Αυτές τις χρονιάρες μέρες, όπως οι περισσότεροι άλλωστε, αναπολώ την οικογένειά μου. Την οικογένεια στην οποία εγώ ήμουν το παιδί, η «μικρή». Από τις κορυφαίες προσωπικότητες της οικογενειακής μου μυθολογίας, η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου, «ταξιδεμένη» εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια. Εχω αναφερθεί κι άλλες φορές σε αυτή. Μια γυναίκα με τα χαρακτηριστικά της πατρίδας μας, της Σύρου. Αστή ρεμπέτισσα, ελεύθερη και άναρχη σαν τη θάλασσα, απρόβλεπτη και γλωσσού. Ειδικά φέτος τα Χριστούγεννα, όμως, δεν τη θυμάμαι ούτε για τους κουραμπιέδες ούτε για τα μελομακάρονά της. Αφορμή είναι το σύμφωνο συμβίωσης που ψηφίστηκε προχθές στη Βουλή. Τι σχέση έχει με τη γιαγιά μου; Διαβάστε.

Κάνα δυο χρόνια πριν μας αποχαιρετήσει, όταν το ακαταλόγιστο και η απενοχοποίηση της ηλικίας είχαν απασφαλίσει εντελώς τον ούτως ή άλλως τσουχτερό λόγο της, της γνώρισα έναν φίλο μου με τον οποίο είχαμε πάει διακοπές στο νησί. Αφού τον «έκοψε» από κορυφής μέχρις ονύχων (ήταν και ομορφούλης), αντί για «χαίρω πολύ», αναφώνησε με αθώα αυταρέσκεια: «Ξέρεις τι λέω εγώ; Οτι κάθε οικογένεια πρέπει να έχει τον τοιούτο της. Κι εγώ, αν θες να ξέρεις, το χάρηκα όταν κατάλαβα ότι ο τάδε» αναφέρθηκε σε έναν συγγενή «είναι τοιούτος γιατί είχαμε να βγάλουμε τοιούτο στην οικογένεια από το ’47 που πέθανε η αδελφή μου η Κούλα που ήταν γκουνιότα». Ματαίως προσπάθησα να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα με ένα «Γιαγιά, σταμάτα!». Δεν με άφησε να αποσώσω. «Τι σταμάτα; Δεν ήταν η Κούλα γκουνιότα; Πού ξέρεις εσύ;». Τόσα χρόνια μετά, δεν έχω ακόμη απαλλαγεί από την ιδέα ότι, σε ένα παράλληλο σύμπαν, άνοιγε ψιλή κουβέντα με τον Κώστα Ταχτσή.

Ετσι ήταν η γιαγιά μου. Γι’ αυτό και σήμερα καταφεύγω συχνά στη μνήμη της λες και είναι ένα είδος οικογενειακού ασύλου, όταν νιώθω ότι απειλούμαι, έστω και συναισθηματικά, από την απολυτότητα του «όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου είναι εχθρός μου». Και έρχομαι στα ίσα μου καθώς τη θυμάμαι να συνωμοτεί με τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων. Με τη συνειδητότητα της ηλικίας μου πια, αναγνωρίζω ότι της οφείλω την πεποίθηση πως το επιχείρημα είναι η ίδια η επιλογή. Και ότι η διαφορετικότητα του άλλου δεν σου αφαιρεί κάτι. Το αντίθετο, σου προσθέτει. Α ρε γιαγιά, χαλάλι που δεν με έμαθες να κάνω κουραμπιέδες.

Καλά Χριστούγεννα. Και να μιλάτε πιο συχνά με τις γιαγιάδες ή τις υπερήλικες μαμάδες σας. Μπορεί να σας εκπλήξουν.