«Πώς τολμάς να υπερασπίζεσαι τον προδότη Τσολάκογλου;». «Μίλησε τώρα ο απολογητής του σφαγέα Βελουχιώτη!». «Μακάρι να έβγαιναν και σήμερα Βελουχιώτηδες –θα καθάριζε ο τόπος από κάτι σαν κι εσένα…».

Θα έτεινε προς το ιλαρό, προς το γκροτέσκο, εάν δεν ήταν τόσο βέβηλο. Από την έναρξη σχεδόν της κρίσης, εδώ και μια εξαετία, οι Eλληνες έχουν ανοίξει τους τάφους και παίζουν πόλεμο με τα κόκαλα των παππούδων τους. Οι δύο προηγούμενες γενιές είδαν κι έπαθαν για να υπερβούν ένα τραυματικό παρελθόν, που –παρ’ όλες τις στιγμές έξαρσης και ηρωισμού –άφησε πίσω του εκατόμβες θυμάτων από κάθε παράταξη. Οι νεκροί της Πηγάδας, οι εσταυρωμένοι –μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά –της Μακρονήσου, οι φονευθέντες στον Εμφύλιο, οι πολιτικοί πρόσφυγες που δεν βρήκαν ούτε στην Τασκένδη ούτε πουθενά αλλού τον σοσιαλιστικό παράδεισο… Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων από το κράτος της Δεξιάς. Οι διαγραφές, οι συκοφαντίες, η ψυχική και φυσική ενίοτε εξόντωση που επεφύλασσε το Κομμουνιστικό Κόμμα στα αγνότερα συνήθως στελέχη του… Και διηγώντας τα να κλαις.

Το 1976, η γιαγιά μου αποφάσισε να επισκεφθεί το χωριό της στη Μεσσηνία για πρώτη φορά ύστερα από κοντά τριάντα πέντε χρόνια. Κάτσαμε στην ταβέρνα του κοντινού Μελιγαλά και παραγγείλαμε τη σπεσιαλιτέ, γουρουνοπούλα στη λαδόκολλα. Μόλις μας είχαν σερβίρει και η γιαγιά τινάζεται πάνω. «Πάμε!» λέει στους γονείς μου, σε ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. «Στο διπλανό τραπέζι ήρθε μια παρέα που έχει μπαρμπάδες πεταμένους στην Πηγάδα…» μας εξήγησε ενώ είχαμε κάμποσο απομακρυνθεί. «Μα εσύ δεν είχες καμιά συμμετοχή στο γεγονός, βρισκόσουν τότε στην Αθήνα!» «Τι σημασία έχει; Βλέπουν ξαφνικά μια συντοπίτισσά τους που αφιέρωσε τη ζωή της στην Αριστερά. Η παρουσία μου τους προκαλεί. Μια κουβέντα αν μου πετούσαν, θα έπρεπε να απαντήσω, θα δημιουργούνταν μια κατάσταση πάρα πολύ δυσάρεστη». «Και γιατί να μην έφευγαν αυτοί;» την τσίγκλησα σαν δεκάχρονο θρασίμι. «Κοκόρια είμαστε για να κοκορευόμαστε;» μου απάντησε. «Το θέμα είναι να κυλήσει κι άλλο, πολύ νερό στο αυλάκι, να επουλωθούν οριστικά οι πληγές κι εσείς, τα παιδιά των παιδιών μας, να κάνετε παρέα, να δουλεύετε μαζί, να παντρεύεστε, χωρίς να σας απασχολεί εάν οι πρόγονοί σας έσφαξαν κάποτε ο ένας τον άλλον. Το θέμα είναι η Ελλάδα να πάει μπροστά…».

Κύλησε το νερό, έφυγαν από τη ζωή όσοι είχαν συμμετάσχει στον Εμφύλιο, όμως τα εγγόνια τους –αντί να τους τιμούν όλους μαζί σε κοινά μνημόσυνα, όλους όσοι θυσιάστηκαν για το καλό της πατρίδας όπως ο καθένας το αντιλαμβανόταν –αποφάσισαν να τους βρικολακιάσουν.

Ποζάρουν οι υπουργοί κάτω από το πορτρέτο του Αρη Βελουχιώτη, παριστάνουν αυτάρεσκα τους συνεχιστές του, σάμπως να αποτελεί το 2016 επανάληψη του 1942. Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν πόσο υβριστική είναι η σύγκριση της δικής τους, σε καιρό δημοκρατίας, συνδικαλιστικής ή ακτιβιστικής δράσης με την Εθνική Αντίσταση.

Στοιχίζονται οι απέναντι πίσω από το φάντασμα του Ναπολέοντος Ζέρβα. Επιδιώκουν –προκειμένου να κερδίσουν πόντους στο σημερινό πολιτικό παιχνίδι –να αγιοποιήσουν τον Τσολάκογλου ή τον Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, ο οποίος πράγματι στάθηκε ο αρχιτέκτονας του θριάμβου μας στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, πλην υπουργοποιήθηκε στην κυβέρνηση των δωσιλόγων.

Η μελέτη της Ιστορίας είναι εξαιρετικά ωφέλιμη. Πλην όσο εγκύπτεις στο παρελθόν τόσο αντιλαμβάνεσαι ότι οι ήρωές σου υπήρξαν πρόσωπα γεμάτα αντιφάσεις, με πλήθος μελανών σημείων, πουλιά και ερπετά μαζί, κανονικοί άνθρωποι εν ολίγοις. Και ότι και οι άλλοι, που εσύ έχεις μάθει να θεωρείς προδότες, είχαν πτυχές στον χαρακτήρα και στη δράση τους ικανές να σε εμπνεύσουν. Η μελέτη της Ιστορίας αίρει τα πάθη. Καταργεί τις απόλυτες αλήθειες.

Εκείνοι που φορούν τα παράσημα των προγόνων τους –όπως τα κοριτσάκια ανεβαίνουν πάνω στα τακούνια της μαμάς τους –είτε αγνοούν είτε παραποιούν σκόπιμα το παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση το καπηλεύονται. Θα τρίζουν τα κόκαλα όταν αυτοί τα προσκυνάνε.

Ο Παύλος Τσίμας απουσιάζει εκτάκτως