύτως φυσιολογικά επίπεδα.

«Οι προαναφερόμενες περιοχές, που στα επιφανειακά τους εδάφη παρουσιάζουν

υψηλές συγκεντρώσεις ραδίου 226, θεωρούνται και οι πιο ύποπτες ως προς τις

εκπομπές του ραδονίου», επισήμανε στα «ΝΕΑ» ο κ. Σίμος Σιμόπουλος, καθηγητής

Πυρηνικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ.

Η αναφορά του κ. Σιμόπουλου συνδέεται με τις επιπτώσεις του ραδονίου στον

ανθρώπινο οργανισμό. Σύμφωνα με έρευνες, το ραδόνιο ευθύνεται για την εμφάνιση

κρουσμάτων καρκίνου και τη δημιουργία γενετικών βλαβών. «Η φυσική ραδιενέργεια

μπορεί να ευθύνεται για έναν στους είκοσι θανάτους από καρκίνο», υπογράμμισε

στα «ΝΕΑ» ο ερευνητής του Εργαστηρίου Ραδιενέργειας του Δημόκριτου κ.

Παναγιώτης Κρητίδης, ο οποίος έχει εκπονήσει μελέτες καταγραφής των

συγκεντρώσεων ραδίου 226 στην Ελλάδα.

«Οι εργασίες για το ράδιο 226 ουσιαστικά αποσκοπούν στην καταγραφή του

ραδονίου» , τόνισε ο κ. Κρητίδης. «Επειδή το ραδόνιο έχει ως κύρια πηγή του το

έδαφος, αυτή η χαρτογράφηση, ειδικά για το ράδιο, μας δίνει τη δυνατότητα να

δούμε με αρκετή σαφήνεια τις συγκεντρώσεις ραδονίου στις κατοικημένες περιοχές

και ειδικότερα στους εσωτερικούς χώρους των κατοικιών».

Η επίδραση του ραδονίου, ωστόσο, όπως σημειώνουν οι ειδικοί επιστήμονες,

εξαρτάται κυρίως από τις τοπικές συνθήκες ζωής και τις κατασκευές των

κατοικιών. Προς αυτήν την κατεύθυνση η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενεργείας

προωθεί την εκπόνηση μελέτης για την καταγραφή της εκροής ραδονίου σε όλη τη

Ελλάδα, κάτι βεβαίως που έχει γίνει εδώ και αρκετά χρόνια στα περισσότερα

κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«Με τη χαρτογράφηση αυτή ­ πρόσθεσε ο κ. Σιμόπουλος ­ θα μπορέσουμε να δούμε

αν υπάρχουν κατοικίες στις οποίες μπορεί να υπάρχουν επίπεδα ραδονίου πάνω από

το επιτρεπτό όριο, που κυμαίνεται από 200 έως 400 Μπεκερέλ». Σύμφωνα με τις

εκτιμήσεις του κ. Σιμόπουλου, «δεν πρέπει να υπάρχει πρόβλημα ραδονίου παρά

μόνο στα ισόγεια και στα υπόγεια των κατοικιών».

Την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση διερευνά τις συγκεντρώσεις ραδονίου που

περικλείονται στα οικοδομικά υλικά με την εκπόνηση του προγράμματος Erricca.

Επικεφαλής μάλιστα του προγράμματος, στο οποίο συμμετέχουν 17 κορυφαία

ευρωπαϊκά εργαστήρια, είναι ο κ. Σιμόπουλος.

«Με την ολοκλήρωση του προγράμματος, περί τις αρχές του 1999, θα τεθούν όρια

εκροής ραδονίου από τα οικοδομικά υλικά, θα δημιουργηθούν βάσεις δεδομένων για

τα υλικά που πιθανώς ευθύνονται και θα δοθούν οδηγίες για τις νέες κατασκευές,

ώστε να διευκολύνεται η έξοδος του ραδονίου», εξήγησε ο κ. Σιμόπουλος.

«Στις ΗΠΑ ­ καταλήγει ο κ. Κρητίδης ­ εδώ και χρόνια έχει καθιερωθεί η θέσπιση

ορίων ραδονίου στα οικοδομικά υλικά. Για τον σκοπό αυτό μάλιστα υπάρχουν

πιστοποιημένες εταιρείες από αρμόδια όργανα, οι οποίες εκδίδουν σχετικά πιστοποιητικά».

Η ΦΥΣΙΚΗ ραδιενέργεια έχει αποδειχθεί ότι «αγαπάει» τον λιγνίτη και την τέφρα!

Τα κοιτάσματα αυτά συνοδεύονται από υψηλές συγκεντρώσεις ραδίου 226, από το

οποίο διασπάται και διαχέεται στην ατμόσφαιρα το ραδόνιο.

Για τον λόγο αυτό στα λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ, τόσο στην Κοζάνη όσο και τη

Μεγαλόπολη, έχει παρατηρηθεί δύο και τρεις φορές μεγαλύτερη περιεκτικότητα των

εδαφών σε ράδιο 226, σε σχέση με αυτές που παρουσιάζονται σε άλλες αστικές και

αγροτικές περιοχές.

Στα συμπεράσματα αυτά κατέληξαν, ύστερα από μετρήσεις που πραγματοποίησαν τα

τελευταία χρόνια στις περιοχές γύρω από τους λιγνιτικούς σταθμούς οι

επιστήμονες του Δημόκριτου και του ΕΜΠ κ.κ. Παναγιώτης Κρητίδης και Σίμος Σιμόπουλος.

Συγκεκριμένα, όπως προέκυψε από μετρήσεις που πραγματοποίησε το Εργαστήριο

Ραδιενέργειας Περιβάλλοντος του Δημόκριτου, στον σταθμό Καρδιάς της ΔΕΗ στην

Κοζάνη, βρέθηκε ότι η ραδιενεργός εναπόθεση κυμαίνεται μεταξύ 290-490 Μπεκερέλ

ανά τετραγωνικό μέτρο, ενώ στην Αττική κυμαίνεται στα 80 με 90 Μπεκερέλ ανά

τετραγωνικό μέτρο.

Σύμφωνα με τον κ. Κρητίδη, ερευνητή του Εργαστηρίου Ραδιενέργειας του

Δημόκριτου, «αν και η ραδιενεργός εναπόθεση είναι κατά 2-3 φορές υψηλότερη σε

σχέση με αυτή της Αττικής, αυτό δεν αποτελεί έκπληξη.

Ουσιαστικά πρόκειται για μία μικρή προσθήκη».

Όπως αναφέρει, ωστόσο, ο καθηγητής Πυρηνικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ κ.

Σιμόπουλος, που διενεργεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 έρευνες στα

λιγνιτικά κέντρα της ΔΕΗ, οι περιοχές με λιγνιτοφόρα κοιτάσματα θεωρούνται

κρίσιμες ως προς την περιεκτικότητά τους σε φυσικά ραδιενεργά ισότοπα. «Ενώ η

μέση δόση του ελληνικού πληθυσμού, όπως προκύπτει από σχετικές έρευνες, είναι

40 νανογκρέι την ώρα, στις περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ραδίου 226,

όπως είναι αυτές με τα λιγνιτοφόρα κοιτάσματα, οι διαβιούντες αυτών των

περιοχών λαμβάνουν 295 νανογκρέι».

Μάλιστα, μία πρόσφατη έρευνα της ειδικής ραδιενέργειας του λιγνίτη και της

τέφρας, που πραγματοποίησε αυτή τη φορά στη Μεγαλόπολη ο κ. Σιμόπουλος, έδειξε ότι

πρέπει να τύχει περαιτέρω έρευνας η περιοχή στην οποία εργάζονται οι

υπάλληλοι της ΔΕΗ. Συγκεκριμένα, επεσήμανε ο κ. Σιμόπουλος, από την

ραδιοπεριβαλλοντική μελέτη και τις επιτόπιες μετρήσεις δεν προκύπτει κανένα

πρόβλημα ραδιενέργειας σε ακτίνα μεγαλύτερη των 5 χλμ. από τους σταθμούς, όπου

και βρίσκεται η πόλη της Μεγαλόπολης.

Εντούτοις, πρόσθεσε ο κ. Σιμόπουλος, διερευνούμε περισσότερο την περιοχή που

βρίσκεται μέσα στην ακτίνα των 5 χλμ. για να εντοπίσουμε τυχόν σημεία που μας

ενδιαφέρουν. Υπάρχουν ενδείξεις που μας δείχνουν ότι χρειάζεται περισσότερη

προσοχή η έκταση που βρίσκεται μέσα στο λιγνιτωρυχείο.

Ανάλογη εγρήγορση για την εκπόνηση παρόμοιας έρευνας παρατηρείται τα τελευταία

χρόνια και στην Κοζάνη.

Την πρωτοβουλία έχει αναλάβει ο νομάρχης Κοζάνης κ. Μητλιάγκας, ο οποίος σε

συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες προωθεί την υλοποίηση ραδιοπεριβαλλοντικής

μελέτης στον άξονα Πτολεμαΐδας – Κοζάνης.