Οσο περισσότερο ενημερώνομαι για χρέος, ελάφρυνση, ελληνοτουρκικά, δικαστικό συνδικαλισμό, τριτοτέταρτα Μνημόνια, θέσεις της συμπολίτευσης, αντιθέσεις της αντιπολίτευσης, Προσφυγικό, ευρωπαϊκή προοπτική, μεγιστάνες – εκατομμυριούχοι – υπουργοί στην Αμερική του Τραμπ, τόσο λιγότερο καταλαβαίνω.

Θα πρέπει κάτι να συμβαίνει με το πέρασμα του χρόνου κι έχω καταντήσει ο ηλίθιος της παρέας.

Γιατί δεν μπορώ να πω, οι περισσότεροι γύρω μου, για να μην πω όλοι δείχνουν απίστευτα ενημερωμένοι και με τις λύσεις στο στόμα.

Παράτησα κι εγώ την προσπάθεια για κατανόηση κι είπα να βγω λίγο έξω απ’ αυτό το κουκούλι που με το πέρασμα του χρόνου αντί να σε βγάλει νύμφη σε ξαναβγάζει κάμπια.

Την Τρίτη είχε πρεμιέρα στο Παλλάς ο Θοδωρής με τους «Τέλειους ξένους» του.

Νόμιζα πως έχω αργήσει όπως πάντα κι όπως έστριβα βιαστικός τη Βουκουρεστίου τον είδα μόνο του σ’ ένα τραπεζάκι έξω απ’ τους Ζόναρς με το γαλάζιο βλέμμα, το μπλε παλτό, το σκούρο γκρι κασκόλ σφιχτά δεμένο στον λαιμό.

–Θες ένα κάστανο; Είναι ζεστό ακόμα.

Πήγα να το πάρω μου’ πεσε, έκανα πως δεν θέλω, επέμενε, κι εγώ που μάλλον άνετα χειρίζομαι τον κοινωνικό μου εαυτό, άρχισα να ψελλίζω κάτι ακατανόητα, κάτι για τον καιρό; την κρίση; την τέχνη; κάτι χαζά εκεί, ασυνάρτητα.

Φταίει αυτός ο έσω φόβος που με πιάνει όταν αισθάνομαι για κάποιον τρυφερά. Τρέμω πως ο άλλος δεν θα καταλάβει, γιατί μ’ αυτό το σχεδόν ειρωνικό χαμόγελο της άνεσης που φοράω στις κοινωνικές μου –λίγες βέβαια –εξορμήσεις, θ’ αναρωτηθεί για την αλήθεια του αισθήματός μου.

Κάτι κατάλαβε και για να με βγάλει απ’ την αμηχανία μου…

–Είχα πάει στη γαλλική πρεσβεία, τιμούσαν τον Κουρουπό. Τον εκτιμώ τον Γιώργο. Ημαστε όλοι οι ετοιμοθάνατοι εκεί. Ωραία ήτανε. Υστερα κατέβηκα με τα πόδια σιγά σιγά τη Βασιλίσσης Σοφίας, είχε αυτό το χιονόνερο, γυάλιζαν οι δρόμοι, κορίτσια κι αγόρια με μπουφάν και σκούφους, σαν να ξανάβλεπα την Αθήνα έπειτα από χρόνια. Υστερα είδα τον καστανά στη γωνία, λες και τον γέννησε η στιγμή, να συμπληρώσει το κάδρο. Πάρε ένα κάστανο είναι ζεστό ακόμα.

Κρατούσε στη χούφτα του αυτό το ταπεινό χωνάκι σαν κάτι πολύτιμο, ξεφλούδιζε αργά σχεδόν τελετουργικά τον χειμωνιάτικο καρπό και μετά μας το μοίραζε αντίδωρο.

Ηρθαν στο μεταξύ οι νεαρές κοπέλες και τον τύλιξαν με την αγάπη τους κι αυτός ανάμεσά τους και κατηφορίσαμε για την προβολή.

Η ταινία ήταν απολαυστική, οι ερμηνείες, οι ηθοποιοί εξαίρετοι, σπάνια ατμόσφαιρα πρεμιέρας να ‘χει τέτοια ζεστασιά. Αισθάνθηκα ύστερα από χρόνια ασφαλής ανάμεσα στο σινάφι. Τη χρωστάω αυτή τη μέρα στον Θοδωρή. Οντως οι «Ξένοι» ήτανε «Τέλειοι».

Σηκωθήκαμε προς την έξοδο, μια κυρία που ενώ δεν την γνώριζα μου ήταν πολύ γνωστή, σκύβει μου λέει:

–Είσαστε πολλοί άνθρωποι του θεάματος σήμερα εδώ. Μερικοί είσαστε και καλλιτέχνες, αλλά είναι κι ένας ποιητής αληθινός.

Ακολούθησα το βλέμμα της. Τριγυρισμένος από τις ωραιότερες κοπέλες του θεάτρου, φωτισμένες απ’ την ανταύγεια της ασημένιας κόμης του, με ένα κάστανο ζεστό ακόμα στο χέρι του, ο Διονύσης ο Φωτόπουλος.

Τελικά, μόνο δημόσια μπορώ να εκφράσω τα ιδιωτικά μου.