Η ερώτηση είναι παλιά: δικαιούται κάθε γενιά τη δική της μετάφραση κλασικών κειμένων; Με τον τρόπο του ο Ερρίκος Σοφράς απαντάει καταθέτοντας την πρόσφατη μετάφραση 24 σαιξπηρικών σονέτων, που διακρίνεται για την ίδια στοχοπροσήλωση – ως προς τη γλωσσική και μετρική μεταφορά – με το «Πένθιμο μπλουζ» του Γουίσταν Χιου Οντεν (Κίχλη, 2015), ορισμένα από τα ποιήματα του οποίου ξαναδουλεύει αυτή την περίοδο. Η «πρότασή» του, όπως αναφέρει ο ίδιος στη συζήτησή μας, βασίζεται στον ιαμβικό δεκατρισύλλαβο του Ιάκωβου Πολυλά (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον δεκαπεντασύλλαβο που χρησιμοποίησε στη δική της μετάφραση όλων των σονέτων η Λένα Ζαφειροπούλου στον Gutenberg, 2016). Για την Ιστορία, η ακολουθία των 154 «Σονέτων» έχει μεταφραστεί στα ελληνικά μόνο πέντε φορές, ενώ στα γερμανικά εβδομήντα οκτώ. Οπως αναφέρει στην κατατοπιστική εισαγωγή του ο Ερρίκος Σοφράς, το 1911 ο εικοσάχρονος ποιητής Μανώλης Μαγκάκης (1891-1918) τύπωσε σε αυτοτελή έκδοση δεκατρία σονέτα. «Είναι η πρώτη μετάφραση των «Σονέτων» στη γλώσσα μας».

Πόσο πίσω πρέπει να πάμε για να ανακαλύψουμε το πρώτο μεταφραστικό ερέθισμα για τα «Σονέτα»;

Πρωτοδιάβασα για τα «Σονέτα» του Σαίξπηρ στο «Λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη: στη μέση του βιβλίου, η ερωτευμένη Βίργκω Δροσινού απαγγέλλει και σχολιάζει το σονέτο 116. Νομίζω πως αυτή είναι η πρώτη αναφορά που γίνεται στη νεοελληνική λογοτεχνία για τα «Σονέτα». Χειμώνας του 1978, πήγαινα στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, αναζήτησα αμέσως τα ποιήματα στο σκονισμένο βιβλιοπωλείο της Πλατείας Αμερικής. Συμπτωματικά είχε μόλις εκδοθεί από τον Ικαρο η μετάφραση του Ρώτα και της Δαμιανάκου. Τον επόμενο χρόνο, στο British Council, ο υπέροχος άγγλος καθηγητής, σε 3-4 διδακτικές ώρες, θα μας αναλύσει λέξη λέξη το σονέτο 18 που, δίχως καθόλου να το επιδιώξω, το μαθαίνω απέξω. Τα 154 ποιήματα μου έγιναν εμμονή, αγόραζα όπου έβρισκα το βιβλίο, στα αγγλικά ή σε μετάφραση, μεταχειρισμένο ή καινούργιο. Το 2015 αποφάσισα να γυρίσω στη γλώσσα μας κάποια απ’ αυτά.

Ποιος είναι ο Σαίξπηρ που ανακαλύψατε προσωπικά διαβάζοντας τα «Σονέτα»;

Τα «Σονέτα» είναι ερωτικά ποιήματα, από τα εντελέστερα της αγγλικής γλώσσας, της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που δημοσιεύτηκαν όταν ο Σαίξπηρ ήταν σαράντα πέντε χρονών, το 1609, απόλυτα καθιερωμένος ως ηθοποιός και δραματουργός. Διαθέτοντας ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία για τον ποιητή και με δεδομένη την πεποίθηση των μελετητών πως τα ποιήματα αυτά αγγίζουν ένα αληθινό βίωμα, ριζωμένα στην εμπειρία και όχι στον λογοτεχνικό πειραματισμό, τα «Σονέτα» διαβάζονται ως αυτοβιογραφικά, θεωρούνται ως μοναδικό τεκμήριο του ψυχισμού του. «Μ’ αυτό το κλειδί ο Σαίξπηρ ξεκλείδωσε την καρδιά του» θα γράψει ο μέγας Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ το 1827 και ο Χάρολντ Μπλουμ στις μέρες μας: «Το εγώ των «Σονέτων» είναι ο θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Σαίξπηρ». Τα «Σονέτα» είναι τα ποιήματα της αιώνια ανανταπόδοτης αγάπης ενός παράφορα ερωτευμένου. Ποιήματα απόλυτης λατρείας, τέλειας απόγνωσης, όπου ο λυρικός ομιλητής λαχταρά, απογοητεύεται, εκλιπαρεί, ταπεινώνεται. Μια ανήσυχη συνείδηση, απρόβλεπτη και πολύπλοκη.

Απώλεια, ο χρόνος που χάνεται, ο ποιητής που υποφέρει, θάνατος, η Σκοτεινή Κυρία. Υπάρχει κάποιο ίχνος αισιοδοξίας; Μήπως είναι η ίδια η ποίηση που θα σώσει τις ιστορίες;

Συμφωνώ μαζί σας. Και μόνο ότι γράφτηκαν αυτά τα ποιήματα είναι αισιοδοξία και νίκη. Το γεγονός δηλαδή ότι ο ποιητής κατόρθωσε να κάνει τον πόνο του άρπα, όπως προτρέπει ο Καρυωτάκης στην «Ευγένεια». Είναι νίκη το ότι τόλμησε και δημοσίευσε στο πουριτανικό ελισαβετιανό Λονδίνο του 1609 το βιβλίο αυτό, όπου η πλειονότητα των σονέτων, τα πρώτα 126, απευθύνονται φανερά σ’ έναν ευγενή Ωραίο Νέο (Fair Youth) με ανδρόγυνη ομορφιά, και όχι σε μια ξανθή κόρη, όπως στα σονέτα του Πετράρχη και στα ποιήματα της μεγάλης παράδοσης που αυτά δημιούργησαν. Καμία άλλη συλλογή των συγχρόνων του δεν είχε ανάλογο θέμα. Αλλωστε, και τα υπόλοιπα 28 δεν απευθύνονται σε μια εξιδανικευμένη γυναικεία μορφή, όπως συνηθιζόταν, αλλά σε μια ηδονική, σκοτεινή και επικίνδυνη Μελαχρινή Κυρία (Dark Lady).

Μετά τον Οντεν, ο Σαίξπηρ. Υπάρχει κάποιο «αόρατο νήμα» που οδήγησε από τη μία «αντιρομαντική» επιλογή στην άλλη;

Πράγματι, ένας αόρατος δεσμός ενώνει κάθε μετάφραση με την επόμενη. Ο Οντεν στ’ αλήθεια γνώριζε σε βάθος τον Σαίξπηρ. Ομως η δική μου ενασχόληση με τον Σαίξπηρ εντάθηκε στα χρόνια που μελέτησα την Εμιλι Ντίκινσον, προετοιμάζοντας τη μετάφρασή μου στα «44 ποιήματα και τρία γράμματα» (σ.σ.: Το Ροδακιό, 2005). Ο Ελισαβετιανός συνόψιζε για την Ντίκινσον όλες τις δραματικές και ποιητικές ικανότητες, μελέτησε συστηματικά το έργο του σε όλη της τη ζωή, τράφηκε και διαμορφώθηκε απ’ αυτό. Ο Μπλουμ αναγνώρισε πως στην ποίησή της «οι υπόγειοι δεσμοί αίματος είναι απρόσμενα σαιξπηρικοί». Σπίτι της βρέθηκαν δύο πλήρεις σειρές των θεατρικών του, καθώς και η Concordance του σαιξπηρικού έργου. Στα γράμματά της μιλά επίμονα γι’ αυτόν: «Γιατί να χρειάζονται άλλα βιβλία; Γιατί να σφίξω άλλο χέρι εκτός από το δικό του; Μακάρι να πίνω για πάντα απ’ αυτό το κρασί» (γράμμα 342).

Ποιο είναι το γλωσσικό απόθεμα απ’ το οποίο επιλέγετε μεταφραστικές λύσεις;

Η γλωσσική κοίτη από την οποία αντλώ είναι το πλούσιο λογοτεχνικό ιδίωμα των νεοελλήνων ποιητών που έχω διαβάσει και αγαπήσει (Κορνάρος, δημοτικό τραγούδι, Σολωμός, Σικελιανός, Καρυωτάκης, Γκάτσος, Ασλάνογλου), αλλά και η εύχυμη σημερινή γλώσσα όπως αυτή καλλιεργείται από τη σύγχρονη λογοτεχνία και τα άλλα είδη λόγου. Επιδίωξή μου ήταν οι μεταφράσεις να αφορούν και να συγκινούν τον σημερινό αναγνώστη.

Ποιο θεωρούσατε το μεγαλύτερο εμπόδιο πριν ξεκινήσετε τη μετάφραση και ποιο όταν την ολοκληρώσατε; 

Τα 154 σονέτα είναι σπουδαία λυρικά ποιήματα, αριστοτεχνικοί πειραματισμοί στο είδος, στη δομή και στη γλώσσα. Η ύψιστη έκφανση της μεγάλης παράδοσης του σονέτου ως ερωτικού εγκωμίου, που διήρκεσε 300 χρόνια κι έδωσε καρπούς σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Μα τα «Σονέτα» του Σαίξπηρ είναι ποιήματα δυσνόητα, δύσβατα. Η πυκνότητά τους είναι μοναδική, μέχρι και δέκα εικόνες έχουν ανιχνευθεί σε κάποια. Βρίσκει κανείς σ’ αυτά περίτεχνα σχήματα λόγου, γραμματικά τεχνάσματα, στρυφνά και διπλά νοήματα, επιτονισμούς της φωνής και λεπτούς υπαινιγμούς, μια έντονη λοξότητα στην έκφραση: ένας ρητορικός και εκφραστικός ίλιγγος.

Στα τόσα εμπόδια προστέθηκε το ζήτημα της μορφής, καθώς επέλεξα να μεταφράσω τα ποιήματα έμμετρα. Ετσι διατήρησα τη δεκατετράστιχη αυστηρή μορφή τους (τρία τετράστιχα και ένα καταληκτικό δίστιχο), καθώς και την ομοιοκαταληξία του πρωτοτύπου (αβαβ/γδγδ/εζεζ/ηη), και αποφάσισα να μεταφέρω τον σαιξπηρικό δεκασύλλαβο στίχο σε ιαμβικό δεκατρισύλλαβο, έναν στίχο που ανέσυρε από την αφάνεια ο Ιάκωβος Πολυλάς για τη μετάφραση του «Αμλετ» το 1889. Προσπάθησα να μην προδώσω τον ρυθμό τού κάθε ποιήματος ξεχωριστά. Τώρα που το βιβλίο έχει εκδοθεί, αναρωτιέμαι αν τα μεταφρασμένα σονέτα λειτουργούν ως ελληνικά ποιήματα. Γιατί αυτό είναι που προσπάθησα.

Θα πρέπει να φανταστούμε ότι διαβάζετε για την ιστορία και τον πολιτισμό της εποχής απ’ όπου προέρχεται το έργο; Ή απλώς ακούτε τον ρυθμό του;

Ασφαλώς το πρώτο και το κύριο είναι να κατανοήσεις ώς τα μύχια το ποίημα, να νιώσεις τον ρυθμό και το βάδισμά του. Αφού έχει ειπωθεί πως ο ρυθμός (τα στοιχεία του βάθους δηλαδή) διαμορφώνει το νόημα, είναι και ο ίδιος νόημα. Τα «Σονέτα» είναι από τα πιο σχολιασμένα ποιήματα, η βιβλιογραφία είναι ήδη τεράστια, αχανής, έχουν μελετηθεί εξαντλητικά. Μεταφράζοντας, συμβουλευόμουν συνεχώς τις σημαντικότερες σχολιασμένες εκδόσεις των τελευταίων 30 χρόνων για τις κάθε λογής λεξιλογικές, ερμηνευτικές και σημασιολογικές απορίες. Είχα δίπλα μου μεταφράσεις στις ευρωπαïκές γλώσσες, αφού τα ποιήματα έχουν μεταφραστεί από μείζονες σύγχρονους ποιητές. Είχε προηγηθεί η μελέτη της αγγλικής αναγεννησιακής λογοτεχνίας, το milieu στο οποίο έγραψε ο Σαίξπηρ, και βέβαια η καλή γνώση της εποχής, του ιστορικού πλαισίου, των κοινωνικών συνθηκών, οι βιογραφίες, η κάθε είδους τεκμηρίωση, η ελισαβετιανή μουσική.

Πώς καταλήξατε στα συγκεκριμένα 24 σονέτα;

Μετά τη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας επέλεξα να μεταφράσω τα σονέτα που θεωρούνται τα πιο αντιπροσωπευτικά, αυτά που ανθολογούνται συχνότερα από διαπρεπείς ανθολόγους της αγγλικής και της παγκόσμιας ποίησης, όσα έχουν σχολιαστεί περισσότερο. Στην επιλογή συνέβαλαν επίσης σημαντικά οι υποδείξεις των έγκριτων καθηγητών Helen Vendler, Colin Burrow και John Kerrigan.

Σονέτο 97

«Κι αν λείπεις, τα πουλιά σωπαίνουν στον αέρα»

Μοιάζει χειμώνας ο καιρός μακριά από σένα,

Του χρόνου που γοργά περνά, χαρά μου μόνη!

Τι σκοτεινιά έχω νιώσει! όλα παγωμένα.

Τι γύμνια του Δεκέμβρη! καθετί ερημώνει.

Μα ήταν θέρος σα χωρίσαμε οι δύο,

Και γόνιμο φθινόπωρο, καρπούς που κάνει,

Εντός του είχε της άνοιξης λάγνο φορτίο,

Σα μήτρα χήρα που έχει ο κύρης της πεθάνει.

Για μένα όλη αυτή η σοδειά κι η ευεργεσία,

Ελπίδα ορφανού, καρπός χωρίς πατέρα·

Το θέρος είναι στη δική σου υπηρεσία,

Κι αν λείπεις, τα πουλιά σωπαίνουν στον αέρα·

Κι αν κελαηδήσουνε, η αρμονία θλιμμένη,

Η φυλλωσιά χλωμή, χειμώνα λες προσμένει.

William Shakespeare

Σονέτα

Δίγλωσση έκδοση

Επιλογή – Μτφ. Ερρίκος Σοφράς

Εκδ. Αντίποδες, 2018, σελ. 80

Τιμή 8,50 ευρώ