Μου έρχεται στον νου από τα βάθη της δεκαετίας του 1980. Ενας νεολογισμός που ούτε καν θυμάμαι ποιος τον είχε διατυπώσει. Μας άρεσε όμως και τον αναπαρήγαμε επί σοβαρού και αστείου: «Ο Ελληνας είναι ένας Τούρκος που νομίζει ή που προσποιείται ότι είναι Ιταλός». Βέβαια τότε ζούσαμε τα χρόνια της μεγάλης εξωστρέφειας. Μας άρεσε να παίζουμε τους πολίτες του κόσμου και δεν τσαλαβουτούσαμε (τουλάχιστον τόσο ανεξέλεγκτα) στην υστερική και συγκρινόμενη με τα βαλανίδια των «κακών ξένων» εκδοχή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η Πατουλίδου δεν είχε εκστομίσει το σλόγκαν που έγινε λατρεία, το «Για την Ελλάδα ρε γαμώτο», και τα Σκόπια ήταν μια πόλη της Γιουγκοσλαβίας. Τα τσολιαδάκια δεν είχαν γίνει ακόμη τρέντι κοσμήματα και πωλούνταν αυστηρά στα «τουριστάδικα» στο Μοναστηράκι, δεν πίναμε αβέρτα τσίπουρα με ή χωρίς γλυκάνισο και η πατσαβουρόπιτα της γιαγιάς από το Καρπενήσι δεν είχε αναχθεί σε αξία ανεκτίμητη –άλλωστε μόλις είχαμε ενδώσει στη γλυκόπικρη γοητεία του τιραμισού. Και σε επιθεώρηση της Ελεύθερης Σκηνής στο Παρκ, ο Γιάννης Μπέζος και η Μίνα Αδαμάκη, υποδυόμενοι ταλαιπωρημένους παραθεριστές, τραγουδούσαν «Αμα μου ξαναπείς για Κρήτη, θα ξεράσω». Αντε να λεχθεί, δημόσια, κάτι τέτοιο σήμερα. Θα πλακώσουν καμιά δεκαριά Κρητίκαροι και θα τα κάνουν λαμπόγυαλο.

Παρασύρθηκα όμως από τις αναμνήσεις μιας εποχής που το τουρκομπαρόκ ήταν αυτοσαρκαστική αναφορά και η παραδοχή ότι είμαστε το μετέωρο βήμα του πελαργού μεταξύ Ανατολής και Δύσης δεν συγκρουόταν μετωπικά με το φράγμα μιας διαστροφικά αποκωδικοποιημένης πολιτικής ορθότητας. Ακόμη και το «η τουρκοκρατία φταίει» το εκλαμβάναμε τότε ως μια, διά της ειρωνείας, χαριτωμένη απόδραση από τις εθνικές μας αγκυλώσεις.

Σήμερα όμως τα μολυσματικά συμπτώματα αυτής της αλαλάζουσας ψυχοπαθογένειας που σαφώς έχει τις ρίζες της στην υποτέλεια τετρακοσίων χρόνων, είναι σε μεγάλη έξαρση. Τις πταίει; Οσοι τα υποδαύλισαν, τα κολάκεψαν, τα καλλιέργησαν, τα εκμεταλλεύτηκαν. Αυτά όμως αφορούν τον ιστορικό του μέλλοντος.

Τούρκος λοιπόν που δεν πρόλαβε να γίνει Ιταλός; Μπριάμ που σερβίρεται ως καπονάτα; Ή μήπως ραγιάς που, σχεδόν διακόσια χρόνια μετά, δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμη την απελευθέρωσή του; Που εξακολουθεί να βλέπει γύρω του κουτόφραγκους και ξένα συμφέροντα. Που οι άλλοι απεργάζονται το κακό του. Και στήνουν συνωμοσίες εις βάρος του. Τις οποίες εκείνος μεν ξεμπροστιάζει, αλλά οι άλλοι που έχουν το χρήμα και τη δύναμη τις επιβάλλουν. Που βαυκαλίζεται με τον ρόλο του θύματος, αλλά που στην ουσία είναι ο θύτης του εαυτού του. Που μπερδεύει το κράτος του οποίου είναι πολίτης με το οθωμανικό βιλαέτι. Που δημόσια απειλεί με Κούγκια, αλλά στα μουλωχτά συνθηκολογεί με το μικροσυμφέρον του. Που ως άλλος Παπαφλέσσας στήνει Μανιάκια και δίνει χαμένες μάχες προκειμένου να ηρωοποιηθεί. Που νομίζει ότι οι πατάτες που του έφερε ο Καποδίστριας είναι δηλητηριασμένες, αλλά μόλις ο κυβερνήτης βάζει φρουρά να τις φυλάει, πάει νύχτα και τις κλέβει. Που ξοδεύει το φρόνημά του σε εμφύλιες αγριότητες. Που ενώ είναι πανέξυπνος, αχρηστεύει την εξυπνάδα του και επιστρατεύει την πονηριά του. Που στον αγώνα για μια έωλη δόξα θυσιάζει την πραγματική ισχύ. Ξαναδιαβάζω αυτές τις ημέρες την τριλογία του Μ. Καραγάτση «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο» και «Τα στερνά του Μίχαλου» που διηγείται τα έργα και τις ημέρες ενός μοραΐτη προύχοντα από το 1821 μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Εκεί γράφει: «… άλλο πράγμα η δόξα, άλλο η δύναμη. Τη δόξα την αρπάζεις, μια στιγμή, απ’ τα μαλλιά. Τη δύναμη πρέπει να την κρατάς απ’ τα μαλλιά όλη την ώρα. Κι όλο να φουχτιάζεις πιότερα μαλλιά». Κουραστικό και μακροπρόθεσμο για έναν λαό λάτρη του στιγμιαίου.

Για να μη μας κάτσει, όμως, μέρα που ‘ναι, ο μπακαλιάρος στο στομάχι και σας βγάλω τη σκορδαλιά από τη μύτη, στο ίδιο μυθιστόρημα λέει σε μια παράγραφο: «Τα πιο αλλοπρόσαλλα συμφέροντα και συναισθήματα χτυπιούνται δίχως αρχή και τέλος μέσα στην ψυχή του Ελληνα. Του παράξενου αυτού ανθρώπου που με το ίδιο πάντοτε πάθος μπορεί να σκοτωθεί –και να σκοτώσει –σήμερα για μια ευγενέστατη ιδέα, αύριο για ένα αλόγιστο πείσμα και μεθαύριο για ένα ευτελέστατο συμφέρον. Τι Πρωτεύς που είναι αυτός ο λαός!». Σε σημερινά ελληνικά, από το χειρότερο στο καλύτερο, μια φουστανέλα δρόμος.