Η Ελλάδα θα πρέπει στη νέα φάση, που εισέρχεται από αύριο, να εξετάζει διεξοδικά και σε συνεννόηση με τους δανειστές την προσαρμογή υφιστάμενων μεταρρυθμίσεων και την εφαρμογή νέων πολιτικών, διαμηνύει ο πρόεδρος του Eurogroup, Μάριο Σεντένο, στη συνέντευξη που παραχώρησε στα «ΝΕΑ» ενόψει της αυριανής εξόδου της χώρας από τα Μνημόνια και της εισόδου της σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.

«Η Ελλάδα θα ήταν σοφό να επιλέγει έναν συνδυασμό πολιτικών που παραμένει στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων. Προτάσεις για την αναπροσαρμογή υφιστάμενων μεταρρυθμίσεων πρέπει να αξιολογούνται προσεκτικά και να επικοινωνούνται δεόντως» συνιστά ο Μάριο Σεντένο. Με την επισήμανσή του ο επικεφαλής του Eurogroup δείχνει εμμέσως κίτρινη κάρτα στην κυβέρνηση για τους χειρισμούς της στην απόφαση αναστολής της αύξησης του ΦΠΑ στα πέντε νησιά, αλλά και στις προθέσεις της ως προς συγκεκριμένα προσυμφωνημένα μέτρα, όπως οι συντάξεις.

Μπορεί ο επικεφαλής των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης να δηλώνει ότι από αύριο «η κυβέρνηση θα έχει μεγαλύτερο περιθώριο να προσαρμόζει τις πολιτικές στις προτιμήσεις του ελληνικού λαού», αλλά ταυτόχρονα προειδοποιεί ότι «η χώρα θα αναμετρήσει τώρα την αξιοπιστία των πολιτικών της με τις χρηματοπιστωτικές αγορές». Παράλληλα, δηλώνει, έστω και εμμέσως, ότι στο καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, στο οποίο θα βρίσκεται η χώρα μέχρι το 2022, οι θεσμοί θα παίζουν ρυθμιστικό ρόλο σε περίπτωση που διαπιστώνονται παρεκκλίσεις.

Οσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους μακροπρόθεσμα, την οποία αμφισβητεί το ΔΝΤ, ο πορτογάλος υπουργός Οικονομικών αφήνει να εννοηθεί ότι ενδεχομένως να μη χρειαστούν επιπλέον μέτρα ελάφρυνσης σε 15 χρόνια, όταν έχουν δεσμευτεί οι πιστωτές να επανεξετάσουν την κατάσταση του χρέους.

Από αύριο η Ελλάδα δεν θα είναι πλέον σε πρόγραμμα στήριξης. Τι θα λέγατε στους απλούς πολίτες, τι συνεπάγεται η αλλαγή αυτή; Θα δουν κάποια διαφορά, δεδομένου ότι η χώρα θα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας;

Η Ελλάδα παίρνει πίσω τον έλεγχο της διαδικασίας χάραξης πολιτικής. Η κυβέρνηση θα έχει μεγαλύτερο περιθώριο να προσαρμόζει τις πολιτικές στις προτιμήσεις του ελληνικού λαού. Αυτό είναι καλό για τη δημοκρατία και ενισχύει την εθνική κυριαρχία. Είναι κάτι που μπορεί εύκολα να έχει ανταπόκριση στον ελληνικό λαό. Η μόνιμη παρουσία των πιστωτών, οι αξιολογήσεις και ο κίνδυνος μη τήρησης των όρων που συνδέονται με μια δόση του προγράμματος ανήκουν στο παρελθόν. Η Ελλάδα θα μπορέσει να επικεντρωθεί πολύ περισσότερο σε άλλα ζητήματα πολιτικής και αυτό είναι πολύ θετικό. Η μακρά περίοδος προσαρμογής έχει σημαδέψει την Ελλάδα. Οι κρατικές δομές, οι πολιτικές, αλλά κυρίως ο ελληνικός λαός πέρασε μια δύσκολη περίοδο. Τα καλά νέα είναι ότι, όπως συνέβη και με άλλες χώρες της Ευρώπης, η Ελλάδα ήταν σε θέση να την ξεπεράσει. Προχωρώντας, ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να ξεχνά τα προβλήματα που οδήγησαν στην κατάσταση αυτή, ώστε να μην επανεμφανιστούν. Ταυτόχρονα, οι ψηφοφόροι πρέπει να έχουν απαιτήσεις από τους πολιτικούς, διότι πάντα υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Είμαι βέβαιος ότι με το πέρασμα του χρόνου οι πολίτες θα συνειδητοποιήσουν ότι το πρόγραμμα συνέβαλε στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας, όπως και στη μείωση του ελλείμματος. Η νέα ισορροπία θα είναι θετική για το μέλλον της Ελλάδας.

Με βάση την εμπειρία που αποκομίσατε στη χώρα σας, την Πορτογαλία, ποιες κινήσεις θα συνιστούσατε από αύριο για την Ελλάδα; Επειτα από ένα δύσκολο ταξίδι οκτώ ετών θα λέγατε ότι προκλήσεις υπάρχουν και στο ταξίδι που ξεκινάει αύριο;

Βλέπω πολλά θετικά στοιχεία στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή. Η ανεργία μειώθηκε πάνω από ένα τέταρτο από το αποκορύφωμα της κρίσης, η οικονομία αυξάνεται με ρυθμό σχεδόν 2%, το εμπορικό πλεόνασμα έχει αποκατασταθεί και ο προϋπολογισμός αποφέρει πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 4%. Τα τελευταία τρία χρόνια, η κυβέρνηση έχει σταθεροποιήσει την οικονομική πολιτική με την υποστήριξη των θεσμών και των πιστωτών. Τα αποτελέσματα γίνονται αισθητά. Κάθε χώρα στην Ευρώπη έχει ένα συγκεκριμένο σύνολο συστάσεων πολιτικής. Από την Ελλάδα ζητείται να διατηρήσει τη σημερινή τάση και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις της. Η πολιτική θα πρέπει να είναι προσανατολισμένη προς την ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης, ενώ οι συγκεκριμένες πολιτικές μπορούν να ανταποκρίνονται σε πολιτικές επιλογές ή σε καταστάσεις οικονομικών κρίσεων. Η μεγάλη πρόκληση είναι να αποδειχθεί ότι η Ελλάδα είναι σε θέση να οικοδομήσει μια ισχυρή οικονομία που στηρίζει κοινωνικές πολιτικές και είναι ανθεκτική σε όλες τις φάσεις των οικονομικών και πολιτικών κύκλων. Η Πορτογαλία μπορεί να αποτελέσει καλό παράδειγμα, η αντοχή που επέδειξε, ενίσχυσε την αξιοπιστία της όλης διαδικασίας.

Σε ποιον βαθμό θα μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να λαμβάνει τις δικές της αποφάσεις; Υπάρχει περιθώριο ελιγμών για θέματα όπως η αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η άνοδος του κατώτατου μισθού, η μείωση του ποσού των προκαθορισμένων περικοπών των συντάξεων, αποφάσεις που θα έχουν άμεσο θετικό αντίκτυπο στη ζωή του ελληνικού λαού; Ποιος και πώς θα έδινε το πράσινο φως σε τέτοιες αποφάσεις;

Το πρόγραμμα τελείωσε. Δεν υπάρχουν πλέον πράσινα ή κόκκινα φώτα. Η Ελλάδα θα είναι ο μόνος υπεύθυνος για τη λήψη αποφάσεων, προχωρώντας, οι αποφάσεις θα της ανήκουν. Η Ελλάδα θα αναμετρήσει τώρα την αξιοπιστία των πολιτικών της με τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτό είναι κάτι που η Ελλάδα δεν χρειαζόταν να κάνει τα τελευταία οκτώ χρόνια. Οι θεσμοί θα είναι εκεί για να εντοπίζουν κινδύνους και να βοηθούν στον σχεδιασμό των πολιτικών αυτών κατά τα πρώτα έτη μετά την έξοδο από το πρόγραμμα. Αυτό δεν είναι ούτε πιο εύκολο ούτε πιο δύσκολο. Πρόκειται για μια νέα φάση, στην οποία θα είναι σημαντικό να αποφευχθεί η επανάληψη λαθών του παρελθόντος και να αξιολογούνται διεξοδικά όλες οι εναλλακτικές λύσεις πριν από την εφαρμογή τους. Η Ελλάδα θα ήταν σοφό να επιλέγει έναν συνδυασμό πολιτικών που παραμένει στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων. Προτάσεις για την αναπροσαρμογή υφιστάμενων μεταρρυθμίσεων πρέπει να αξιολογούνται προσεκτικά και να επικοινωνούνται δεόντως, κάποιοι θα βιαστούν να βγάλουν συμπεράσματα και αυτό είναι επιζήμιο. Οι νέες πολιτικές χρειάζεται να είναι αξιόπιστες και δημοσιονομικά υπεύθυνες. Οι υφιστάμενες πολιτικές δεν είναι αμετάβλητες (are not set in stone) και προσαρμογές που αντικατοπτρίζουν νέες πολιτικές επιλογές είναι πάντοτε δυνατές, αλλά δεν είμαι σε θέση και δεν θα κάνω εικασίες επί αυτού. Το σημερινό μήνυμα είναι πολύ ξεκάθαρο: η Ελλάδα έχει την ευθύνη.

Εάν γυρίσουμε πίσω τον χρόνο, νομίζετε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει υποστηριχθεί με διαφορετικό τρόπο; Ειδικότερα, όσον αφορά την απόφαση της 21ης Ιουνίου, τι θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, με δεδομένη και την κριτική του ΔΝΤ για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους; Πόσο σίγουρος είστε ότι το πρόβλημα του χρέους της Ελλάδας δεν θα επιστρέψει σε κάποια χρόνια;

Αν κοιτάξει κανείς πίσω, στην αρχική ευρωπαϊκή ανταπόκριση στο ελληνικό πρόβλημα, υπάρχουν πράγματα που η Ευρώπη θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Η Ευρώπη δεν ήταν προετοιμασμένη για την κρίση αυτή. Αλλά από τότε, έχουμε πάρει το μάθημά μας και έχουμε βελτιώσει τις αποφάσεις μας. Η απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου το αποδεικνύει. Αντί να επικεντρωθούμε στο επίπεδο του χρέους προς το ΑΕΠ, εξετάζουμε πλέον τις πραγματικές ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας, έτσι ώστε το φορτίο του χρέους να παραμένει προσιτό. Γι’ αυτό και επικεντρωθήκαμε στην επιμήκυνση των ωριμάσεων και στην αναβολή των πληρωμών τόκων. Αυτό δίνει στην Ελλάδα πρόσθετο χρόνο για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις που έχει κληρονομήσει από την κρίση. Σε δεκαπέντε χρόνια, θα δούμε ποια είναι η κατάσταση. Οι προβλέψεις των θεσμών δείχνουν βιωσιμότητα του χρέους βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Το χρέος θα είναι επιπλέον βιώσιμο μακροπρόθεσμα, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προβλέψεις, οι οποίες έχουν αποδειχθεί οι πλέον ακριβείς. Αλλά ας το παραδεχθούμε: οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις υποθέσεις εκτίμησης. Είναι άσκοπο να δίνουμε έμφαση σε διαφορές προβλέψεων, οι οποίες εκτείνονται έως το 2060.

Υπάρχει επίσης αβεβαιότητα σχετικά με την απαίτηση από την Ελλάδα για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ η ανάπτυξη αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, το δημογραφικό είναι σημαντικό πρόβλημα και τα σύννεφα πάνω από την παγκόσμια οικονομία μπορεί να σταθούν εμπόδιο τόσο στις αποφάσεις για ξένες επενδύσεις όσο και στη συμπεριφορά των χρηματαγορών. Την ίδια ώρα η κρίση στην Τουρκία μπορεί να μεταδοθεί στις ευρωπαϊκές αγορές. Ποιες είναι οι ανησυχίες σας;

Η Ελλάδα έχει πλέον πολύ πιο ανοικτή οικονομία από ό,τι πριν από οκτώ χρόνια. Αυτό δεν την καθιστά μόνο πιο εκτεθειμένη στις παγκόσμιες τάσεις, αλλά αυξάνει επίσης τις δυνατότητες ανάπτυξης και τα περιθώρια ελιγμών. Ο μετασχηματισμός αυτός είναι αποτέλεσμα του προγράμματος προσαρμογής. Το δημογραφικό, οι εντάσεις στο διεθνές εμπόριο, οι κινήσεις των αγορών αποτελούν πρόκληση για όλους μας, δεν επηρεάζουν μόνο την Ελλάδα. Αλλά σήμερα η χώρα σας είναι καλύτερα εξοπλισμένη για να την αντιμετωπίσει. Η Ελλάδα έχει επίσης κάποια συγκεκριμένα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχει κληρονομήσει από την κρίση, όπως είναι η υψηλή ανεργία και το υψηλό χρέος. Και σε αυτό το μέτωπο, υπάρχουν λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι. Η αγορά εργασίας δημιουργεί πάλι θέσεις απασχόλησης και η ανεργία υποχωρεί. Το χρέος είναι διαχειρίσιμο δεδομένης της ελάφρυνσης που συμφωνήθηκε τον Ιούνιο από το Eurogroup. Αλλά το επίπεδο του χρέους πρέπει να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου και τα πρωτογενή πλεονάσματα πρέπει να στηρίζουν την τάση αυτή, γι’ αυτό και αποτέλεσαν ένα σημαντικό στοιχείο στο πακέτο ελάφρυνσης του χρέους. Τα τελευταία δύο χρόνια η Ελλάδα ήταν σε θέση να αποδώσει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 4%. Υπάρχουν παραδείγματα στην οικονομική ιστορία, χωρών που ήταν σε θέση να παράγουν υψηλά επίπεδα πρωτογενών πλεονασμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Θεωρώ ότι η πορεία που συμφωνήθηκε με τους πιστωτές έχει προκλήσεις, αλλά αφήνει περιθώρια για προσαρμογές στη δημόσια πολιτική. Χρειαζόμαστε πολιτικές ενίσχυσης της ανάπτυξης για να υποστηρίξουμε αυτήν την πορεία. Για παράδειγμα, με τον χρόνο, θα πρέπει να υπάρξει περιθώριο για τη μείωση των υψηλών επιπέδων φορολογίας που δεν είναι φιλικά προς την ανάπτυξη.

Πριν από τέσσερα χρόνια η χώρα σας βγήκε από το πρόγραμμα στήριξης και σήμερα θεωρείται παράδειγμα επιτυχημένης εξόδου. Κατά τη διάρκεια των επόμενων τεσσάρων ετών, πώς βλέπετε την κατάσταση της Ελλάδας; Θα εξακολουθήσει η χώρα να βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας;

Το εργαλείο της ενισχυμένης επιτήρησης, το οποίο ενεργοποιήθηκε από την Επιτροπή, αναμένεται να διαρκέσει τέσσερα χρόνια, έως το 2022. Προφανώς δεν πρόκειται για ένα νέο πρόγραμμα. Δεν υπάρχουν πλέον προαπαιτούμενα ούτε άλλες εκταμιεύσεις, αυτά αποτελούν ιστορία. Οι θεσμοί μπορούν να βοηθήσουν την Ελλάδα να ρυθμίζει τις πολιτικές της, έτσι ώστε να διατηρείται η επανακτηθείσα αξιοπιστία από τις αγορές. Θα συμβάλουν επίσης στον εντοπισμό πιθανών κινδύνων. Σήμερα είμαι πιο αισιόδοξος για το μέλλον της Ελλάδας. Η οικονομική πολιτική είναι έτοιμη για μια νέα αρχή και βρίσκεται σε ένα καλό σημείο εκκίνησης. Πιστεύω ότι η συμφωνία του Ιουνίου ήταν πολύ καλή για την Ελλάδα, καθώς βελτίωσε τους όρους αποπληρωμής του χρέους. Είναι επίσης καλό για τους πιστωτές γιατί μια ισχυρότερη Ελλάδα θα μπορέσει ευκολότερα να τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Αλλά αυτό δεν αφορά μόνο το χρέος. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με μεγάλες δυνατότητες και είναι πλέον σε καλύτερη θέση να τις αξιοποιήσει στο έπακρο.