Η στωικότητα της ελληνικής κοινωνίας είναι αυτές τις ημέρες ο ισχυρότερος στυλοβάτης της ελληνικής οικονομίας –που παραμένει σε ομηρεία, καθώς η διαπραγμάτευση με τους δανειστές καρκινοβατεί.

Οι διαρροές καταθέσεων ήταν και χθες –σχετικά –περιορισμένες, καθώς οι πολίτες δεν θέλουν ούτε να σκεφτούν το ενδεχόμενο να μην υπάρξει συμφωνία ώς το τέλος του μήνα.

Αντίθετα, κυβέρνηση και δανειστές έχουν αποδυθεί τις τελευταίες ώρες σε έναν επικοινωνιακό πόλεμο, με στόχο να αποδείξουν ότι είναι η άλλη πλευρά που φέρει την ευθύνη για το αδιέξοδο.

Την ίδια στιγμή, υπουργοί της κυβέρνησης περιφέρουν με αβάσταχτη ελαφρότητα ανά την Ελλάδα τα γνωστά επιχειρήματα περί ρήξης, επιτείνοντας την αβεβαιότητα –λες και είναι οι δανειστές που έχουν την ανάγκη να συμφωνήσουν και όχι η ελληνική πλευρά.

Πρόκειται για ελαφρόμυαλη τακτική που δεν οδηγεί πουθενά –και πάντως δεν οδηγεί πιο κοντά στον έντιμο συμβιβασμό, ο οποίος ήταν και παραμένει η ουσία της λαϊκής εντολής.

Εκεί –στη λαϊκή εντολή –βρίσκεται και το κλειδί των εξελίξεων: η κυβέρνηση έχει εντολή σκληρής διαπραγμάτευσης που θα καταλήξει σε συμφωνία –και όχι εν λευκώ εξουσιοδότηση για περιπέτειες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καταστροφή.

Το ίδιο ισχύει και για τους δανειστές: το συμφέρον των εντολέων τους –των ευρωπαίων φορολογουμένων που έχουν δανείσει τη χώρα μας –δεν έγκειται στην εξουθένωση της Ελλάδας, αλλά στην αποπληρωμή των χρεών. Γι’ αυτό η επιστροφή της διαπραγμάτευσης είναι μονόδρομος.