Για την Ελλάδα και την οικονομία της τίποτα ουσιαστικό δεν αλλάζει με το τέλος του Μνημονίου. Η χώρα βρίσκεται ουσιαστικά στον ίδιο μηχανισμό όπως ένα πρόγραμμα, αυτή τη φορά εξαιτίας των ρυθμίσεων για το χρέος. Τη διαπίστωση αυτή κάνει στα «ΝΕΑ» ο Ντάνιελ Γκρος, διευθυντής του think tank των Βρυξελλών CEPS. Οι βασικές δομικές μεταρρυθμίσεις λείπουν. Και με τα σημερινά δεδομένα είναι απαισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία χρειάζεται πρώτα απ΄ όλα να την εμπιστευτούν οι Ελληνες, αποταμιευτές και επενδυτές. Η εμπιστοσύνη αυτή, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει.

Σε λίγες ημέρες ολοκληρώνεται και το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής για την Ελλάδα. Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται η επόμενη ημέρα για τη χώρα;

Η επόμενη ημέρα για την Ελλάδα δεν θα είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Δεν θα αλλάξουν πολλά πράγματα. Μέχρι τώρα η Ελλάδα χρειαζόταν χρήματα από τους ευρωπαίους εταίρους. Τώρα η Ελλάδα ζήτησε απομείωση του χρέους και αυτή έρχεται επίσης με όρους και προϋποθέσεις. Υπό την έννοια αυτή, ελάχιστα αλλάζουν στη θέση της Ελλάδας.

Η ελληνική κυβέρνηση επεδίωκε μια καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια. Είναι το τέλος του τρίτου Μνημονίου καθαρή έξοδος;

Εάν δεν ζητούσε μείωση του χρέους, η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει μία καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια. Ωστόσο, επειδή διεκδίκησε ελαφρύνσεις χρέους, αυτές έρχονται μόνον υπό όρους. Είναι, τρόπον τινά, ο ίδιος μηχανισμός όπως ένα πρόγραμμα, με στόχο αυτή τη φορά όχι την εξυπηρέτηση, αλλά την ελάφρυνση του υπάρχοντος χρέους. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνον με προϋποθέσεις.

Η Ελλάδα για να το επιτύχει αυτό δεσμεύτηκε με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τα επόμενα 40 χρόνια. Υπάρχει ιστορικό προηγούμενο;

Οχι, δεν υπάρχει. Αλλά αυτό προκύπτει αναπόφευκτα. Οταν έχει κάποιος τεράστια χρέη, είναι φυσικό επακόλουθο να επιβάλλονται τέτοιοι όροι για να μπορεί να τα αποπληρώσει. Με πρόγραμμα ή όχι, επί της ουσίας δεν αλλάζει απολύτως τίποτα. Το γνώριζαν οι ιθύνοντες.

Μπορεί η Ελλάδα υπό αυτές τις συνθήκες να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών;

Ζητούμενο για την Ελλάδα, πρωτίστως, είναι να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων. Σε μια κανονική χώρα, το 90% των επενδύσεων χρηματοδοτείται από την εσωτερική αποταμίευση. Για τον στόχο αυτό απαιτείται η εμπιστοσύνη των Ελλήνων σε δύο κατευθύνσεις: αφενός οι επιχειρηματίες να επενδύσουν στην Ελλάδα, αφετέρου οι πολίτες να αποταμιεύουν και να εμπιστεύονται τις αποταμιεύσεις τους στους εγχώριους επιχειρηματίες και στο κράτος τους. Αυτό είναι το καθοριστικό. Οι διεθνείς αγορές παίζουν πολύ υποδεέστερο ρόλο.

Βλέπετε να υπάρχει αυτό το ενδιαφέρον των Ελλήνων;

Οχι, δεν φαίνεται να υπάρχει. Ούτε στις απολύτως αναγκαίες επενδύσεις, ούτε στις αποταμιεύσεις. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, για παράδειγμα, είναι ότι στην Πορτογαλία η αποταμίευση ανέρχεται στο 17% και τροφοδοτεί εγχώριες επενδύσεις αναπτύσσοντας την οικονομία. Στην Ελλάδα, η αποταμίευση είναι κάτω του 10%, όπως επίσης και το ποσοστό επενδύσεων. Ετσι δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη.

Αναφερθήκατε στην Πορτογαλία, η οποία καταγράφει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας της, όπως και οι άλλες χώρες που πέρασαν από Μνημόνια. Μόνον η Ελλάδα έχει αναιμική ανάπτυξη της οικονομίας. Πού εντοπίζετε το σημαντικότερο πρόβλημα.

Γνωρίζουμε τα συμπτώματα: οι εξαγωγές που δεν αυξάνονται και οι εγχώριες επενδύσεις που δεν υπάρχουν. Δεν φταίει λοιπόν ότι δεν αποκαταστάθηκε η εμπιστοσύνη των αγορών. Το διεθνές περιβάλλον μπορεί να επιτείνει τα προβλήματα σε μια φάση κρίσης. Αλλά εάν θέλει κάποιος να βγει από την κρίση, θα πρέπει να αλλάξει το περιβάλλον και τις προϋποθέσεις στο εσωτερικό της χώρας.

Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί η Ελλάδα να τροφοδοτήσει την οικονομική της ανάπτυξη;

Καταρχήν χρειάζεται να εμπιστευτούν οι ίδιοι οι Ελληνες την οικονομία τους. Επίσης, πρέπει να υπάρχει αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση. Εκείνοι που επενδύουν να μπορούν να ελπίζουν ότι θα αποκομίσουν λογικά κέρδη και δεν θα τα κρατήσει όλα η Εφορία. Χρειάζεται νομική και δικαστική ασφάλεια που είναι αυτονόητη για μια ευρωπαϊκή χώρα.

Ολα αυτά θα έπρεπε να έχουν αποκατασταθεί στην Ελλάδα προ πολλού. Αυτό ήταν και η παρεξήγηση με την Ελλάδα. Η τρόικα, οι θεσμοί, σκέφτηκαν ότι οι Ελληνες θα κατανοήσουν την αναγκαιότητα να αλλάξουν κάποια πράγματα. Αλλά κάθε μεταρρύθμιση θεωρήθηκε ότι ήταν έξωθεν επιβεβλημένη και υποσκάφθηκε.  Θα έλεγα ότι η Ελλάδα δεν ήταν επιτυχία για την Ευρώπη. Αλλά μια τέτοια επιτυχία δεν θα μπορούσε καν να εγγυηθεί η Ευρώπη.

Δηλαδή, δεν βλέπετε καμία δομική αλλαγή όλα αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα.

Δυστυχώς, όχι. Δεν βλέπω να έγινε κάποια μεγάλη αλλαγή στην Ελλάδα. Φυσικά περιορίστηκε το έλλειμμα, το ισοζύγιο εμπορίου βελτιώθηκε. Αλλά δεν βλέπω βελτίωση στα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας.

Πώς εξηγείτε τότε τους ύμνους στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα από διάφορους ευρωπαίους πολιτικούς;

Επειτα από δέκα χρόνια επιτεύχθηκε τελικά μια μακροοικονομική ισορροπία, η οποία θα έπρεπε να υπάρχει ήδη πολύ νωρίτερα. Αλλά δυστυχώς επιτεύχθηκε σε λάθος βάση. Η ελληνική οικονομία είναι σε ύφεση, κατανάλωση δεν υπάρχει, ούτε επενδύσεις. Δεν ήταν αυτός ο στόχος του προγράμματος.

Γιατί απέτυχε στην Ελλάδα η συνταγή που πέτυχε σε άλλες χώρες;

Η αφετηρία στην Ελλάδα ήταν εμφανώς χειρότερη. Από καθαρά οικονομική άποψη, ο εξαγωγικός τομέας ήταν σχετικά μικρός και περιοριζόταν σε πρώτες ύλες. Αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι δεν έγινε καμία πραγματική δομική αλλαγή. Ταυτόχρονα μειώθηκαν ακόμα περισσότερο τα κίνητρα για επενδύσεις. Και εκεί αρχίζει ο φαύλος κύκλος. Αυξάνεται η φορολόγηση, επιβάλλονται φόροι αυθαίρετα, ώστε να μην μπορείς να δεις ποιος, πότε και γιατί φορολογείται. Αυτό λειτουργεί ακόμα περισσότερο ανασχετικά για τις επενδύσεις.

Και στο τέλος του 3ου Μνημονίου, η εκταμίευση της τελευταίας δόσης καθυστέρησε εξαιτίας της κόντρας για τον ΦΠΑ στα νησιά. Τι προοιωνίζεται αυτό για τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση;

Ο ΦΠΑ για τα νησιά είναι ένα θέμα που θα έπρεπε προ πολλού να ρυθμιστεί. Ο καθένας γνωρίζει ότι διαφορετικές κλίμακες είναι πρόσκληση για φοροδιαφυγή. Υπάρχουν άλλα μέσα και τρόποι να στηριχθούν τα νησιά. Αλλά και αυτό δείχνει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν αποδέχεται τέτοιες μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις.

Τονίσατε ότι δεν επενδύουν οι Ελληνες στην Ελλάδα. Αλλά ούτε από τους ξένους επενδυτές είδαμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να βάλουν τα λεφτά τους στην Ελλάδα, μολονότι το εργασιακό κόστος μειώθηκε σημαντικά και η αγορά εργασίας απορρυθμίστηκε πλήρως. Γιατί συνεχίζουν οι ξένοι επενδυτές να παρακάμπτουν την Ελλάδα;

Για τον ίδιο λόγο που δεν επενδύουν και οι Ελληνες. Οι μισθοί έπεσαν, αλλά η παραγωγικότητα δεν αυξήθηκε. Η κυβέρνηση και η Δημόσια Διοίκηση είναι αστάθμητες, όπως και η φορολόγηση. Η Δικαιοσύνη δεν λειτουργεί. Με όλα αυτά δεν είναι να απορεί κανείς με το γεγονός ότι ούτε οι ξένοι ούτε οι εγχώριοι επενδυτές τοποθετούν τα χρήματά τους στην Ελλάδα.

Τι πρέπει να γίνει σήμερα;

Αυτό που η ελληνική πολιτική δεν θέλησε και δεν έκανε μέχρι τώρα: πραγματικές δομικές μεταρρυθμίσεις που είναι άκρως αναγκαίες. Αλλά το πολιτικό σύστημα της χώρας αντιστάθηκε σε αυτές και συνεχίζει να αντιστέκεται με χέρια και πόδια.