Οταν βλέπεις Πρωθυπουργό να απαριθμεί τα έργα της κυβέρνησής του ενώπιον των υπουργών του σε κυβερνητική συνεδρίαση που μεταδίδεται μεσημεριάτικα απευθείας στην τηλεόραση, ε, τότε μπορείς να είσαι σίγουρος ότι κάτι δεν πάει καλά. Τι δεν πάει καλά; Κατά πάσα πιθανότητα, τα νούμερα στις δημοσκοπήσεις. Υφιστάμενη τον νόμο της πολιτικής βαρύτητας, κάθε κυβέρνηση τις δαιμονοποιεί δημοσίως. Τις παραγγέλνει όμως και τις καταναλώνει μανιωδώς κλεισμένη στα σεπτά δώματα της εξουσίας. Τα νούμερα δεν πάνε καλά για τον ΣΥΡΙΖΑ. Εξού και ο Αλέξης Τσίπρας εγκαινιάζει περιφερειακά νοσοκομεία που δεν καλολειτουργούν ακόμη και περιφερειακά αεροδρόμια που κατασκεύασαν ιδιώτες. Αλλά και εκφωνεί λίστες κυβερνητικών έργων οι οποίες έχουν φτιαχτεί αφού σε κάθε υπουργείο έστυψαν το μυαλό τους για να δουν τι έχουν κάνει που θα μπορούσε να περιγραφεί από το στόμα του Πρωθυπουργού. Μιζέρια…

Φυσικά, αυτά έχουν ξαναγίνει. Χωρίς αντίκρισμα. Από τον Κώστα Σημίτη στη ΔΕΘ του 2003 ώς τον Αντώνη Σαμαρά της άνοιξης του 2014. Ο πρώτος ήταν σε φάση που υπήρχαν ακόμη λεφτά για παροχές –Χάρτα Κοινωνικής Σύγκλισης το είχαν πει τότε -, ο άλλος έκοβε επιταγές σε μη προνομιούχους και ενστόλους από το πρωτογενές πλεόνασμα. Ολα αυτά διανθισμένα με φραστικές λιτανείες για το κυβερνητικό έργο –στις οποίες επιδόθηκε κατά κόρον ως πρωθυπουργός και ο Κώστας Καραμανλής. Μόνο που όλα αυτά αφήνουν αδιάφορο τον κόσμο. Το ΠΑΣΟΚ του 2003 είχε κουράσει πολύ ύστερα από μια δεκαετία στην εξουσία. Και αρνιόταν να δει πως ήδη από το ξεκίνημα του ευρώ υπήρχαν στρώματα που κατρακυλούσαν οικονομικά. Για τους υπόλοιπους δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά. Θα φανταζόταν όμως ότι ο Αλέξης Τσίπρας, που έκανε πολιτική περιουσία ως τελευταίος επιτυχημένος λαϊκιστής δημαγωγός της αντιπολίτευσης, θα ήξερε καλύτερα από το να ξαναζεσταίνει το κρύο φαγητό ενός παρωχημένου κυβερνητισμού. Το πρόβλημα δεν είναι τι λένε οι κυβερνώντες, αλλά τι βιώνουν οι πολίτες –και αυτοί υφίστανται την αυξανόμενη φτωχοποίηση της χώρας. Δεν πρόκειται να αλλάξουν γνώμη γιατί είδαν «ζωντανό» ένα Υπουργικό Συμβούλιο που δόξασε την ξύλινη γλώσσα.

Ενας άλλος έμμεσος τρόπος να καταλάβεις αν πάνε καλά ή άσχημα τα πράγματα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να βάλεις ως βαρόμετρο τη Φώφη Γεννηματά. Κληρονόμος –και ολίγον καταπατητής –της πολιτικής επικράτειας που κατείχε κάποτε το ΠΑΣΟΚ είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Οταν ο Τσίπρας πάει καλά, τότε φαίνεται παγωμένη η αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, που, αν διαθέτει κάτι, είναι αναπτυγμένη πολιτική συναισθηματική νοημοσύνη. Αν, ας πούμε, μετά τις 20 Σεπτεμβρίου του 2015 ο Τσίπρας, έχοντας το 35% των εκλογών στην τσέπη, στρίμωχνε τη Γεννηματά ζητώντας κυβερνητική συνεργασία, τότε εύκολα θα μετέτρεπε το ΠΑΣΟΚ σε συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ, αφού εκείνη δύσκολα θα μπορούσε να αρνηθεί. Για καλή της τύχη, ο Τσίπρας προτίμησε ξανά τον Πάνο Καμμένο. Εννιά μήνες μετά, αυτή η μοιραία επιλογή έχει διπλή συνέπεια. Πρώτον, η Φώφη απελευθερώθηκε, βρήκε πολιτικό χώρο, ξεκίνησε διμέτωπο με ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ για να τον κατοχυρώσει και, αναπόφευκτα, πλακώθηκε και με τον Καμμένο που έσπευσε να κάψει κάθε γέφυρα ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΡΙΖΑ με τα περί «παρά φύσει σοσιαλίστριας» –παρότι ήταν η Φώφη που ξεκίνησε χαρακτηρίζοντας τους ΑΝΕΛ «απόφυση» της Ακρας Δεξιάς, φράση όχι και τόσο κομψή. Δεύτερον, μετά τον Καμμένο, υπάρχει μόνο ο Βασίλης Λεβέντης ως στήριγμα για τον ΣΥΡΙΖΑ: φάνηκε στην απλή αναλογική, θα φανεί και στην αναθεώρηση. Ολα αυτά είναι όμως θείο δώρο για το ΠΑΣΟΚ –κάτι που φαίνεται από την αγέρωχη επιθετικότητα της Φώφης έναντι του Τσίπρα, κάτι λογικό αφού η Γεννηματά ξέρει πως ο Πρωθυπουργός είναι από κάτω. Αλλά και πως η απλή αναλογική στις μεθεπόμενες εκλογές δεν είναι εις βάρος του ΠΑΣΟΚ –αντιθέτως, το αντασφαλίζει.

Αν έχουν κάποιο νόημα αυτές οι σημειώσεις πολιτικής ανάλυσης, είναι να δείξουν πως κάποια πράγματα –το ρεφλέξ του κυβερνητισμού, ας πούμε –επαναλαμβάνονται. Ενώ κάποιες εσφαλμένες επιλογές –η εμμονή Τσίπρα στον Καμμένο –αποδεικνύεται αργότερα ότι αλλάζουν σημαντικά τις παραμέτρους του πολιτικού παιχνιδιού.