Μια σοφή ρωσική παροιμία, με τα πρώτα της ίχνη να εντοπίζονται στην καρδιά της σταλινικής περιόδου –τα Χρόνια του Μεγάλου Τρόμου, όπως ονομάστηκαν αργότερα -, λέει ότι «κανείς δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει… χτες». Λιγότερο ποιητικά αλλά εξίσου εύστοχα θα το διατυπώσει και ο Τζορτζ Οργουελ το 1949: «Αυτός που ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον». Ετσι εξηγείται πώς η αστυνόμευση του παρελθόντος, η ολιστική ιστορική αφήγηση που βάζει τα πράγματα στη θέση τους και στέλνει κάθε κατεργάρη στον πάγκο του, δεν είναι μονάχα η πιο φιλόδοξη –αν και, φευ, μάταιη –επιδίωξη κάθε δικτατορικού/αυταρχικού καθεστώτος, αλλά γνωρίζει πιένες και στις δημοκρατικές ημέρες μας. Κάθε γενιά ιστορικών νιώθει την υποχρέωση να ανακατασκευάσει το παρελθόν εμπλουτίζοντας τη νέα κατασκευή με τα στοιχεία που έχει εν τω μεταξύ φέρει στο φως η ιστορική έρευνα (εάν δεις το ποτήρι μισογεμάτο) αλλά κι εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τις τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες (εάν το δεις μισοάδειο).

Με τον βρετανό ιστορικό Κιθ Λόου έχουμε ασχοληθεί ξανά εκτενώς («ΤΑ ΝΕΑ», 9.9.2017). Από την πρώτη στιγμή που υπέπεσαν τα βιβλία του στην αντίληψή μας εντυπωσιαστήκαμε από την ικανότητά του να αφηγείται μεγάλες ιστορικές συνθέσεις/τοιχογραφίες που καταδεικνύουν την αδιάκοπη αλληλεπίδραση της μικροϊστορίας με τη μακροϊστορία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας. Αυτό κάνει και στο πιο πρόσφατο ογκώδες πόνημά του υπό τον αινιγματικό τίτλο «Ο φόβος και η ελευθερία» (Ψυχογιός, 2018) που αφήνει ανοιχτή την ερμηνεία για όλες τις πιθανές εκδοχές: ο φόβος μπροστά στην ελευθερία; Ο φόβος για την απώλεια της ελευθερίας; Ο φόβος για τις συνέπειες από την κακή διαχείριση της ελευθερίας; Ο Κιθ Λόου δεν επιλέγει μία από αυτές. Τις εξετάζει διεξοδικά όλες.

Οπως και στο προηγούμενο βιβλίο του, τον «Ολεθρο» (Ψυχογιός, 2014), το εναρκτήριο αφηγηματικό λάκτισμα δίνεται με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η μαζική σφαγή (η μαζικότερη καταγεγραμμένη στην ιστορία της ανθρωπότητας) είναι το μεγάλο συλλογικό ψυχολογικό τραύμα που, αν και φαινομενικά επουλωμένο, εξακολουθεί να αιμορραγεί στα θεμέλια του μεταπολεμικού κόσμου. «Πώς μας άλλαξε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», μας προειδοποιεί ο Κιθ Λόου ήδη από τον υπότιτλο του βιβλίου του –και είναι αλήθεια πως μας άλλαξε όλους ριζικά, αν και όχι όλους με την ίδια ένταση, ούτε όλους με τον ίδιο τρόπο. Οποιος είχε την ατυχία, λόγου χάριν, να περπατάει αμέριμνος στους δρόμους της Χιροσίμα το πρωί της 6ης Αυγούστου 1945 –αυτή ήταν η περίπτωση του γιαπωνέζου λέκτορα Ογκούρα Τογιοφούμι -, την ώρα που έπεφτε πάνω στην πόλη η πρώτη πυρηνική βόμβα, ήταν σχεδόν αδύνατον να μην πιστέψει ότι παρίσταται αυτόπτης μάρτυς σε μια βιβλική καταστροφή, τάλε κουάλε με εκείνην που είδε ο Μωυσής στην Παλαιά Διαθήκη (ανάλογες εικόνες Αποκάλυψης, αν και σε μικρότερη κλίμακα, βίωσαν και οι πολίτες πολλών ευρωπαϊκών πόλεων –στη Δρέσδη, στο Μόναχο, στο Στάλινγκραντ, στη Βαρσοβία –με τους μαζικούς βομβαρδισμούς εχθρών και φίλων).

Το τέλος του πολέμου βρήκε την υφήλιο διχοτομημένη ανάμεσα στο στρατόπεδο των Νικητών και στο στρατόπεδο των Ηττημένων που, με τη σειρά τους, έστησαν τα ανάλογα Ληξιαρχεία: Ληξιαρχείο Ηρώων για τα «δικά τους παιδιά», Ληξιαρχείο Τεράτων για τα «απέναντι» (με τα ίδια τα «παιδιά» να αισθάνονται συχνά άβολα στο «κουτάκι» τους, καθώς η «αθωότητα» είχε απολεσθεί οριστικά για αμφότερα). Σε κοινωνίες δυσανεκτικές προς οποιαδήποτε απόχρωση ανάμεσα στο Απόλυτο Καλό και στο Απόλυτο Κακό, ακόμη και η επιβίωση κάποιου κρατουμένου, ύστερα από την εξολόθρευση των συγκρατουμένων του, μπορούσε να θεωρηθεί ως αδιαφιλονίκητη απόδειξη της ενοχής του. Αυτό το στίγμα κόστισε τελικά τη ζωή αναρίθμητων σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου που επέστρεψαν ζωντανοί στην πατρίδα τους, ανήμποροι να εξηγήσουν «πειστικά» γιατί είναι ζωντανοί και όχι πεθαμένοι. Χωρίς αντίστοιχες ολέθριες συνέπειες, αλλά με ανάλογη «καχυποψία» να αιωρείται πάνω από το κεφάλι του, έζησε επί χρόνια στο Ισραήλ και ο εβραίος ιστορικός Οτο Ντοβ Κούλκα. Είχε την τύχη μέσα στην ατυχία του να εγκλειστεί ως παιδί στο «στρατόπεδο οικογενειών» του Αουσβιτς, μια μικρή ομάδα εβραίων κρατουμένων που ζούσε καλύτερα από τους υπόλοιπους, ούτως ώστε να φωτογραφίζεται κατά τακτά διαστήματα και να εξυπηρετεί τις προπαγανδιστικές ανάγκες του Γκέμπελς. Οταν, τον Μάρτιο του 1944, το παιχνίδι της προπαγάνδας δεν είχε πλέον νόημα, οι προνομιούχοι μοιράστηκαν στο θάλαμο αερίων την ίδια μοίρα με τους ομόθρησκούς τους, αλλά ο Κούλκα και η μητέρα του πήραν μικρή αναβολή καθότι βρίσκονταν στο αναρρωτήριο τη νύχτα της εξολόθρευσης, μια αναβολή που προέκυψε τελικά μόνιμη –τους απελευθέρωσαν τα συμμαχικά στρατεύματα -, όμοια με το στίγμα της επιβίωσης που έφεραν έκτοτε. Ισόβια σημάδια κακοποίησης έφερε και το κορμί της Τσόι Μιεόνγκ-σουν, μιας μικρής κοπέλας από την Κορέα, που πέρασε όλο τον πόλεμο σε στρατιωτικό οίκο ανοχής, βορρά στις ορέξεις των Ιαπώνων. Πληγές. Χαίνουσες πληγές παντού.

Πολλοί διανοητές –όπως ο Ιταλός Αλτιέρο Σπινέλι, οραματιστής και πρωτεργάτης της Ευρωπαϊκής Ενωσης –εντόπισαν τη ρίζα του Κακού στον εθνικισμό. «Ο εθνικισμός», γράφει ο Κιθ Λόου, «είχε επιτρέψει να πέσουν οι λαοί της Ευρώπης θύματα εκμετάλλευσης, να διαιρεθούν, να κατακτηθούν και, τελικά, να στραφεί ο ένας εναντίον του άλλου. Μάλιστα, το έθνος – κράτος αποτελούσε «τον θεμελιώδη εχθρό της ελευθερίας». Συνεπώς, ο μόνος τρόπος να τελειώσει τόσο ο πόλεμος όσο και οι άλλες μορφές εκμετάλλευσης ήταν να πάρουν οι λαοί της Ευρώπης την εξουσία από τις μεμονωμένες κυβερνήσεις και να δημιουργήσουν έναν ξεχωριστό, υψηλότερο φορέα. Αν αυτό μπορούσε να συμβεί, ο πόλεμος θα γινόταν ένα αντικείμενο του παρελθόντος και η ήπειρος θα μπορούσε επιτέλους να γίνει «μία ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη»…». Το όραμα του Σπινέλι προσέφερε τον «πιο επιτυχημένο υπερεθνικό θεσμό στον κόσμο, τον μόνο που απέσπασε σημαντικό μέρος εθνικής κυριαρχίας από τα κράτη – μέλη του», αλλά κακοφόρμισε στην πορεία. Ο εθνικισμός λαβώθηκε, αλλά δεν πέθανε. Η αναζωπύρωσή του τα τελευταία χρόνια, ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη, όπου ουγγρικά και πολωνικά εθνικιστικά υβρίδια έφθασαν στο σημείο να ταυτίζουν το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης με την Ευρωπαϊκή Νέα Τάξη της ναζιστικής Γερμανίας ή/και με τον ολοκληρωτισμό της Σοβιετικής Ενωσης, καθώς και στη Βρετανία του Brexit, με τον «απομονωτισμό» της καθοδηγητικό πρότυπο για όλα τα ευρωπαϊκά αποσχιστικά κινήματα, οι εθνικιστές ετοιμάζονται να πάρουν τη ρεβάνς, με κάθε έθνος κλεισμένο στο καβούκι του, να τρέφεται μαζοχιστικά από την ίδια τη «θυματοποίησή» του και να προετοιμάζεται για πόλεμο «όλων εναντίον όλων». Τα ίδια σφάλματα, οι ίδιες τραγωδίες.