Ημουν που λέτε χθες σε μια υπέροχη μικρή παραλία σε χωριό της Ηπείρου, μια κλειστή πανέμορφη παραλία σαν λίμνη, περιτριγυρισμένη από πυκνό πράσινο. Ο ουρανός ήταν ελαφρώς συννεφιασμένος, είχα δίπλα μου αυτούς που αγαπώ κι έναν καφέ σε πλαστικό (σας τη χάλασα τη ρομαντζάδα της φύσης, ε;), ελάχιστα παιδάκια που έπαιζαν ήσυχα κι ήταν το πρώτο μπάνιο μετά από μια άθλια, πανάθλια χρονιά που μεσολάβησε από το τελευταίο. Και κάπου εκεί έκανα το λάθος να μπω στο Facebook και να χαζέψω τι συζητάει ο κόσμος. Κι όσο διάβαζα τόσο με απορροφούσε η ένταση, που είχα φτάσει να κολλήσω σχεδόν την άναυδη μούρη μου στην οθόνη.

Οταν έπεσα ξανά στην ξαπλώστρα κι έκλεισα τα μάτια σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνου, σκεφτόμουν ότι σήμερα είναι η μέρα. Η Μέρα. Η ολόδική μας D-Day, η απόβαση του Αλέξη Τσίπρα στην Ιθάκη για το τελειωτικό χτύπημα στα μνημόνια της υποταγής, του ζυγού, της εθνικής ταπείνωσης κ.λπ. κ.λπ.

Είδα τον εαυτό μου σε μια τρομακτική φαντασίωση. Ημουν λέει σε ένα σκηνικό κάπως σαν τον Ιβ Μοντάν στην «Ομολογία» του Γαβρά ή τον Μακντάουελ στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», σε ένα δωμάτιο λευκό, ακινητοποιημένη, και με κοίταζαν πολλοί σιωπηλοί παρατηρητές. Και βλέπαμε μετά μαζί τον Πρωθυπουργό με φόντο καταγάλανα νερά και ενετικά ερείπια να μιλάει για Συμπληγάδες και Κύκλωπες, φουρτούνες και θεριά, Σειρήνες και μνηστήρες, παλιούς και νέους συντρόφους κι εχθρούς, εμάς, εσάς, τραπεζίτες με δόντια σουβλερά να πίνουν αίμα από τεράστια ποτήρια σαμπάνιας με μπουρί αντί για καλαμάκι, βία και καταστολή στους δρόμους και εξαθλίωση.

Which side are you on boy, which side are you on?

Κι άξαφνα οι παρατηρητές να χειροκροτάνε και να γίνονται τα μάγουλα κι οι παλάμες τους κόκκινα και να έχουν στα μάτια τους άγρια χαρά.

Και ξαφνικά σιωπή. Ενας από αυτούς σηκώνεται και έρχεται μπροστά μου με ύφος ανακριτικό.

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΟΡΕΥΕΙΣ, ΡΕ;

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΟΡΕΥΕΙΣ ΛΕΜΕ, ΡΕ;

Το κρύο νερό είναι λυτρωτικό. Βουτάς και το αλμυρό νερό σού γεμίζει το κεφάλι, ανοίγει τα ιγμόρειά σου σαν να θέλει να βγάλει τις εισπνοές της πόλης από μέσα σου, κι ανασαίνεις το οξυγόνο και καθαρίζει το μυαλό κι όλο το μέσα σου.

Δεν μπορώ να χαρώ ούτε να στενοχωρηθώ. Δεν νιώθω τίποτα. Προσπαθώ να συγκινηθώ από όλη αυτή τη συζήτηση για την έξοδο από τα μνημόνια, το παλεύω, αλλά δεν… Τι είναι τα μνημόνια πια; «Τα μνημόνια». Εχει γίνει ένα. Μια έννοια νομική έγινε σύμβολο κι η τεχνική της φύση αφορά ελάχιστους πια.

Δεν νιώθω τίποτα.

Προσπαθώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που μπόρεσα να κάνω ένα σχετικά μακροπρόθεσμο σχέδιο για τη ζωή μου, να πάω ένα ταξίδι, να κάνω οικογένεια και δεν τη θυμάμαι και δεν μπορώ να σου πω ότι φταίει ο ένας ή ο άλλος γιατί πια ούτε ξέρω ποιος κι ούτε με νοιάζει.

Σήμερα είναι μια όμορφη μέρα, για μένα, μετά από καιρό. Είμαι ξάπλα στα χαλίκια και με παγώνει ένα δροσερό αεράκι. Με πειράζει που δεν μπορώ να ποντάρω ούτε θεωρητικώς ότι θα έχω άλλη μια τέτοια στις 21 Αυγούστου του 2019. Είμαι 33 χρονών, διάολε, και μεγάλωσα καλά, θα έπρεπε να μπορούσα, η μάνα μου στην ηλικία μου είχε μια κόρη πέντε ετών έχοντας μεγαλώσει σε φτώχεια, σε ένα σπίτι από ξύλινες τάβλες στην επαρχία, έγινε κορίτσι έφηβο στη χούντα και ενηλικιώθηκε σε μια δημοκρατία φρέσκια κι εύθραυστη με όζουσες πληγές. Κι όμως, μπορούσε. Μου λείπει αυτό, η προοπτική.

Μόνο που τσακώνεστε και βρίζεστε και κάνετε δίκες προθέσεων για το αν πρέπει να χαιρόμαστε ή πρέπει να γκρινιάζουμε, είναι η απόδειξη ότι η σημερινή μέρα, για μένα, δεν αλλάζει και πολλά από αυτά που ελπίζω κάποτε να αλλάξουν. Δεν ελπίζω σε πολλά, είμαι γεμάτη φόβους, δεν νιώθω ελεύθερη, δεν είμαι μπλουζάκι με σύνθημα ούτε τραγούδι που τραγουδιέται με γροθιά σηκωμένη και κόκκινη μπαντάνα, συγγνώμη, αλήθεια, απολογούμαι.

Μόνο το αλμυρό νερό με σώζει σήμερα κι η αγάπη.

Αναίσθητοι στην παραλία

Κοίταξα γύρω μου χωρίς να έχω ανοίξει τα μάτια μου ακόμη κι αναρωτήθηκα γιατί είμαστε τόσο ήσυχοι. Γιατί είναι μια μέρα στην εξοχή σαν τις άλλες; Γιατί δεν τραγουδάμε; Γιατί δεν μοιραζόμαστε όνειρα για το μέλλον; Μπας κι είμαστε αναίσθητοι ξέρω γω, γιατί μπουρζουαζί αδιάφορους δεν μας λες σίγουρα. Σίγουρα;