Με αφορμή την οικολογική καταστροφή στον Σαρωνικό, που λαμβάνει (ακόμη) πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές που ανέμεναν οι αρχές, αξίζει να αναφέρουμε τη θεσμική ανεπάρκεια της χώρας μας όσον αφορά την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.

Δεν θα αναφερθώ τόσο στο εθνικό και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, όσο στο διεθνές, που είναι αυτό που δίνει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές και που θέτει ένα ελάχιστο πλαίσιο προστασίας.

Η Ελλάδα, όπως και τα υπόλοιπα είκοσι ένα κράτη της Μεσογείου, είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη της Βαρκελώνης για την Προστασία του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος και των Παράκτιων Περιοχών της Μεσογείου (1995). Η Συνθήκη της Βαρκελώνης συμπληρώνεται από μία σειρά πρωτόκολλα που στόχο έχουν να συγκεκριμενοποιήσουν κάποιες πτυχές των δράσεων που πρέπει να αναλάβουν τα κράτη για την καλύτερη δυνατή προστασία.

Η Ελλάδα όμως δεν έχει επικυρώσει πέντε από τα επτά πρωτόκολλα της Συνθήκης της Βαρκελώνης, με αποτέλεσμα αυτά να μην έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο. Κατ’ επέκταση δεν έχουν δημιουργηθεί οι απαραίτητες δομές για την εφαρμογή τους, η οποία αποτελεί ένα συνολικό σύστημα διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος και πιθανών ατυχημάτων, σαν αυτό που έλαβε χώρα στις 10/9 έξω από την Ψυττάλεια.

Συγκεκριμένα, τα πέντε αυτά πρωτόκολλα αφορούν την απόρριψη λυμάτων, τα επικίνδυνα απόβλητα, την ολοκληρωμένη διαχείριση παράκτιων περιοχών, τις θαλάσσιες εξορύξεις και την προστασία της βιοποικιλότητας. Τα δύο πρωτόκολλα που έχει επικυρώσει η Ελλάδα αφορούν α) τα απόβλητα που προέρχονται από τις επίγειες δραστηριότητες (land-based source) και β) την πρόληψη και την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών. Είναι εμφανές ότι εάν ήταν επικυρωμένα και τα επτά, το θεσμικό πλαίσιο – τουλάχιστον – θα ήταν πιο ισχυρό και θα κάλυπτε ένα ευρύτερο φάσμα προστασίας.

H μη επικύρωση των εν λόγω πρωτοκόλλων εκ μέρους της Ελλάδας, όπως και άλλων διεθνών συνθηκών που αφορούν στη θάλασσα (π.χ. της Σύμβασης της UNESCO για την προστασία της υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς), φαίνεται να εδράζεται στην άποψη ότι οι συμφωνίες αυτές δημιουργούν ένα θολό τοπίο ως προς τις ζώνες δικαιοδοσίας των παράκτιων κρατών σε περίπτωση που χρειαστεί παρέμβαση. Συνεπώς, η Ελλάδα, χωρίς να το λέει επισήμως, δεν προχωρά στην υιοθέτηση συνθηκών που θα μπορούσαν να της δημιουργήσουν πιθανά προβλήματα με τα γειτονικά παράκτια κράτη. Προτιμά να διατηρεί το δικό της νομικό καθεστώς, παρ’ όλο που κατ’ αρχήν είχε συμφωνήσει στη συνομολόγηση των πρωτοκόλλων.

Το WWF εξέδωσε την εξής ανακοίνωση στις 13/9: «Μία χώρα με μεγάλη θαλάσσια κυκλοφορία – διελεύσεις δεξαμενόπλοιων και άλλων σκαφών – παρουσιάζεται ανέτοιμη να αντιδράσει έγκαιρα… Δυστυχώς, ο κίνδυνος για περιστατικά θαλάσσιας ρύπανσης μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητός, κοιτάζοντας τους χάρτες που αφορούν την κίνηση των τάνκερ και τα ατυχήματα θαλάσσιων μεταφορών στις ελληνικές θάλασσες. Και, με τη διάθεση της Ελλάδας να επενδύσει στην εξόρυξη υδρογονανθράκων, το εύλογο ερώτημα που δημιουργείται είναι κατά πόσο η χώρα μας θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ένα πολύ μεγαλύτερο ατύχημα πετρελαϊκής ρύπανσης».

Η ανακοίνωση της WWF είναι σαφέστατη. Η χώρα μας δεν είναι εμφανώς έτοιμη να αντιμετωπίσει μεγαλύτερης έκτασης ατυχήματα, αλλά πολύ συχνά αναλώνεται στη συζήτηση περί εξόρυξης υδρογονανθράκων από τις θάλασσές μας.

Εξόρυξη είμαστε έτοιμοι να κάνουμε, αν τα κοιτάσματα αποδειχθούν εκμεταλλεύσιμα. Είμαστε όμως έτοιμοι να χάσουμε απέραντα χιλιόμετρα ακτογραμμής σε περίπτωση ατυχήματος και να καταστρέψουμε τον φυσικό πλούτο της χώρας μας με τρόπο μη αναστρέψιμο; Αν όχι, θα έπρεπε να είμαστε έτοιμοι θεσμικά και επιχειρησιακά, που δεν είμαστε.

Χρειάζεται καλύτερος συντονισμός και καλύτερη διαχείριση των υφιστάμενων εργαλείων που παρέχονται για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών και χρειάζεται επειγόντως να σκεφτούμε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη «εκμετάλλευση» των διεθνών εργαλείων που έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε. Μάλιστα, το πρωτόκολλο για την πρόληψη και αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών (που το έχουμε επικυρώσει γιατί έχει ρητή αναφορά ότι εφαρμόζεται σε περιοχές εντός δικαιοδοσίας του κράτους) προβλέπει τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων και τη συνεργασία μεταξύ τοπικών αρχών, μη κυβερνητικών οργανώσεων και άλλων κοινωνικό-οικονομικών φορέων. Η καθυστέρηση στη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων και η ελλειμματική συνεργασία στο τωρινό περιστατικό, δείχνουν ότι δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων, ακόμη και αυτών που η χώρα έχει επικυρώσει.

Τέλος, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη της Βαρκελώνης για την Προστασία του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος και των Παράκτιων Περιοχών της Μεσογείου και σε έξι από τα επτά πρωτόκολλα (που αναφέρθηκαν παραπάνω). Επίσης, ασκεί αποκλειστική αρμοδιότητα στη διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας και συντρέχουσα αρμοδιότητα για την προστασία του περιβάλλοντος. Η Ελλάδα, επομένως, θα μπορούσε να κάνει χρήση των εργαλείων που της παρέχονται από τις εν λόγω συμβάσεις, ακόμη και χωρίς να τις έχει υιοθετήσει, από τη στιγμή που αποτελούν ευρωπαϊκό δίκαιο.

Ο Γιώργος Δικαίος είναιΒοηθός Ερευνητής, Εργαστήριο Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και Πολιτικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών