Η τελευταία φορά που συγκινήθηκα με μια ολοκληρωμένη αφήγηση ήταν… πριν από λίγες µέρες όταν συνάντησα τη Μαρία που τάιζε τις αδέσποτες γάτες έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο, ενώ έχει χάσει τη δουλειά της και όλα όσα είχε και ψάχνει να πουλήσει το κράνος της για δέκα ευρώ, γιατί δεν έχει πια µηχανάκι, οπότε τι να το κάνει το κράνος, αλλά δεν έχει και κινητό γιατί της το έκλεψαν και που πολλές φορές δεν έχει ούτε να φάει, αλλά υπάρχει ένας τυροπιτάς που την βοηθάει στο τέλος της µέρας. Αν και ελλειπτική η αφήγηση, ολοκληρωνόταν από τις σιωπές, τις µατιές και τη συνένοχη συνύπαρξη σε αυτή την πόλη που όλα τα αλέθει και όλα τα χωνεύει εδώ και αιώνες, εντός κι εκτός του Αρχαιολογικού της Μουσείου µε τρόπο που ακόµη και για τις αφηγήσεις δεν έχει καµία σηµασία αν είναι αληθινές ή όχι. Απλά είναι ο οµφαλός του δικού µου ή µάλλον του δικού µας κόσµου.

Αν μπορούσα να γράφω μετά μουσικής θα επέλεγα… να ακούω κλασική µουσική. Αυτόν τον καιρό θα µπορούσα να ακούω για ώρες το «Αποµεσήµερο ενός φαύνου» του Ντεµπισί ή την «Ιεροτελεστία της Ανοιξης» του Στραβίνσκι ή τα «Νυχτερινά» του Σοπέν που κάποτε έπαιζα. Οχι όπως τα έπαιζα εγώ, όπως τα εκτελεί η Brigitte Engerer κατά προτίµηση.

Το πιο οδυνηρό στη διαδικασία της συγγραφής… είναι ότι κάποια στιγµή βγαίνεις από τον φανταστικό κόσµο που δηµιουργείς, δηλαδή από τον δικό σου Κήπο της Εδέµ και βρίσκεσαι ξανά στον πραγµατικό κόσµο τον οποίο συνειδητοποιείς ότι δεν έπρεπε ποτέ να αποχωριστείς. Την εποµένη επαναλαµβάνεις το ίδιο όχι από βλακεία, αλλά από ανάγκη. Είσαι εξαρτηµένος από το ψεύδος των λέξεων. Είσαι εξαρτηµένος από τον εαυτό σου. Καµιά ανώτερη δύναµη δεν νοιάζεται να σε σώσει από το γραπτό σου και αυτή η συνειδητοποίηση είναι οδυνηρή και αναπόφευκτη µ’ έναν τρόπο.

Τρία βιβλία που θα πρότεινα οπωσδήποτε για μια βιβλιοθήκη Λυκείου θα ήταν… ο «Ξένος» του Καµί, η «Δίκη» του Κάφκα και το «1984» του Οργουελ. Τα διάβασα πρώτη φορά στην εφηβεία και ήταν αρκετά για να αντιληφθώ ότι η λογοτεχνία δεν θα είναι ποτέ απλή υπόθεση στη ζωή µου.

Η κριτική που αποδέχομαι αφορά… κάθε είδους άποψη και µατιά. Οταν είναι τεκµηριωµένη µπορεί να ανοίξει επιπλέον ένας γόνιµος διάλογος, όταν δεν είναι τεκµηριωµένη, µπορεί να κλείσει µε έναν ενδιαφέροντα µονόλογο. Σε κάθε περίπτωση την επιδιώκω.

Η αυτοκριτική ξεκινάει από… τη λέξη, πάει στην πρόταση, στην παράγραφο, στο κεφάλαιο, στο βιβλίο, στα βιβλία. Κοιτάζω πάντοτε το µέρος, αλλά και το όλον να έχει κάποιο νόηµα για να υπάρξει και να διαβαστεί σε βάθος χρόνου.

Η αρχή ενός κλασικού βιβλίου που ζηλεύω είναι… η εναρκτήρια πρόταση της «Κυρίας Νταλαγουέι» της Βιρτζίνια Γουλφ. Δεν τη γράφω όµως για να την αναζητήσετε.

Οταν ακούω για την «κρίση της λογοτεχνίας» ή τη «λογοτεχνία της κρίσης» σκέφτομαι… όσους κρίνουν χωρίς να διαβάζουν και όσους διαβάζουν χωρίς να κρίνουν.

Η Ευτυχία Γιαννάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το αστυνομικό μυθιστόρημα η «Πόλη στο φως» (εκδ. Ικαρος), το τρίτο μέρος της «Τριλογίας της Αθήνας», με πρωταγωνιστή τον Αστυνόμο, ύστερα από τα βιβλία «Στο πίσω κάθισμα» (2016) και «Αλκυονίδες μέρες» (2017). Εχει γράψει επίσης τα θεατρικά «Τα θηλαστικά» και «Υπέροχος πόλεμος», καθώς και το μυθιστόρημα «Χάρντκορ» (Ωκεανίδα), με ψευδώνυμο